Μπα ! που τον θυμήθηκε τώρα τούτος τον κοκκινολαίμη ; αναρωτηθήκατε κιόλας ...

Ναι. Απ' όλα τα πουλιά πιο πολύ αγαπώ τον κοκκινολαίμη. Κι αυτή η αγάπη ήρθε

kokkinolemisαπότομα και ξαφνικά σαν εκείνο που λένε κεραυνοβόλος έρωτας .

Και θα ιδείτε πως

 

και γιατί . Μη βιάζεστε. Μικρή είναι η ιστορία . Τόσο μικρή σαν το πουλάκι ετούτο.

Ένα ματσάκι γράμματα μόνο .

Τον κοκκινολαίμη τον ξέρετε δα όλοι ή σχεδόν όλοι . Όχι βέβαια όπως το χελιδόνι ας

πούμε ή την τσίχλα ή την καρδερίνα ή τον κότσιφα και την πέρδικα - καίτοι οι

τελευταίες τείνουν να εξαφανιστούν , να τις εξαφανίσει δηλ.ο άνθρωπος , ποιος άλλος ;

- ή το σπουργίτι ή το περιστέρι. Αλλά τον ξέρετε, είμαι σίγουρος. Αλλού τον λένε και καλογιάννο .

Και στην Κρήτη Γιαννακό.

Για τους λίγους όμως που πιθανόν να μην τον ξέρουν και ιδίως για τα παιδιά, λέω ότι

μιλάμε για ένα πολύ μικρό πουλάκι. Μια μπαλίτσα φουσκωτή , παχουλή απο αφράτα

πούπουλα μικρότερη απ' του τέννις. Γιατί χωρίς τα πούπουλα είναι δεν είναι ίσαμ' ένα

μικρό κεράσι ή βύσσινο. Χωρίς λαιμό καθόλου. Και τον λένε κοκκινολαίμη . Λες και έχει

 λαιμό σαν του λέλεκα ή της καμηλοπάρδαλης, που όμως δεν την είπαμε λαιμοπαρδάλω .

Και γιατί εκεί κάτω από τα ματάκια του και τη μυτούλα του, σε μια ιδέα λαιμού, έχει

μια τραχηλίτσα κοκκινότριχη .

Κόκκινη πάντως δεν θα την έλεγα . Και τον είπαν κοκκινολαίμη λες και είναι κανένα

πλάσμα φανταχτερό και φαντασμένο, σαν το παγώνι ας πούμε ή σαν την Κόκκινη

Πλατεία της Μόσχας τον καιρό του υπαρκτού . Ας είναι . Πρόκειται για τα παράξενα

της γλώσσας.

Η κοιλίτσα του σταχτιά και πάνω η ραχίτσα του καφετιά.

Όμορφο πουλάκι δεν μπορώ να ειπώ, όπως όλα άλλωστε . Και μόνο το όνομά του ,

κοκκινολαίμης , μου φαίνεται ότι δεν του πάει και τόσο . Όσο πια για το καλογιάννος

αυτό δεν είναι όνομα για πουλί ... Αλλά μήπως τον ρωτήσαμε ... Και πάλι πώς να το

ειπούν ; Ας είναι λοιπόν .

Στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης είναι λένε άφοβο προς τον άνθρωπο. Εδώ σε εμάς, στη Μεσόγειο ,

 οι εγκυκλοπαίδειες και οι φυσικές ιστορίες γράφουν ότι είναι δειλό .

Άφοβο εκεί , δειλό εδώ . Μα το δεύτερο δεν το πιστεύω . Κάτι άλλο μάλλον συμβαίνει εδώ κι

 έχει γίνει με το δίκιο του καχύποπτο.

Αν ζει μονίμως στον τόπο μας ή έρχεται απ' αλλού δεν ξέρω να σας πω ακριβώς.

Περισσότερο πάντως και συχνά εμφανίζεται απ' το φθινόπωρο και μετά. Και το

χειμώνα είναι πανταχού παρών ο κοκκινολαίμης.

 

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά . Για να εξηγήσω και τα "βαρύγδουπα"

που είπα. Την απότομη και ξεχωριστή αγάπη, τους έρωτες τους κεραυνοβόλους , την

καχυποψία ή τη δειλία του πουλιού.

Έχω ένα χωραφάκι , που αν πάρουμε απ' την έκταση είναι μάλλον περιβόλι παρά

χωράφι. Μόλις ξεπερνά τα τρία στρέμματα. Μικρό για χωράφι μεγάλο για περιβόλι.

γι' αυτό το είπα χωραφάκι. Κάτι μεταξύ περιβολιού και χωραφιού.

Εδώ δίπλα μας είναι . Στον Άη Γιάννη. Και το 'χω φυτεμένο ο ίδιος όλο ελιές. Και

σας διαβεβαιώ δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να φυτέψεις και να μεγαλώσεις ο

ίδιος δέντρα.

Οι Αγγλοσάξωνες έχουν μια παροιμία που λέει ότι ο κάθε άνθρωπος πρέπει στη ζωή

του να κάνει τρία πράγματα : Να φυτέψει ένα δέντρο , να κάνει ένα παιδί και να

γράψει ένα βιβλίο . Λέτε μ' αυτό να κατέκτησαν τον κόσμο ;

Εγώ πάντως όχι ένα αλλά πάνω από εκατό δέντρα φύτεψα . Και όλα ελιές ∙ αυτά που

έχει το περιβόλι. Και σας διαβεβαιώ ότι η χαρά που μου έδωσαν και μου δίνουν είναι

"αλογάριαστη", καθώς έλεγε εκείνο το αξέχαστο αηδονάκι η Σοφία η Βέμπο. Το

καλό φαί, λένε, είναι για δυο-τρεις ώρες το πολύ. Ο έρωτας για μια νύχτα (το πολύ)

και το περιβόλι για μια ζωή. Το πιστεύω.

Στο περιβόλι λοιπόν οι ελιές , την εποχή που μολογάμε - πριν οχτώ χρόνια ακριβώς-

είχαν μεγαλώσει αρκετά. Ήσαν σχεδόν δέντρα . Κατάφορτα εκείνη τη χρονιά και μάζευα

τον καρπό τους . Ένα μήνα σχεδόν έκανα να τις μαζέψω . Κι όλες μοναχός μου.

Άρχισα πριν από τα Χριστούγεννα και βγήκε σχεδόν ο Γενάρης που τελείωσα.

Βέβαια δεν πήγαινα τις βαρειές γιορτάδες ούτε φυσικά όταν έβρεχε.

Έφευγα πρωί και σχόλαγα σούρουπο.

Με μικρή παύση εκεί κατά το μεσημέρι για μια ανάσα κι ένα κρασί μ' ότι πρόχειρο

(ελιές, τυρί, κανένα ... κρεατοσφαιρίδιο - κεφτεδάκι δα) γιατί δεν ήθελα να βαραίνω

με πολύ φαί. Και το κρασάκι για να παίρνω δύναμη. Γιατί όρεξη για δουλειά είχα.

Αυτή δε η μεσημεριανή παύση δεν ήταν ποτέ σταθερή. Την καθόριζε πάντα η πορεία

της δουλειάς. Έτσι σταμάταγα και στις δώδεκα και στη μία και πριν τη μία, ακόμη

και τη δεύτερη ώρα μετά το μεσημέρι καμμιά φορά.

Και κολάτσιζα εκεί που βρισκόμουν . Στο πανί απάνου καθισμένος σ' ένα τελάρο.

Τα δέντρα σχετικά μικρά, κοντοκλαδεμένα όλα, το περιβόλι εντελώς επίπεδο, γλέντι

το μάζεμά τους όταν σ' αρέσει κιόλας. Κι αν βάλουμε ότι ο καρπός τη χρονιά

εκείνη ήταν πολύς και πεντακάθαρος από δάκο κι άλλες αρρώστιες έλεγες: τι άλλο

να γυρέψει κανείς από τούτη τη γη και τη ζωή;

Ένας γείτονας μάλιστα μου έλεγε ότι τη χρονιά εκείνη ο Ιησούς Χριστός είχε

κατασκηνώσει μέσα.

Τόση μάλιστα ήταν η χαρά μου που κάθε μέρα κι όλη την ημέρα σχεδόν μάζευα και

τραγούδαγα. Ιδίως μετά το μεσημέρι που το κρασάκι είχε φτερώσει κορμί και ψυχή.

Οι συναυλακάρηδες και οι γύρω ξώμαχοι έχουν ακόμα να λένε.

 

 

                        *          *          *          *          *

 

Έτσι κύλησαν οι δέκα πρώτες ημέρες, όπως υπολογίζω , όταν ένα μεσημέρι,

φτεράκισε από τις ποδιές της διπλανής ελιάς ένας κοκκινολαίμης, και "τσούπ",

έκατσε στο πανί, δυο-τρία μέτρα απόσταση απο 'μένα.

Με είδε . Ίσως να φοβήθηκε ή θέλησε να με δοκιμάσει και σχεδόν αμέσως "φρίτ"

ξαναφτεράκισε και ξανακρύφτηκε στο δέντρο απ' όπου είχε έρθει. Δεν πέρασε όμως

ούτε ένα λεπτό που ξανανοίγοντας τα φτεράκια του ήρθε πάλι στο πανί , στην ίδια

θέση με πρώτα, φανερά ηρεμότερος όμως τώρα .

Γρήγορα έτριψα πολύ πολύ στα δάχτυλά μου μια μικρή μικρούτσικη μπουκίτσα ψωμί,

κι απο στραγάλι μικρότερη , κι έρριξα τα ψιχαλάκια κατά τη μεριά του. Με την

κίνηση όμως - καίτοι προσεγμένη - πέταξε αμέσως στο δέντρο και χώθηκε στην

πυκνή φυλλωσιά . Για να εμφανιστεί όμως και πάλι την επόμενη κιόλας στιγμή και

τσιμπολογώντας με χάρη ανασηκώνοντας σε κάθε τσίμπημα το κεφαλάκι του (για να

ιδεί τις διαθέσεις μου;) έφαγε όλα τα ψίχουλα , οπότε κυττάζοντάς με στερνή φορά

σα να ευχαριστούσε και ν' αποχαιρετούσε έφυγε τρυπώντας στο δέντρο. Βέβαια

έρριξα κι άλλα ψίχουλα στο ίδιο σημείο μα δεν ξανάρθε. Φαίνεται ότι τα πρώτα ήσαν

υπέραρκετά για ένα τόσο δα πουλάκι κι ένιωθε χορτασμένο.

Μ' εντυπωσίασε βέβαια το γεγονός , δεν το κρύβω , γιατί δεν είναι δα και

συνηθισμένο . Το σκέφτηκα όμως, το ξανασκέφτηκα και κατέληξα να το θεωρήσω

εντελώς τυχαίο. Πεινούσε , είπα, πολύ το καημένο , άνθρωπο είδε κι επλησίασε να

πάρει κάτι . Αυτό είναι όλο. Άλλωστε τα ζωντανά συνυπάρχουν με τους ανθρώπους.

 

Όμως τούτο μέχρι το άλλο μεσημέρι που καθισμένος για ανάπαυση, λίγο πιο πάνω

απ' ό,τι την προηγούμενη μέρα, με το που κάθισα κι "έστρωσα τραπέζι" να τον πάλι.

 

Κάθισε μ' ένα αθόρυβο φτερούγισμα στην ίδια θέση . Και πιο κοντά σε μένα απ' ό,τι

την πρώτη φορά. Τον καλωσόρισα λέγοντάς του : "καλώς μου το γλυκούλι μου" .

Επανελήφθη το ίδιο. Με τη διαφορά πως όταν άπλωσα το χέρι να του σερβίρω τη

"μερίδα του" δεν έφυγε φοβισμένος αλλά κουνώντας το κεφαλάκι του , σαν που

κάνουν τα πουλάκια όταν θέλουν να πετάξουν, μου φάνηκε ότι ανταπέδωσε το

χαιρετισμό κι άρχισε να τρώει. Τρώγοντας δε και κυττάζοντας με, αφού τελείωσε,

κάμπτοντας το κεφαλάκι του δυο-τρείς φορές σα να υποκλινόταν άνοιξε τα φτεράκια

του κι έφυγε.

Ε λοιπόν αυτό που θα σας πω δεν θα το πιστέψετε. Και με το δίκιο σας. Γιατί ναι απ'

τα απίστευτα. Και σε μένα να το 'λεγε ο πιο φιλαλήθης του κόσμου , πολύ δύσκολα

θα το δεχόμουν. Έτσι δεν θα με πειράξει καθόλου αν δεν το πιστέψετε.

Απο τότε και για είκοσι περίπου ημέρες , μέχρι που τελείωσα, κάθε μεσημέρι έτρωγα

παρέα με τον κοκκινολαίμη.

Πριν καθίσω έψαχνα γύρω να τον δω. Δούλευα κι έρριχνα ματιές. Δεν φαινόταν

πουθενά.

Όταν όμως καθόμουν , ό,τι ώρα , και στο επόμενο λεπτό : " Καλώς τον " .

Είχε μάλιστα τόσο ξεθαρέψει που πλησίαζε κοντά μου σε απόσταση μισού μέτρου και λιγότερο.

Και σαν απότρωγε δεν έφευγε αμέσως αλλά, λες κι αποζητούσε κι αυτός συντροφιά,

περίμενε. Καθάριζε τη μυτούλα του στο πανί , με κύτταζε με ελαφρά τιτιβίσματα

εκείνα του κοκκινολαίμη και πηδήματα, χωρίς να ταράζεται απο τις δικές μου

κινήσεις.

Μια μέρα, θέλοντας να ιδώ πώς θα αντιδράσει , όταν ήρθε του έδωσα υπερβολικά

"ελλειπή μερίδα" , όπως θα 'λεγε ο Καρυωτάκης, εν σχέσει με τις άλλες μέρες. Μα

σαν απόσωσε γρήγορα γρήγορα όχι μόνο δεν έφυγε αλλά με κύτταζε , με

καρφωμένα τα ματάκια του στα δικά μου , ανοιγοκλείνοντας τα και κάνοντας

πηδηματάκια σχεδόν επι τόπου , όπως κάνουν από χαρά τα μικρά παιδάκια

περιμένοντας τη σοκολάτα που τους έταξες.

Βεβαιώθηκα ότι είχε γίνει φίλος μου. (Περιττό να ειπώ ότι τον αντάμειψα αμέσως

για αυτή την ανείπωτη ευτυχία που μου χάριζε, που δεν είχε αντάλλαγμα) Και εκείνη

τη στιγμή όλα τα χρυσάφια του κόσμου μου φάνηκαν γελοία μπροστά στην τόση

ευτυχία.

 

Για να μην πολυλογούμε η σχέση μας ήταν τόσο προχωρημένη ώστε με τον

κοκκινολαίμη κουβέντιαζα κιόλας. Μια μέρα μάλιστα ηλιόλουστη αλλά πολύ κρύα,

τόνιωθες, ήλιος με δόντια που λένε, όπως τρώγαμε και με κύτταζε τον ρώτούσα :

"Καλά, ρε φίλε Εσύ απο πού ήρθες μες το καταχείμωνο; Και τί ήρθες να κάνεις εδώ;

Να ζεστάνεις την παγωνιά μας;  Ξέρεις τί είσαι Εσύ για μένα, φίλε, τώρα ; Για μας

τους ανθρώπους  όλους τί είσαι ξέρεις; Είμαι βέβαιος ότι το ξέρεις . Και πώς με

εμπιστεύτηκες; ...Δειλό γιατί Σε λένε; ...Κι εγώ ξέρεις πόσο σ'αγαπάω; ... Σ'

αρέσει βλέπω περισσότερο το σουσάμι . Το προτιμάς (έτριβα και του 'δινα σουσάμι

απ'το ψωμί).

Κι άλλα κι άλλα κι άλλα πολλά το έλεγα του κοκκινολαίμη μου. Λόγια δίχως μεταξύ

τους ειρμό και συνοχή μπερδεύοντάς τα από χαρά , όπως η μικρομάνα κουβεντιάζει

με το μωρό της. Κι εκείνος κυττούσε και τιτίβιζε. Κούναγε το κεφαλάκι του και

πηδούσε. Που να σας τα λέω...

Και δώστου γλυκοκουβέντες. Να τον ρωτάω και εκείνος να με κυττάει στα μάτια

ανοιγοκλείνοντας τα δικά του. Υπερβολές; και λίγα λέω...

Μέχρι σημείου αν μ' άκουγε κανείς εκεί στην ερημιά να κουβεντιάζω σαν με άλλον

άνθρωπο ή ένα παιδάκι κι άνθρωπο να μη βλέπει πουθενά, θα με πέρναγε για

λειψόν. Θα πρόσεχε , θα ξαναπρόσεχε, θα κύτταζε, θα 'στηνε αυτί και θα

σιγουρευόταν οτι δεν πάω καλά... αφού... παραμιλώ. Που να 'ξερε οτι εκείνη τη

στιγμή μίλαγε με... το Θεό τον ίδιο ;  Μ' ένα πλάσμα που μου 'γνεφε χίλια σοφά

πράματα σα να τα 'λεγε ο Θεός ! Και μια στιγμή βούρκωσα .

 

Όμως ήρθε κι καιρός που, όπως όλα τα πράγματα, τελείωσε και η δουλειά. Την

τελευταία αυτή ημέρα του άπλωσα το χέρι ελπίζοντας ότι θα ανέβει στην παλάμη μου.

Έτσι για να τον αποχαιρετήσω. Να τον φιλήσω. Να τον πιάσω, να τον κλείσω στη

χούφτα μου ν' ακούσω πως χτυπάει η καρδούλα του. (Πως δεν το είχα σκεφτεί

νωρίτερα ;)

Δεν ανέβηκε . Δεν με πείραξε καθόλου. Πόσο άλλωστε ακόμα μεγαλύτερο καλό να

μου κάνει; Πόση άλλη ευτυχία να χαρίσει ένα τόσο δα πουλάκι σ' άνθρωπο !

 

Πήγα και μετά το τελείωμα. Το μεσημέρι. Επίτηδες είχα αφήσει το πανί. (Το μάζεψα

αρκετές μέρες αργότερα) Και την άλλη και την παράλλη. Κάθισα στη θέση μου στο

τελάρο, όπως τότε και τον περίμενα.

Ο κοκκινολαίμης δεν ξαναφάνηκε. Ίσως δεν μ' έβλεπε εκεί όλη την άλλη ημέρα ,δεν

άκουγε τραγούδι ούτε θόρυβο της δουλειάς και πέταξε να πάει να συντροφέψει

άλλον ξώμαχο... Ή να βρει το ταίρι του. Ποιος ξέρει, έτσι ερωτευμένο που ήταν κι

αυτό;

 

                        *          *          *          *          *

 

Αυτή είναι η μικρή ιστορία με τον κοκκινολαίμη. Που αν ήξερα να γράφω τραγούδια

θάγραφα ένα γι' αυτό το πουλάκι. Και θα του 'βαζα και μουσική.

Όχι τίποτα μεγαλόπρεπα και φανταχτερά πράγματα. Ούτε υψιπετή. Σαν τη λίμνη

των κύκνων να πούμε ή τον καρυοθραύστην. Αλλά απλό σαν το ίδιο και τη φωνούλα

του. Τόσο απλό που να θυμούνται τα λόγια του όλοι με το πρώτο άκουσμα και να το

σιγοτραγουδούν. Ένας πάντως στίχος του θα 'λεγε :

" Μην ψάχνετε να βρείτε το Θεό. Δεν θα τον βρείτε ποτέ και πουθενά. Γιατί 'ναι εδώ.

Δίπλα μας . Κοντά μας. Μέσα μας. Δηλαδή τόσο πολύ μακρυά ... Εγώ όμως τον είδα,

τον αντίκρυσα. Ναι σας λέω. Σ' ένα τόσο δα πουλάκι. Σ' ένα κοκκινολαίμη που

είκοσι μέρες με συντρόφευε , με ζέσταινε το καταχείμωνο , με ξεκούραζε, μ' έκανε

να νιώσω την απόλυτη ευτυχία. Τρισευτυχισμένος πραγματικά. Καταλαβαίνοντας

ταυτόχρονα τα έργα του Θεού. Τα ανεξήγητα μυστήρια τα αθάνατα. Που τέτοια θα

μείνουν ... ό,τι και να κάνουμε οι άνθρωποι ...

Μα θα ειπεί ο "ρεαλιστής" , που το πας ; πού η έκπληξη και το εξαιρετικό ; Απλώς το

πουλάκι  ερχόταν κι έτρωγε εκπληρώνοντας μια ενστικτώδη βιολογική του ανάγκη ...

Αν όσα μας λες δεν είναι παραμύθια.

Αυτό ακριβώς λέω κι εγώ, φίλε ρεαλιστή. Ερχόταν κι έτρωγε. Κι αυτήν ακριβώς την

ενστικτώδη ανάγκη του είναι που αδυνατεί ο δικός μου ο νους να συλλάβει. Που

βρήκε να την ικανοποιήσει εκεί κοντά μου έτσι κι όχι πιο πέρα κάπως αλλιώς, όπως

έκανε μέχρι τότε. Ποιος θα το λύσει; Ποιος θα ειπεί τι ' ναι η λάμψη και η θαλπωρή

απ' τη φωτιά στο τζάκι όταν κρυώνεις και την αποζητάς, και της καρδιάς η λάμψη

απο την παρουσία ενός κοκκινολαίμη ; Ποιος και πώς θα το ερμηνεύψει ;

 

Πέρασαν μερικές ημέρες αφότου τελείωσε το επαναλαμβανόμενο όνειρο που έβλεπα

ξυπνητός . Θαύμα ; μυστήριο ; παραμύθι ; όπως θέλει καθένας να το ονομάσει, με

τον κοκκινολαίμη.

Κι όλες αυτές είχα χαθεί σε σκέψεις που ποτέ άλλοτε δεν είχα κάνει. Να : Όλα τα

μεγαλεία και τα έργα και τα μέγαρα των ανθρώπων τά 'βλεπα χοντρά αστεία . Έργα

της αλαζονείας του. Ως ακόρεστη απληστία του χειρότερη και γελοία ...

Κι η χαρά μου ασίγαστη. Περπάταγα στα σύννεφα.

Ώσπου μια μέρα έρριξε μια πιτουρίθρα χιόνι. Στα βουνά γύρω πολύ. Το βράδυ ήρθε

κι ένας βοριάς που τα κοκκάλωσε όλα. Στο διπλανό απ' το σπίτι μου περιβόλι με

πορτοκαλιές , τη νύχτα άκουσα θορύβους. Κατάλαβα.

Τρία "λεβεντόπαιδα παλληκάρια" , φωτίζοντας με φακούς έπιαναν κοκκινολαίμηδες

κι άλλα πουλιά που είχαν κουρνιάσει εκεί. Κρουσταλιασμένα και στον ύπνο τους.

Δεν λέω τίποτα. Το βράδυ  εκείνο κόντεψε να γενώ φονιάς. Να εγκληματίσω. Εγώ

που μια ζωή πολέμαγα το έγκλημα. Κι είχα την εκδίκηση της αδικίας μπροστά μου

καθώς λέει ο Ποιητής. Να παραφρονήσω στ' αλήθεια... Και ποιος δικαστής να με

πιστέψει ;...

Και τη χαρά διαδέχτηκε η απογοήτευση, η οργή. Όλες εκείνες τις ημέρες αυτό δεν

είχε περάσει απ' το μυαλό μου. Περπάταγα, σας είπα, στα σύννεφα.

Και τα πουλάκια που σίμωσαν κοντά στα σπίτια μας των ανθρώπων για δική τους

ασφάλεια και δική μας χαρά - έτσι νόμιζα - πώς να μην είναι καχύποπτα εδώ στα

μέρη μας που τα είπαμε δειλά; Λέτε γι' αυτό να μην θέλησε τότε ν' ανέβει στην

παλάμη μου ; Να κράταγε ... πισινή ;

(Ένα απ' τα παιδιά εκείνα - άντρας μεγάλος - το γνώριζα καλά. Και μετά δύο ημέρες,

ήρεμα, παρακάλεσα να μου ειπεί ειλικρινά τί θα τους έκαναν τους κοκκινολαίμηδες.

"Τους ψήνουμε" μου απάντησε "και τους τρώμε στο καφενείο με ούζο". Και αν κάποτε

διαβάσει, γιατί ξέρω ότι διαβάζει, θα τα θυμηθεί σίγουρα όλα).

 

 

Από 'δω και κάτω δεν σας χρειάζονται άλλα.

Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε. Γεμάτα οχτώ. Και πολλά μεσολάβησαν στη

ζωή μου. Και κάθε φορά που μαζεύω ελιές μα και τους άλλους καιρούς βλέπω

κοκκινολαίμηδες. Εκεί στην άκρη στ' αυλάκι κυρίως. Και όταν κάθουμαι το μεσημέρι,

απο 'κει που είμαι , τα μάτια μου ταξιδεύουν γύρω στα δέντρα. Ψάχνουν να βρουν

εκείνον. Που και τότε δεν τον έβλεπαν μα μόλις καθόμουν, "φρίτ", θαυματουργικά κι

αυτός πάνω στο πανί παρέα μου. Κι έχω ακόμα χτυποκάρδι, όπως τότε, πως θα φανεί.

Μάταια όμως. Μα γιατί αλήθεια να με ξαναεμπιστευτεί;

Έρχεται όμως στη μνήμη μου συχνά και ζωντανά, όπως η πρώτη μας αγάπη. Αδύνατο

ν'απωθήσω το γεγονός στο ασυνείδητο να ξεχαστεί. Κι ούτε θέλω. Αλλά να το πάρω

μαζί μου στον τάφο. Αν τύχει δε κι απο αρρώστια ας πούμε, φύγει απο τη μνήμη μου,

μου φαίνεται οτι θα πάω στον άλλο κόσμο ανάπηρος. Γι' αυτό και το διηγούμαι

στους φίλους μου συχνά σαν έρχεται κουβέντα, να το θυμούνται τουλάχιστον εκείνοι.

Και το λέω σε σας τώρα.

 

 

Θα κλείσω με κάτι πολύ πρακτικό. Σαν υστερόγραφο που λένε. Φεύγοντας απ' τα

δικά μου κι επαναλαμβάνοντας μία πρόταση που έκανε ένας σοφός γέροντας φίλος

μου πριν χρόνια στη Λακωνία :

"Θέλουμε πραγματικά, είπε, εμείς οι Έλληνες να ξαναζωντανέψει ο τόπος;

Αν θέλουμε, να κονονίσουμε μια φορά το χρόνο, ας πούμε της Παναγίας της

Μεσοσπορίτισσας, κι αν ο καιρός είναι κακός την άλλη μέρα ή την παράλλη ή την

αμέσως ερχόμενη μετά μια βδομάδα ημέρα, όλοι όσοι μπορούμε, να βγαίνουμ' έξω

στην ύπαιθρο, κι όπου θέλει ο καθένας, να ρίχνουμε μια χούφτα ή έστω μιά 'πλοχεριά

σπόρο. Ρόβη, βίκο, φακή, μπιζέλι, ό,τι να 'ναι.

Κι αν δεν μπορούμε να σκάψουμε μισή σποριά σε μιά άκρη, ας το ρίχνουμε έτσι.

Χάμπασα. Κάτι θα φυτρώσει. Θα το κάνει ο Θεός και θα φυτρώσει. Ποιος ξέρει μετά

πόσο καιρό !" ...

"Έτσι", συνέχιζε, " θα ξαναγεμίσει ο κόσμος πουλιά, ζωντανά, λαγούς, πέρδικες,

σκατζοχέρια, χελώνες, χαλκοκουρούνες ... Χωρίς καθόλου έξοδα. Και θα κάνουμε

και το κέφι μας ..."

Και κατέληγε:

"Ας αφιερώσουν οι Αθηναίοι και οι άλλοι των πολιτιστικών συλλόγων με τις πολλές

κουβέντες, όλοι μας, μια έξοδο το χρόνο σ' αυτό ...Και φυτοφάρμακα οι αγρότες

λιγότερα. Λιγότερα δηλητήρια..."

Η ωραιότερη, πρακτική, εφαρμόσιμη, ανέξοδη και διδακτική πρόταση που άκουσα

ποτέ μου. Τι λέτε; Πάμετε να την εφαρμόσουμε ; Για να γελάσει και ο Θεός ;

 

 

                                                                                                Αστικός