Ανήμπορος γύρισε από την μαστοριά ο μάστορας ο Σ..

Μία δύο ημέρες άντεξε δεν μπόρεσε παραπάνω, υπέφερε, έπεσε στο κρεβάτι.
Από την χώρα έστειλε και έφερε τον γιατρό να έρθει για να τον γιάνει.
Ήρθε,  τον εξέτασε  ο γιατρός, έδωσε τις οδηγίες του μαζί και τα γιατρικά του.
Να φύγει η αρρώστια γρήγορα από  κοντά του, από τον άρρωστο να πάει μακριά του...
Σε άγρια βουνά,  σε ανήμερα, άγρια ρουμάνια. 
Τις οδηγίες έδωσε ο γιατρός,  καλά να τις τηρήσει και αν σε μια βδομάδα το κακό επιμένει δεν υποχωρήσει στην Αθήνα στο νοσοκομείο  χωρίς άλλο, πρέπει να μετακομίσει.
Παίρνει, πίνει τα φάρμακα ο άρρωστος,  καθώς ο γιατρός ορίζει.
Εφάνει πως η αρρώστια υποχώρησε, ο πυρετός, το κακό και ότι πάει να φύγει.  
Μετά από καμιά δεκαριά ημέρες, πίσω πιο δυνατός, ο πόνος ξαναγυρίζει, μαζί με την παρέα του την τεταρταία θέρμη...
 
Στασιό από τον πόνο τον δυνατό, ο άρρωστος, πουθενά δεν έχει.
Όρθιος για να σταθεί δεν μπόραγε... 
Εδώ, εκεί,  να πέσει!.. 
Και από την θέρμη λειώνει, σε λίγο είπαν όλοι τους, αυτός τελειώνει!...  
Έτσι λέγαν από τον νου τους,  όλοι. 
Όποιος τον έβλεπε, όλοι τον συμβούλευαν συγγενείς και φίλοι, να σηκωθεί, να φύγει. 
Την υγεία του να προσέξει, να μη αφήσει την μία θράκα από τα παιδιά που έχει, έρμα μέσα στην φωτιά, στην μέση!
 
Λεφτά από την δουλειά, την μαστοριά, έφερε λίγα.
Ίσια, ίσια, έφτασαν και πλήρωσε τον γιατρό, τα φάρμακα, τα βερσιγέδια...
Επήρε και για το σπίτι  του, μια σάκινα αλεύρια!...
Δεν του έμενε δεκάρα και τώρα που τον βρήκαν  και τα άλλα, τα σοβαρά, τα ανεπάντεχα, τα τρανά και τα μεγάλα!....
 
Σκέφτηκε και παραγγέλνει στους φίλους τους κυνηγούς, για αυτόν, λαγούς να κυνηγήσουν,να πιάσουν, να σκοτώσουν, σε αυτόν για να τους δώσουν.
Πεσκέσι για την περίσταση του, σε βουλευτή ήθελε για να τους στείλει.
Για να έχει ανοιχτή την πόρτα, της ανάγκης, της διευκόλυνσης, τον τρόπο.
Τότε, όλα περνάγανε από την έγκριση του βουλευτή, δουλειές, πιστοποιητικά, γιατρούς, νοσοκομεία... 
Και ακόμα, και από τα φαρμακεία!... και το φαρμάκι!... το δίνανε στην πρόνοια, μετά από την εισήγηση και έγκριση του κομματάρχη!...
Να ειπεί και αυτός, αν έλεγε, σαν παράγοντας, τον καλό τον λόγο....
Έτσι δούλευε  το σύστημα, για να έχουν δουλειά, όλοι!...
Κανένας τότε, στην ανεργία!...
Άλλοι στην δουλειά, στην μαστοριά, στα χωράφια,  στα αμπέλια, στους κήπους, στις στάνες, στα πρόβατα, στα γίδια!... 
Και οι άλλοι, στην κοροϊδία!....
Έτσι ήταν και αλίμονο, είναι και σήμερα ακόμα, στην κοινωνία!..
Τώρα δυστυχώς οι πολλοί είναι και δουλεύουν στα σελέμικα, στην λαμογιά, στην κοροϊδία!..
Και ήρθε πάλι, η μεγάλη δυστυχία!...

Οι κυνηγοί αμέσως, στήνουν τα βρόχια τους, δίνουν την εντολή στα λαγωνικά τους, να βγούνε να κυνηγήσουνε, με την ευχή μαζί με τον λαγό πίσω να γυρίσουνε.
Ο λαγός τούτη την φορά δεν είναι για το τσουκάλι, έχει ιερή  αποστολή... Την χάρη!.. Την μεγάλη!..
Το ύψιστο, το καθήκον της ζωής, πρέπει να κάνει!
Τον φαμελειάρη, τον άρρωστο, πρέπει να γιάνει!

Η Θεία πρόνοια, άκουσε την ευχή του κυνηγού, για το καλό που αυτός τώρα πασκίζει και σε λίγο περνούνε τα λακωνικά του, με δύο λαγούς πηγαίνοντας κατά πόδι!... Από κοντά του!..
Τους ρίχνει και δεν λαθεύει!...
 
Παίρνει τα ζούδια με χαρά, στο άρρωστο τα πηγαίνει, πληρώνεται για το ένα, το άλλο, του το χαρίζει..
Κωστή τον λέγανε τον κυνηγό, που τώρα μολογιέται....Τότε ήταν κρυφό!...
Τότε δεν το λέγανε, για  να μη μαρτυρείται!...
Και τον πιάνανε, οι άλλοι, οι πονηροί, οι δραγουμάνοι, στο δόκανο, στην φάκα!
Για την παράνομη την θήρα!...
Που και αυτή, ολάκερη,  θα πήγαινε, θα έφτανε μέχρι,  στου βουλευτή  την θύρα!...
 
Πιάνει, στα μυστικά τους γδέρνει ο κυνηγός, τους δύο λαγούς, βγάζει τα σωτικά τους, τα δίνει στην νοικοκυρά του αρρώστου, να τα φάνε τα παιδιά του.
Τα κουφάρια τους, με ρίγανη και βάγια τα μπλαστρώνει και μέσα στα τομάρια τους, πάλι τους λαγούς, τους χώνει!...
Έτοιμα για τον προορισμό τους, για τον σκοπό, τον δικό τους!...
 
Βγάζει από τον γιούκο η νοικοκυρά, το καινούργιο, το κεντητό σακούλι.
Εκείνο που σαν κοπελίτσα, παρθένα, ύφαινε και κένταγε στο αργαλειό, για τις χαρές τις μεγάλες να το έχει!..
Και χίλια τραγούδια ερωτικά, της αγάπης, στην ύφανση του, του λέει...
Να βάζει μέσα τις προσφορές για την εκκλησιά,  τις γιορτές, στο πανηγύρι, να  τις πηγαίνει, στους γάμους, για τους συμπεθέρους τα κανίσκια και όταν παίρνουν στους γάμους, απο το σπίτι τα  προικιά!... Της νύφης την κουλούρα!..
Τώρα θα βάλει μέσα τους λαγούς, για τον τρανό,  να πάει το πεσκέσι!
Να πάει και να γυρίσει και  για αλλού, για χαρές, να το χρησιμοποιήσει.
 
Το κουμαντάρισε το πράμα, το ζούδι, μέσα καλά, το έραψε από πάνω το άνοιγμα σταυροβελονιά, με την χοντρή βελόνα και μπονόρα το πρωί ασυνόδευτο με το λεωφορείο, από την χώρα, στην Αθήνα στο γιο της το στέλνει.
Του δίνει και από το τηλεγραφείο με πρόσκληση την παραγγελία, στο φίλο το καλό, τον βουλευτή, αμέσως να το πάει, το πράμα να μη χαλάσει και να του πει τα νέα, τα μαντάτα.
Τον πατέρα του αμέσως να φροντίσει,  στο νοσοκομείο για να τον βάλει. Και αυτό να του πει: Όπως τον εκτιμούμε και τον προσέχουμε, να τον προσέξει άμα τον αγαπάει,  για να γιάνει και άμα, δεν θέλει για να πεθάνει!
Σε δύο μέρες θα έρθει ο πατέρας του, άρρωστος από κοντά,  πέστουτο για να τον προσέξει...
Από μακριά του δίνει την ευχή της.
Φεύγει από την χώρα, όπως ήρθε νηστική ,ξερή και μαραμένη, να έρθει πάλι στην φαμελιά της για να κοιτάξει τα άλλα, τα μικρά παιδιά της, που δεν ήσαν και λίγα...
 
 
Του αποίκου, στέκεται στο πρακτορείο το παιδί και όρθιος, το αυτοκίνητο από τοχωριό περιμένει.
Μόλις έφτασε το λεωφορείο από μακριά επάνω στο αυτοκίνητο εφάνει, το γνώρισε, το είδε, το πλουμιστό σακούλι...
Με ελπίδες παρηγοριάς, ζωής, γεμάτο!...
Αμέσως το παίρνει, το βάζει στον ώμο του και τροχάδην στο γραφείο του βουλευτή το πηγαίνει.
 
Βρίσκει την πόρτα του  σπιτιού, του γραφείου του, σφαλιστή, κτυπά, ανοίγει και μπαίνει.
Ευγενικά χαιρετά, το καθώς πρέπει.
Τον κύριο βουλευτή ζητά, είπε πως έχει μια γρήγορη παραγγελιά και κάτι του στείλανε από το χωριό, για να του το δώσει, να το τακτοποιήσει, το ζούδι της είπε, να μη χαλάσει.
Η κυρία μπήκε μέσα, ειδοποίησε τον βουλευτή, της είπε να του ειπεί κατα προτεραιότητα να περάσει, γιατί είναι κάτι επείγον.
Έτσι της είπε, για να το ειπεί έξω δυνατά, για να το ακούσουν και οι άλλοι που απέξω περιμένουνε, για να καταλάβουνε όλοι τους, πως αυτός εδώ, κάτι σπουδαίο κάνει!..
Τότε, όλοι τους αφτιάστηκαν και είπαν:
Σαν τι επείγον, αυτό να είναι, τι να συμβαίνει στο χωριό, που το παιδί ήρθε και μπήκε λαχανιασμένο!..
 
Μπήκε το παιδί μέσα χωρίς να πάρει ανάσα, με το σακούλι φορτωμένο. Χαιρέτησε όπως ήτανε τον βουλευτή με σεβασμό, σκύβει, το χέρι, του φιλάει.
Έτσι είχε μάθει από το σπίτι του, το σχολειό, αυτούς τους τρόπους, καλά κρατάει.
Κάθισε του είπε ο βουλευτής, και του έδειξε την πολυθρόνα, και αυτό πήγε και κάθισε όπως ήταν φορτωμένος, με το σακούλι στην πλάτη!...
 Ο βουλευτής, αμέσως χαμογελαστά τον ρώτησε, τι έχει το σακούλι που το φυλάει ακόμα την πλάτη, τι νέα φέρνει από το χωριό, τι κάνουν οι δικοί του;
 
Και το παιδί βουρκώνοντας, με κλάματα στα μάτια, του λέει: 
Το σακούλι έχει μέσα δύο λαγούς, τους στέλνει ο πατέρας του πεσκέσι, [έτσι ακριβώς του είπε, λίγο καιρός πήγαινε που ήρθε από το χωριό, το παιδί, ήταν αγνό, δεν είχε πονηρέψει] δεν ξέρει νέα από το χωριό καλά.
Και του είπε τα μαντάτα!
Πως ο πατέρας του, είναι άρρωστος βαριά, όπως είπε εκεί ο γιατρός, ή ζει, ή πεθαίνει!
Και στο νοσοκομείο όσο πιο γρήγορα μπορεί, πρέπει να μπαίνει!...
Προφταίνει, δεν προφταίνει!..

Ο βουλευτής έκανε πως λυπήθηκε και αμέσως τηλέφωνο παίρνει!
Είπε, όπως το παιδί κατάλαβε, από το όνομα που άκουσε και ζήτησε τον κ Νίκο τον Μ....  στον Ευαγγελισμό, και όπως άκουσε, του ζήτησε κρεβάτι.
Και από ότι φάνηκε, του έφερνε δυσκολίες!...
Αύριο και να ιδούμε, είπε στο παιδί, έλα πάλι...
 
Αφήνει κάτω το σακούλι το παιδί και  χωρίς ούτε νερό να φιλευτεί....
Καταφαρμακομένο φεύγει!...
Τα πόδια του, κομμένα ήσαν στα γόνατα, από το επερχόμενο κακό και πως να το αποφύγει;
 
 Την άλλη μέρα,μπονόρα, μπονόρα, αποίκου από το πρωί, στο βουλευτή πάλι πηγαίνει, να ίδει τι θα απογίνει; 
Περίμενε όρθιος στο διάδρομο, ώσπου να έρθει η σειρά του, μέχρι, το μεσημέρι.
Κάποια ώρα, κάποια στιγμή άνοιξε ο ίδιος, ο βουλευτής την πόρτα και τους έριξε μια ματιά, φαίνεται πως τότε θυμήθηκε τον λαγό και την νοστιμιά του,  τον φώναξε, να πάει, κοντά του.
 
Πήγε και του είπε:
Πως τηλέφωνο πήρε στο χωριό, επήρε να ρωτήσει, τον άνθρωπο τον δικό του, να πληροφορηθεί, ο άρρωστος τι κάνει;
Και μέχρι  τα, εκεί είπε, για το ενδιαφέρον του, στο παιδί να δείξει.
Το τάχα ενδιαφέρον!..
Ενώ για τα άλλα ενδιαφέρθηκε να μάθει.
Τους ψήφους μετρά και λογαριάζει!...
Για τα άλλα, τι, δεν τον νοιάζει...
Θα ζήσει,  η θα πεθάνει;
Τον ψήφο θα τον χάσει;
Τώρα που κοντεύουνε εκλογές!
Και την πληροφορία επακριβώς, την παίρνει.
Την διάγνωση, την έδωσε ο κομματάρχης!
Πως  να μην ασχολείται, να μην ενδιαφέρεται, πως δύο, τρεις, ημέρες έχει από ζωή!...
Όμως για την πρωτεύουσα εκίνησε, πηγαίνει, προφταίνει, δεν προφταίνει!
Θα προφτάσει, η στην μέση της στράτας, όλα θα τα έχει χάσει;...
Έτσι του τα είπε, ο κομματάρχης στο βουλευτή, να έχει το νου του, τον σκοπό του, και για λογαριασμό δικό του.
 
Ερώτησε ο βουλευτής το παιδί, εάν ξεκινήσει κάποιος το πρωί από το χωριό, εδώ πότε φτάνει;
 
Και το παιδί του απάντησε:
Αν όλα πάνε καλά στο ταξίδι, φτάνει στον Άγιο Κωνσταντίνο   στην Αθήνα το ηλιοβασίλεμα, το βράδυ.
Και εκεί πληροφορήθηκε το παιδί πως ο πατέρας του έρχεται σήμερα στην Αθήνα για το νοσοκομείο...
Με κλάμα παρακαλούσε τον βουλευτή για να βρει στον πατέρα του μια θέση, στο νοσοκομείο, ένα κρεβάτι.
Να μπει για να ρεχτιάσει...
 
Στο τάχατες έκανε ο βουλευτής, και πήρε πάλι τηλέφωνο τον φίλο του στον Ευαγγελισμό τον Νίκο και του είπε, στο τάχατες, από την άλλη άκρη, πως θέση θα έχει μεθαύριο!..
Και σήμερα είπε το παιδί, είναι Τρίτη!...
Ο βουλευτής υπολόγισε τις δύο τρεις ημέρες ζωής, που του έδωσε ο κομματάρχης του και ούτε τηλέφωνο έκανε σε κανέναν!...
Αλλά έκανε, στο τάχατες πως πήρε!...
Δεν ήθελε να υποχρεωθεί  σε κανέναν!...
Αφού όπως, ο άνθρωπός του, ο κομματάρχης του, του είπε και  την διάγνωση του που βγάζει, πως στην Αθήνα ζωντανός δεν  φτάνει...

Ο άρρωστος έφτασε ζωντανός, αλλά μισοπεθαμένος, σε συγγενείς το παιδί,το πάει και τον ρεχτιάζει.... Για να τον περιποιηθούνε!....
Μέχρι να βρεθεί σε νοσοκομείο κρεβάτι!... 
Έτσι γινότανε τότε, αν τύχαινε αρρώστια, όλοι οι συγγενείς, γνωστοί και φίλοι στην Αθήνα, έβρισκαν τον μπελά τους!...

 Την άλλη μέρα μπονώρα το παιδί, πάλι στο βουλευτή  πηγαίνει, και απέξω περιμένει, για να  έρθει η ώρα να ανοίξει η πόρτα για  τον δεχτεί ο βουλευτής πρώτα!...
Με την σειρά του!....
Και η πόρτα άνοιξε η μεγάλη!... 
Απέξω περιμένανε πολλοί,  σκεφτικοί, αμίλητοι ,σκυθρωποί, σαν και εκείνο, και άλλοι..
Καθένας τους, με το πρόβλημα του.
Ήρθε και η σειρά του!..
 
Μόλις τον είδε ο βουλευτής, αμέσως με έκπληξη τον ρωτάει:
Έφτασε και πως είναι ο πατέρας του...
Του είπε, πως ήρθε, μένει και περιμένει, σε συγγενικό σπίτι να βρει κρεβάτι.
Και ο βουλευτής ξαφνιάστηκε, με αυτά που άκουσε!
Άλλα περίμενε να ακούσει...
Να γίνει!...
Αυτό που κομματάρχης του, του είπε, αλλά δεν έγινε!
 
Έκανε πάλι πως ενδιαφέρθηκε και παίρνει, το ακουστικό του τηλεφώνου στο χέρι, και αρχίζει να μιλάει, και πάλι στο φίλο του τον Νίκο στον Ευαγγελισμό, ζητάει. 
Το παιδί το υποψιάστηκε, πως κάτι καλά δεν πάει.
Αλλά  και πάλι αμφιβάλει....
 
Ο βουλευτής του είπε: 
Κρεβάτι δεν υπάρχει!...
Από Δευτέρα πάλι το ξαναφροντίζουμε...
Περαστικά, με τις καλύτερες ευχές μου, να ειπείς στον  πατέρα σου, που είναι καλός και φίλος  μου, από τους καλύτερους, τους διαλεχτούς, τους πρώτους!...
Πήγαινε , τώρα πήγαινε και θα έχουμε το νου μας...
 
Το παιδί έφυγε, καταφαρμακωμένο ...
 
Επήρε ένα δρόμο και τον έβγαλε σε μία πλατεία, την Ομόνοια!
Σε όλο τον δρόμο περπάταγε σκεφτικό... σεκλετισμένο!
Πολλά πέρναγαν από τον νου του, από το μυαλό του, και καλά και κακά...
Αλλά δεν απογοητεύτηκε!..
Τού ήρθε στο νου, πάλι η σκηνή του Βουλευτή με το τηλέφωνο στο χέρι και την συνομιλία με τον φίλο του, τον Νίκο τον Μ....  στον Ευαγγελισμό.
Το παιδί κανέναν δεν γνώριζε εδώ στην Αθήνα, και μίαν ιδέα του πέρασε από τον νου του, σαν είδε  κάτω από τις σκάλες της Ομόνοιας, τα τηλέφωνα στην σειρά, στον τοίχο κρεμασμένα και τον κόσμο στην σειρά να περιμένει, πότε θα τελειώσει ο άλλος, για να έρθει η σειρά του, να τηλεφωνήσει.
Το παιδί τέτοιο τηλέφωνο ξανά δεν είχε μεταχειριστεί.
Ρωτάει, τον κάποιον,  που περίμενε να του ειπεί, πως γίνεται η χρήση  του τηλεφώνου με τον κερματοδέκτη... Του είπε, το έμαθε...
 
Αυτή την στιγμή του ήρθε Θεία φώτιση, θυμήθηκε το τηλεφώνημα και κοίταξε από τους άλλους να ειδή, καλά να μάθει, το χειρισμό του τηλεφώνου!...
Τέτοιο τηλέφωνο, στα χέρια του, δεν είχε ξαναπιάσει.
 Βρήκε από τον τηλεφωνικό κατάλογο που ήτανε δίπλα το τηλέφωνο του Ευαγγελισμού, με το βολύμι, το γράφει στο χαρτί του.
Μόλις ήρθε η σειρά του,  πιάνει το ακουστικό του τηλεφώνου στο χέρι.
Τα πόδια του, τα χέρια του τρέμανε, σαν κάτι  μεγάλο κακό να πήγαινε να κάνει, αλλά συνέχισε να σχηματίσει στο καντράν τα νούμερα ένα- ένα.
 
Μόλις τελείωσε, μια φωνή ακούστηκε από την άλλη άκρη από το σύρμα, από πέρα, να λέει:
Εμπρός, Ευαγγελισμός, λέγετε παρακαλώ!...
Το παιδί δεν είχε ακούσει άλλη φορά να τον παρακαλάνε, για να μιλήσει.
Τότε επήρε τα θάρρετα και τον βουλευτή κάνει.
Με στόμφο στην φωνή ζητάει τον κ Νίκο τον Μ...
Ο ίδιος του λέει...
Και το παιδί -  ο δήθεν βουλευτής του λέει:
Νίκο  σου ζήτησα προχθές να μου κρατήσεις ένα κρεβάτι.
Δέν με ειδοποίησες, τι έκανες;
Το έχεις ξεχάσει!...
 
Ο κ Νίκος, από την άλλη μεριά, σάστισε, κόπηκε η φωνή του, σε λίγον είπε:
Συγνώμη, ξεχάστηκα με την δουλειά που έχει πέσει!..
Στείλε τόνε τώρα, σε παρακαλώ να τον εξυπηρετήσω.
Έχω - κρατάω, ένα κρεβάτι για αυτόν, μόνο να μη αργήσει, να έρθει να με βρει, να με ζητήσει...
 
Το παιδί - βουλευτής, του είπε:
Ευχαριστώ, σε κλείνω γρήγορα να τον ειδοποιήσω.
Και το τηλέφωνο κλείνει...Του πέφτει από τα χέρια!...
 
Το παιδί, βάζει φτερά στα πόδια του, τροχάδην, και τον πατέρα του στο Ευαγγελισμό πηγαίνει.
Βρίσκει τον κ Νίκο τον φίλο  του βουλευτή και είπε, στον άρρωστο, το κρεβάτι σε περιμένει!...
Ο άρρωστος και το παιδί ευχαρίστησαν τον κ Νίκο και είπανε, να είναι καλά αυτός και  ο κύριος  βουλευτής!... 
 
Ο άρρωστος, έγινε καλά που τον είχανε όλοι, οι περισσότεροι, για να πεθάνει!...
Ξεγραμμένο και από τα εκλογικά κιτάπια!...σχεδόν σβησμένον!...
Και ο κομματάρχης έλεγε ,φτάνει δεν φτάνει! 
 
Αλλά, ας μάθουμε όλοι, ότι:
Την ψυχή μέσα στο κουφάρι ποτέ, {δεν πρέπει,} μην απελπίζεις... 
Δεν ξέρεις πότε θα πεθάνει!...
Σαράντα χρόνια μετά έζησε!
Και όλοι ευχαριστημένοι.
 
Και ο βουλευτής έφαγε τον λαγό, κράτησε το σακούλι!...
Την δουλειά, την εξυπηρέτηση, νόμιζε πως αυτός την έκανε... και τον καλοχαιρετούσε!...
Και όμως, αλλιώτικα έγινε!
Το σακούλι, από το Μοναστηράκι, μετά από χρόνια,στο χωριό, εκεί στην θέση που του έπρεπε, πάλι διάκε!...
 
Στον κάτω κόσμο και οι δυο τους τώρα εκεί που βρίσκονται, θα έχουν από ίσια-ίσια τις τιμές, τις δόξες, τους τίτλους, τις περγαμηνές, τα αξιώματα, τα αστέρια, τα γαλόνια!...
Δεν θα χρωστάει τίποτα, ο ένας, στο άλλον!...
Θα είναι πάτσι - πάτσι!..
Πιστεύω πως θα έχουν συναντηθεί...Εκεί... στον κόσμο των πνευμάτων.
Αυτά θα τα έχουν ειπεί, ο ένας, στον άλλονε....
Θα είναι άδολα...τώρα...πια... πραγματικά... φιλαράκια!...

Γιάννης Στ.Βέργος { Γορτύνιος}