Γράφει ο "Τουθεύς"
Στη περίοδο της κατοχής το αλάτι ήταν δυσεύρετο. Και όπως είναι φυσικό κάθε σπίτι φρόντιζε να εξασφαλίσει το αλάτι που χρειαζόταν τόσο για το καθημερινό μαγείρεμα όσο για τη διατήρηση και παρασκευή τροφίμων, όπως το χοιρινό-παστό, το τυρί-φέτα, τις μυτζήθρες, τα τουρσιά, την κατεργασία  δερμάτων κ.λ.π. Ήταν δηλαδή το αλάτι βασικό στοιχείο για τη ζωή  και απαραίτητο για κάθε νοικοκυριό.                 
 
Είναι γνωστό στους παλαιότερους και οι πιο νέοι ασφαλώς θα έχουν ακούσει ότι την σκοτεινή περίοδο της κατοχής δεν είχε κανένας εμπιστοσύνη στα πληθωρικά λεφτά που κυκλοφορούσαν γι' αυτό και οι όποιες αγορές γινόντουσαν με ανταλλαγή προϊόντων, είτε αγροτικών και κτηνοτροφικών, είτε προϊόντων οικοτεχνίας (υφαντά, πλεκτά, νήματα, βαρέλες, γεωργικά εργαλεία κλπ). Οι συγχωριανοί μας την εποχή εκείνη έπρεπε να βρουν τρόπο να προμηθευτούν το αλάτι που χρειαζόταν ο καθένας και εάν εξασφάλιζε αρκετό μπορούσε να το ανταλλάξει με άλλα πράγματα απαραίτητα για το σπίτι και την οικογένειά του. Η πιο κοντινή περιοχή όπου μπορούσε να βρει κανείς αλάτι εκείνη την εποχή ήταν τα παράλια της Ηλείας και κυρίως η Κυλλήνη και τα Λεχαινά. Στις περιοχές εκείνες μεγάλη πέραση είχε για τις ανταλλαγές ο καπνός για τους καπνιστές. Βλέπει κανείς και την τρελή αντίθεση·  ψωμί δεν υπήρχε αλλά όλοι σχεδόν οι άντρες κάπνιζαν!
 
Ο καπνός σε αποξηραμένα φύλλα, γιατί περί αυτού πρόκειται, δεν ήταν εύκολο να βρεθεί. Το πιο κοντινό μέρος που καλλιεργούσαν καπνά ήταν η περιοχή του Άργους. Σκέφτηκαν λοιπόν οι Σερβαίοι ότι αν αποκτούσαν καπνό θα μπορούσαν να το ανταλλάξουν με αλάτι. Πώς ξεκίνησε αυτή η φάμπρικα δεν είναι γνωστό ούτε ποιος έκανε την αρχή. Για να πάει κανείς από του Σέρβου στο Άργος με τα μουλάρια ήταν ολόκληρη περιπέτεια. Μακρύς ο δρόμος και δύσκολος και η εποχή που μπορούσαν να βρουν καπνά ήταν στα μέσα του φθινοπώρου οπότε οι καιρικές συνθήκες δεν ήταν οι καλύτερες.
.
 
Από του Σέρβου στο Άργος.
Ξεκίνησε λοιπόν μια παρέα από τέσσερις συμπατριώτες μας να πάνε από το χωριό  στο Κουτσοπόδι του Άργους για καπνό. Φόρτωσαν στα μουλάρια ο καθένας ότι είχε για ανταλλαγή: άλλος σαΐσματα, άλλος μια μπατανία  και ματαράτσια, άλλος ένα μικρό βαρέλι φέτα και μυτζήθρες, άλλος πλεκτές φανέλες εσωτερικές, και πλεκτά μάλλινα σώβρακα. Τέτοια  πράγματα δηλαδή που  καταλάβαιναν πως είχαν πέραση στα καπνοχώρια, για να τα ανταλλάξουν με  καπνό.
 
Πέρασαν από τη Βυτίνα, τη Βλαχέρνα και στο Λεβίδι  πήραν τον κατήφορο για τη Χούτουζα. Είχε πλέον βραδιάσει και έπρεπε να βρουν πού θα διανυκτερεύσουν. Αν ήταν καλοκαίρι θα μπορούσαν να κοιμηθούν στο ύπαιθρο, έτσι κι αλλιώς ήταν συνηθισμένοι.  Αλλά τώρα η γης ήταν βρεγμένη και η υγρασία περόνιαζε τα κόκαλα τους, γι' αυτό έψαχναν να βρουν κάποια εγκαταλειμμένη αποθήκη ή κάποιο εξωκκλήσι.΄Εδεσαν τα μουλάρια σε ένα απόμερο μέρος και απλώθηκαν στην περιοχή για να βρουν προσωρινό κατάλυμα. Κάποια στιγμή ο μπάρμπα­Γιάννης σφύριξε δυνατά για να ειδοποιήσει την υπόλοιπη παρέα ότι είχε βρει κάτι κατάλληλο. Μαζεύτηκαν όλοι στη θέση που είχαν δέσει τα μουλάρια και ακολούθησαν τον μπάρμπα­Γιάννη που τους οδήγησε σε μια αποθήκη με σανό και άχυρα. Όλοι συμφώνησαν ότι ήταν ότι χρειαζόταν. Δεν δυσκολεύτηκαν να σπρώξουν τη μικρή ξύλινη πόρτα για να μπουν μέσα. Βέβαια ο ελεύθερος χώρος για να κοιμηθούν ήταν πολύ μικρός γιατί η αποθήκη ήταν μέχρι τη σκεπή γεμάτη.΄Εβγαλαν έξω πεντέξι μπάλες σανό και έστρωσαν στα γρήγορα, γιατί είχε σκοτεινιάσει. Ξεφόρτωσαν τα μουλάρια, τα έδεσαν από το πόδι με τις τριχιές και έβγαλε ο καθένας ότι είχε πάρει μαζί του να φάνε κάτι για βράδυ. Με το φως των αστεριών δειπνήσανε! Άλλος λίγο ψωμί με τυρί, άλλος τσιγαρίδες, άλλος δυο κρεμμύδια και μια ντομάτα, τέτοια πράγματα δηλαδή.  Ήπιαν από μια γουλιά ρακί από την τσίτσα και έπεσαν για ύπνο.  Ο μεγαλύτερος της παρέας ο μπάρμπα­Μήτσος και ο πιο θρήσκος έκανε το σταυρό του δοξάζοντας το Θεό που βρήκανε ένα μέρος να ξενυχτήσουν και δεν κολαστήκανε, όπως είπε, να στρώσουν και να κοιμηθούν σε κανένα εξωκκλήσι.  Κάτι μουρμούρισε ο μπάρμπα­Μιχάλης, αλλά δεν δόθηκε συνέχεια στη συζήτηση.
 
Το πρωί με το χάραμα μάζεψαν τα πράγματά τους, τα φόρτωσαν στα μουλάρια και ξεκίνησαν χωρίς καθυστέρηση. Είχαν βλέπεις το φόβο μήπως έρθει ο ιδιοκτήτης της αποθήκης και έχουν κακά ξεμπερδέματα. Άσε που γύριζαν και αγροφύλακες. Πήραν το δρόμο για την Καντήλα. Ανήφορος και με πολλές στροφές. Βγήκαν στο διάσελο και τράβηξαν για τη Σκοτεινή. Ακολουθώντας το δρόμο προς "του Δούκα τη βρύση" βλέπουν μια ξύλινη ταμπέλα που έδειχνε προς  Αλέα. Ο πιο διαβασμένος της παρέας, ο μπάρμπα­Βασίλης κοντοστάθηκε και άρχισε να λέει στους άλλους της παρέας για το πόσο σπουδαίο και ιστορικό μέρος ήταν η αρχαία Αλέα. Μάλιστα θυμήθηκε, έφηβος που ήταν ακόμα, είχε δουλέψει στην περιοχή  σαν μαστορόπουλο με τον πατέρα του φτιάχνοντας ένα αλώνι. Εκεί ο ιδιοκτήτης τύχαινε να ήταν δάσκαλος και τους είχε πει ότι στην αρχαιότητα στην Αλέα κάθε δύο χρόνια γίνονταν μεγάλες γιορτές προς τιμή του Διόνυσου. «Τα  Σκιέρεια», έτσι τα λέγανε, όπου περιελάμβαναν και μια σπάνια τελετή μαστιγώματος των γυναικών, με διαταγή του μαντείου των Δελφών που αποσκοπούσε στη γονιμότητα. «Να αγιάσουν τα χέρια τους» είπε ο μπάρμπα­ Μιχάλης και όλοι ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. Πέρασαν από την Τσιρίστρα, τη Στέρνα και κατά το απόγευμα φτάσανε στο Κουτσοπόδι. Εκεί συμφώνησαν να σκορπίσουν και να ξανασυναντηθούν την επομένη σε ένα εκκλησάκι που ήταν έξω από το χωριό κοντά στο νεκροταφείο. ΄Αλλος πήγε στου Μπόρσα, άλλος στα Φίχτια και τις Μυκήνες για να μην είναι και οι τέσσερις μαζωμένοι.
 
Βρήκαν το εμπόρευμα που ήθελαν, αποξηραμένες μπάλες καπνού, και το ανταλλάξανε με τα σαΐσματα, τη φέτα, τα πλεκτά και λοιπά και σμίξανε όπως είχαν συνεννοηθεί στο εκκλησάκι. Εκεί πιο πέρα σε μια βρύση  καθίσανε να φάνε ότι ο καθένας  είχε προμηθευτεί από τα σπίτια με τα οποία ήλθαν σε συναλλαγή. Είπανε ο καθένας την περιπέτειά του και τις δυσκολίες στο παζάρεμα και πήρανε το δρόμο της επιστροφής.
 
Επιστροφή στου Σέρβου.
Τώρα τα μουλάρια ήταν πιο φορτωμένα και όλοι -ζώα και άνθρωποι- ήσαν κουρασμένοι από την πεζοπορία και εξαντλημένοι, αφού και το φαγητό ήταν πολύ φτωχό για να τους στυλώσει. Περπάτησαν όλη μέρα και όταν άρχισε να σκοτεινιάζει μόλις είχαν περάσει το χωριό Σκοτεινή. Δεν πρόφταιναν να φτάσουν στην αποθήκη που είχαν ξενυχτίσει πριν δύο ημέρες. Θα έπρεπε να βρουν άλλο κατάλυμα. Δεν άργησαν να διακρίνουν στο βάθος πάνω σε ένα λοφάκι ένα μικρό ξωκλήσι. Χωρίς άλλη σκέψη κατευθύνθηκαν προς εκεί. Φτάνοντας ξεφόρτωσαν τα μουλάρια, κατέβασαν τα πρόχειρα στρωσίδια και τα έστρωσαν σε μια γωνιά μέσα στο εκκλησάκι. Ο μπάρμπα­Μήτσος άναψε το μοναδικό  καντήλι που υπήρχε, έκανε το σταυρό του και αρκετές μετάνοιες μπροστά στην ωραία πύλη. Στην προσευχή του μεταξύ των άλλων  ζήτησε συγχώρεση για τη βεβήλωση της εκκλησίας που τη μετέτρεψαν προσωρινά σε Χάνι! «Κάνε και  για μας καμιά μετάνοια» είπε περιπεκτικά ο μπάρμπα­ Μιχάλης. Δεν πήρε απάντηση. Όλοι τους ήταν πολύ ταλαιπωρημένοι για να αρχίσουν κουβέντα που μπορούσε να οδηγήσει σε παρεξήγηση.
 
Κοιμήθηκαν κουλουριασμένοι κάτω από τις μαντίες τους, γιατί το κρύο και η υγρασία διαπερνούσε το κουρασμένο κορμί τους. Το πρωί αχάραγο φόρτωσαν τα μουλάρια και ξεκίνησαν για το χωριό από την ίδια διαδρομή. Μια μικρή στάση στη Χωτούσσα να βοσκήσουν τα μουλάρια και αμέσως ανηφόρησαν για το Λεβίδι, Βυτίνα κλπ. Αργά τη νύχτα φτάσανε στο χωριό. Δύο ημέρες μείνανε στο χωριό να πλυθούνε να τινάξουνε τις ψείρες από πάνω τους και ετοιμάστηκαν, η ίδια παρέα, για τα Λεχαινά. Εκεί θα έδιναν τον καπνό για να πάρουν αλάτι.
 
 
Από του Σέρβου στα Λεχαινά.
Ήταν Δευτέρα που ξεκίνησαν με ανανεωμένες δυνάμεις και με καλύτερη ψυχολογία μιας και τα μέρη που θα συναντούσαν στο δρόμο τους τα είχαν αγναντέψει από τα βουνά του χωριού μας: τον Άγιο­Λιά τη Φραζινέτα κλπ. Κατηφόρισαν προς το Μπουγιάτι, από εκεί στους Βλάχους, τη γέφυρα του Κουκλαμά και ακολουθώντας την πορεία του Λάδωνα  με το σούρουπο φθάσανε στον ποταμό Ερύμανθο. "Ντουάνα" το λέγανε οι ντόπιοι. Σλαβικό το όνομα, μιας και η περιοχή είναι γνωστό ότι αποικήθηκε από Σλάβους τα Βυζαντινά χρόνια. Εκεί διάλεξαν ένα μέρος που είχε καλή βοσκή για τα μουλάρια και ξεφόρτωσαν τα πράγματά τους. Μαζέψανε ξύλα και άναψαν μια μεγάλη φωτιά να ζεσταθούνε και να βλέπουν να συγυριστούν. Εκεί έστρωσαν να κοιμηθούν. Επειδή στην περιοχή γύρω από τα ποτάμια είχαν εγκατασταθεί γύφτοι και τσοπάνηδες, είχαν το νού τους μην τους κλέψουν τη νύχτα. Ο φόβος τους γινόταν πιο έντονος από το γεγονός ότι το περασμένο φθινόπωρο ο γέρο­Γιάνης ο Δημόπουλος ο Σκορδόγιαννης είχε ξενυχτήσει μαζί με άλλους στην ίδια περιοχή και τη νύχτα του κλέψανε τα τσαρούχια και για κάμποσο δρόμο, μέχρι να βρει άλλα γύριζε ξυπόλυτος! «Γέμισε το Τριπόταμο γυφτουριά» είπε ο μπάρμπα­ Γιάννης για να συμπληρώσει ο μπάρμπα­Μήτσιος : «καλά λένε ότι εκεί που κρέμαγαν οι αγάδες τα σπαθιά κρεμάνε οι γύφτοι τα νταούλια». «Πράγματι», λέει ο μπάρμπα­Βασίλης.
 
Είναι γνωστό ότι στην περιοχή αυτή και γύρω από του Λάλα, επί Τουρκοκρατίας είχαν εγκατασταθεί τουρκικές οικογένειες και μάλιστα βασταγμένες, δηλαδή μεγαλονοικοκυραίοι αγάδες και μεγαλοτσιφλικάδες, άλλοι γνήσιοι Τούρκοι και άλλοι αλλαξόπιστοι εξωμότες. Την άλλη μέρα ξεκίνησαν μέσω της Αρχαίας Ολυμπίας για Βαρβάσαινα και κατά το βράδυ πιάσανε τα Λασταίικα. Εκεί αναζητήσανε κάποιο εγκαταλειμμένο σπίτι ή αποθήκη για να ξενυχτήσουν. Πράγματι, με κάτι γνωριμίες που είχε ο μπάρμπα­Γιάννης από τη μαστοριά, βρέθηκε μια καλύβα και μπόρεσαν να ξενυχτήσουν, γιατί ο καιρός είχε χαλάσει.
 
Η Τρίτη μέρα ήταν η τελευταία για τον προορισμό τους, τα Λεχαινά. Περάσανε από την Αμαλιάδα, τη Γαστούνη και τα Καβάσιλα και το απογευματάκι φτάσανε στα Λεχαινά. Εκεί η διαδικασία της αγοραπωλησίας ήταν γνωστή. Δώσανε τον καπνό και φόρτωσαν αλάτι. Αλάτι χοντρό. Μια μέρα κάθισαν στα Λεχαινά.
 
Επιστροφή στο χωριό.
Η επιστροφή είχε δυσκολίες γιατί τα μουλάρια ήταν πιο φορτωμένα πλέον και όλοι τους πιο κουρασμένοι, αφού και οι ίδιοι κουβαλούσαν στον ώμο καμιά δεκαριά οκάδες αλάτι.  Ακολούθησαν την ίδια διαδρομή. Στο δρόμο έξω από το Πυρή οι δύο της παρέας αγοράσανε -δίνοντας αλάτι- από ένα γουρουνόπουλο ο καθένας για θρέψιμο. Σε τρεις ημέρες, με πολύ ταλαιπωρία και πείνα, η παρέα έφτασε στου Σέρβου. Το αλάτι έδωσε έναν τόνο αισιοδοξίας. Και αυτός ο χειμώνας, πρώτα ο Θεός, θα περάσει.
Τουλάχιστον το αλάτι δε θα λείψει... 

 

.

(χιμ)