Γράφει ο "Τουθεύς"

Αναδρομή στη δεκαετία του πενήντα...

sparto_150_200Στην άγονη γη του χωριού μας οι πλαγιές είναι κατάφυτες από σπάρτα. Την άνοιξη, το υπέροχο άρωμα των κίτρινων λουλουδιών τους διαχέεται στη φύση και μαζί με τη μαγευτική εικόνα του συνδυασμού κίτρινου-πράσινου, απαλύνει την τραχύτητα του Αρκαδικού τοπίου. 

Ο δρόμος για την κάπελη

Θυμάμαι λοιπόν το καλοκαίρι του πενηνταπέντε μια παρέα από λίγες γυναίκες την Ντίνα., τη Γιαννού τη Μαρία τη Μήτσαινα και την Ελένη κίνησαν πρωί σχεδόν με το χάραμα για να κόψουν σπάρτο. Πήρανε τις φαλτσέτες τους, τις ποδιές τους φόρεσαν τις κάλτσες μέχρι το γόνατο,τα μαντίλια στο κεφάλι, φαγητό και παγούρια για νερό στο σακούλι. Σμίξανε στης Μήτσαινας το σπίτι και ξεκίνησαν όλες μαζί για την Κάπελη. Στού Παπά τ΄αλώνι βρήκε τις γυναίκες το ξημέρωμα . Μενεξεδένια έμοιαζε η ροδαυγή στο χαλασμένο βουνό και στον Αρτοζήνο. Η πρωινή δροσοσταλιά με την αύρα που ερχόταν από τον Αγιανδριά τόνωνε τη διάθεση τους και δεν άργησαν τα πειράγματα., κυρίως στις ανύπαντρες. Περάσανε τον Αγιανδριά και στού Λιμηντάρανη τη βρύση γέμισαν τα παγούρια με νερό. Σε λίγο βρέθηκαν κοντά στα πρώτα αμπέλια, εκεί πού θα μαζεύανε τα σπάρτα Απλώθηκαν στην πλαγιά και άρχισαν να κόβουν τα φρέσκα βλαστάρια του σπάρτου. Τα έδεναν σε χερόβολα με τα ίδια τα βλαστάρια του σπάρτου, τα πιο ψωμωμένα, και η κάθε μια τα συγκέντρωνε χωριστά για να μπορέσουν να τα ζαλωθούν και να τα μεταφέρουν στο ρέμα .Τα χέρια τους δούλευαν ασταμάτητα παρόλο που έπρεπε να διαλέγουν τα καλύτερα βλαστάρια του σπάρτου. Δεν άργησαν να πιάσουν τα τραγούδια .Την αφορμή έδωσαν τα κελαηδίσματα της πέρδικας από την πλευρά της Κουκουλίστρας ψηλά στα βράχια. Γι αυτό και το πρώτο τραγούδι ήταν «Περδικούλα ημέρευα …¨». Συνέχισαν με το «Εκεί στους πέρα κάμπους …» και άλλα τραγούδια της λαϊκής δημοτικής παράδοσης.

Κόντευε μεσημέρι. Η Γιαννού σαν μεγαλύτερη έδωσε το σύνθημα «Κορίτσια σταματάμε για φαΐ». Βρήκαν έναν ίσκιο και κάθισαν όλες κάνοντας έναν κύκλο. Άπλωσαν τις υφαντές καρό πετσέτες, έβγαλε η κάθε μια το φαγητό της, περίπου το ίδιο όλες, εκτός από τη Ντίνα που είχε φέρει σε ένα παλιό Ιταλικό κατσαρολάκι φακές. Τρώγοντας έλεγε η κάθε μια πόσα χερόβολα μάζεψε και πόσα θέλει να μαζέψει μέχρι το βράδυ. ΄Έτσι όπως καθόντουσαν γείρανε να ξεκουραστούνε και να περάσει και η ζέστη. Το απομεσήμερο άρχισε μια-μια να σηκώνεται. Κάνει και η Γιαννού να σηκωθεί, αλλά που.... βγάζει μια φωνή «ωχ μάνα μου». Την είχε πιάσει η μέση της. «Έλα ρε φούλα να με πατήσεις λίγο στη μέση μου», λέει στη Ντίνα. Τρέχουν όλες να δούνε και να βοηθήσουνε. «Τι έπαθες ρε θειά ;» λέει η Ντίνα

Τι να πάθω παιδάκι μου, η μέση μου, η πλάτη μου όλα μαζί. Βλέπεις, οχτώ γέννες, βοτανίσματα, σκαλίσματα, ζαλώματα, τι περιμένεις.«Ποιες γέννες καημένη, λέει η Μήτσαινα, τι να πει και η Χρίσταινα πού έχει είκοσι τέσσερες γέννες και άλλες με δώδεκα και δεκαπέντε. Δεν είναι οι γέννες .Φταίει το ταμάχι. Πολλά ξύλα στις ζαλωσιές πολλά σκαλίσματα στα αμπέλια Πέρασα από το τραναλώνι. Βουνά τα κουτρούλια στα κλίματα. Νισάφι. Τι να σου κάνει σώμα είναι δεν είναι σίδερο η μέση. Τέλος πάντων έβγαλε τα παπούτσια της η Ντίνα και άρχισε να πατάει τη θεια Γιαννού πού ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα Της έδωσαν να πιει λίγο νερό και η Γιαννού όρθια πάλι να συνεχίσει τα χερόβολα .

Η μεταφορά του σπάρτου και.... το τσίμπημα της Ελένης

Ο ήλιος είχε γείρει για τα καλά και η ζέστη υποχωρούσε. ΄Επρεπε να κουβαλήσουν τα χερόβολα του σπάρτου στο ρέμα να τα βάλουν στο νερό για να μην μαραθούν τα βλαστάρια .Γι αυτό η Μήτσαινα έδωσε οδηγίες στις νεότερες που δεν γνώριζαν καλά τη διαδικασία πώς να βάζουν σταυρωτά στη ζαλιά τα χερόβολα για να μη σπάσουν τα βλαστάρια και για να μπορούν να δεθούν καλά για τη μεταφορά τους . Εκεί που πάλευε Ελένη να τακτοποιήσει τη ζαλιά της βγάζει μια φωνή: «Θειά Γιαννού κάτι με τσίμπησε στο χέρι, σφήκα θα ήτανε ή μέλισσα.» Τρέχει η Γιαννού και η Ντίνα μαζί να δούνε. Το μεσαίο δάχτυλο του χεριού της Ελένης είχε κοκκινίσει και το κεντρί ήταν ακόμα επάνω. Άρχισε σιγά σιγά το δάχτυλο να πρήζεται και η Ελένη να πονάει . «Τι να του βάλουμε;» ρωτάει η Ντίνα . «Να το σταυρώσουμε. Να είχαμε ένα κουτάλι ή μαχαίρι» λέει η Γιαννού. «Με τη φαλτσέτα δεν γίνεται;» ρωτάει η Ντίνα. «Όχι .Η φαλτσέτα είναι σκέτο σίδερο. Πρέπει με μεταλλικό πράμα που να έχει χαλκό ή ασήμι» απάντησε η Γιαννού. «Και συ καημένη Ντίνα χάθηκε να φέρεις κουτάλι κανονικό. Έφερες το ξύλινο χουλιάρι να φας τις φακές. Το κουτάλι έχει σίδερο πού κάνει για σταύρωμα στα τσιμπήματα από σφήκες η μέλισσες.». «Ρε θειά», λέει η Ντίνα, να φέρω το κατσαρολάκι, έχει αρβάλι που μπορεί να κάνει». Φέρνει η Ντίνα το κατσαρολάκι, το κοιτάει η Γιαννού καλά καλά και λέει: «Κάνει αυτό. Είναι χάλκινο». Το παίρνει λοιπόν η Γιαννού το ακουμπάει στο τσιμπημένο δάχτυλο κάνοντας το σημείο του σταυρού και ....πράγματι η Ελένη μετά από λίγο ανακουφίστηκε από τον πόνο. Συνέχισαν το μάζεμα του σπάρτου και αφού είχε αποσκιάσει όλη η πλαγιά πού βλέπει κατά την Κουκουλίστρα, ζαλώθηκαν τα χερόβολα με τα σπάρτα και κατηφόρισαν τη γιδόστρατα για το ρέμα του Κάκαβα. Μόλις φτάσανε στο ρέμα και ξεζαλώθηκαν, έφτιαξε η κάθε γυναίκα μία μεγάλη γούρνα με πέτρες, κλαδιά και λάσπη, έτσι ώστε να γεμίσει η γούρνα με νερό και μέσα σ αυτή βάλανε τα χερόβολα και τα πλάκωσαν με πέτρες για να είναι το σπάρτο σκεπασμένο με νερό.

Η επιστροφή στο χωριό και οι οδηγίες...κάθ΄οδόν

Κατάκοπες αλλά χαρούμενες οι γυναίκες πήραν το δρόμο της επιστροφής στο χωριό. Δρόμος ανηφορικός και επικίνδυνος. Βοηθώντας η μία την άλλη βγήκανε στου Λιμηντάρανι τη βρύση. Κάτσανε να ξεδιψάσουν και ν’ ανασάνουν λίγο και μετά συνέχισαν για το χωριό. Στο δρόμο η Μήτσαινα και η Γιαννού εξηγούσαν στις νεότερες πως θα συνεχίσουν τη δουλειά από δω και πέρα. «Αύριο θα βράσουμε το σπάρτο. Θα φέρω ένα λεβέτι και ένα ντενεκέ» λέει η Γιαννού. Και συνέχισε η Μήτσαινα : «Θα μείνει το σπάρτο μετά το βράσιμο μέσα στις γούρνες, για δέκα με δώδεκα ημέρες. Μετά θα το στουμπίσουμε μέχρι να σπάσει η φλούδα και να φανεί το μαλλί του. Μετά θα το απλώσουμε να στεγνώσει καλά, έτσι που να μπορούμε να βγάλουμε το ξύλο από το μαλλί.»

Το βράσιμο του σπάρτου, οι νεράιδες και τα αερικά

Πράγματι την επόμενη ημέρα φόρτωσαν το λεβέτι και τα υπόλοιπα σύνεργα για το βράσιμο του σπάρτου και μπονώρα το πρωί φθάσανε στού Κάκαβα . Μάζεψαν ξύλα, άναψαν φωτιά και άρχισαν να βράζουν λίγα λίγα τα χερόβολα . Δούλευαν όλες σαν μερμήγκια. Άλλη έφερνε ξύλα για τη φωτιά. Άλλη κουβάλαγε τα χερόβολα από τις γούρνες στο λεβέτι, άλλη φρόντιζε στο βράσιμο τα χερόβολα ώστε να βράσουν καλά για να φουσκώσει το σπάρτο και να σπάσει η φλούδα του. Η Ντίνα και η Μαρία σαν νεότερες έπαιρναν τα βρασμένα χερόβολα και τα βάζανε πάλι στις γούρνες στο ρέμα. Τα πλάκωναν με καθαρές πέτρες η με κούτσουρα . Οι ώρες περνούσαν, δεν κάθισαν ούτε για μεσημέρι. Λίγο φαγητό και κείνο στο πόδι. ΄Επρεπε να τελειώσει το βράσιμο του σπάρτου την ημέρα εκείνη. Είχε αρχίσει να νυχτώνει και οι γυναίκες πάλευαν καταϊδρωμένες αλλά αποφασισμένες να τελειώσουν. Με το φως της φωτιάς αλλά και με ένα φεγγάρι που είχε προβάλλει από τον Άγιο Λιά ψιλά στο βουνό, τέλειωσαν τη δουλειά τους. Μάζεψαν τα πράγματά τους τα φόρτωσαν στο μουλάρι της Γιαννούς και πήρανε την ανηφόρα για το χωριό. Στο δρόμο πως τόφερε η κουβέντα κάποια μίλησε για νεράιδες και αερικά που οι παλιότεροι λέγανε πώς είχανε ακούσει . Φαίνεται ότι η κουβέντα πάνω σε αυτές τις δεισιδαιμονίες γινόταν για να απαλύνει το φόβο τους, που ήταν επόμενο να νιώθουν περπατώντας στο σκοτάδι στην ερημιά με το φως του φεγγαριού.

Το σπάρτο έμεινε στο νερό στού Κάκαβα έντεκα ημέρες . Τακτικά κάποια από τις νεότερες της παρέας πεταγόταν μέχρι το ρέμα να δει αν ήταν εντάξει τα χερόβολα μέσα στις γούρνες. Υπήρχε και ο φόβος της βροχής «μην κατεβάσει το ρέμα και πάει το σπάρτο στού Ρεκούνι», όπως έλεγε η Γιαννού, που είχαν δει τα μάτια της πολλά τέτοια κακά.

Το στούμπισμα και το άπλωμα

Τέλος πάντων ήρθε η ώρα να βγάλουν το σπάρτο από το νερό για να το στουμπίσουν και να το απλώσουν να στεγνώσει. Σε αυτή τη δουλειά πήγαν μόνο οι τρεις νεότερες, η Ντίνα ή Μαρία και η Ελένη. Βγάλανε τα χερόβολα από τις γούρνες και ένα-ένα τα κοπανάγανε με κοντόχοντρους ξύλινου κόπανους σε στρογγυλό σχήμα. Το κοπάνημα ή στούμπισμα ήταν πολύ κοπιαστική δουλειά, γιατί έπρεπε μαζί με το κοπάνημα να βρέχουν το χερόβολο για να φύγει η φλούδα του σπάρτου . Μετά το κοπάνημα απλώνανε το σπάρτο πάνω σε καθαρές πέτρες και κούτσουρα ώστε να στεγνώσει .Φρόντισαν να μην ακουμπάνε τα χερόβολα στο χώμα, για να μη λερωθούν . Μετά από τρεις ημέρες και αφού το σπάρτο είχε στεγνώσει καλά πήρανε δυο μουλάρια το φόρτωσαν και το φέρανε στης Γιαννούς την αυλή, πού ήτανε πλακόστρωτη. Μοιράσανε στα ίσια τα χερόβολα και πήρε η κάθε μια από ένα, ώστε να συνεχίσει τη δουλειά μέχρι να βγει το μαλλί.

Η ξέλαση, το ξάσιμο και ο αργαλιός

Κάθε βράδυ μετά τις άλλες δουλειές πού είχανε με τους κήπους, τα ποτίσματα, τα ζωντανά, τα καλαμπόκια στα χωράφια -πού τα κορφολογάγανε και τα ψιλοσκαλίζανε - μαζευόντουσαν διαδοχικά στο σπίτι της κάθε μιας, όλες οι γυναίκες της παρέας και σε ξέλαση βγάζανε το ξύλο του σπάρτου από κάθε ένα κλωνί του βρασμένου χερόβολου. Τινάζανε τα απομεινάρια της φλούδας που μπορεί να είχε ακόμα μείνει πάνω στο μαλλί και στη συνέχεια το έπαιρναν άλλα χέρια κυρίως από τις γιαγιάδες, ώστε να το ξάνουν και να μείνει μόνο το μαλλί του σπάρτου. Τα χρόνια εκείνα στα σπίτια η οικοτεχνίες βασιζόντουσαν στις γυναίκες που είχαν πέρα από τις καθ΄ αυτού γυναικείες δουλειές (το ζύμωμα , το πλύσιμο των ρούχων στο χέρι, το κουβάλημα του νερού με βαρέλι ζαλιά, το μπάλωμα κλπ) και τον αργαλειό. Έτσι ύφαιναν κουβέρτες, κιλίμια, ματαράτσια, βελέντζες, σεντόνια, γιούρτες, σαΐσματα, μπατανίες και κουρελούδες. Άσε τα πλεξίματα, κυρίως το χειμώνα. To μαλλί από το σπάρτο, αφού το έξαιναν και το έγνεθαν, το χρησιμοποιούσαν για σκοινιά και για να υφαίνουν βελέντζες και κουρελούδες και πρόχειρα χαλάκια . Είναι μια ξεχασμένη γυναικεία απασχόληση των ηρωικών εκείνων γυνακών που στήριζαν την οικογένεια με ανεξάντλητη υπομονή και αντοχή στις δουλειές, στα χωράφια και στο σπίτι με πίστη στις παραδόσεις και στις αξίες της τοπικής κοινωνίας. Ανάθρεφαν τα παιδιά τους με αρχέγονες -από μάνα σε κόρη- αλλά σπουδαίες αρχές και στοιχειώδεις αλλά θεμελιακούς ηθικούς κανόνες, αφού τις ίδιες τις χαρακτήριζε ένα πολύ βασικό "τετράπτυχο":

Λιτότητα , Σεμνότητα, Αγνότητα και Υπακοή.


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τη μεγαλύτερη θητεία ως πρόεδρος του Συνδέσμου Σερβαίων έκανε ο γιατρός Ιωάννης Δ. Δημόπουλος. Συνολικά χρημάτισε πρόεδρος 21 χρόνια (1936-1953, 1956 και 1962-1964). Επί προεδρίας του χτίστηκε το σχολείο στο χωριό, συνεχίστηκε το χτίσιμο της εκκλησίας της Κοίμησης της Θεοτόκου και έγινε η διάνοιξη του δρόμου για αυτοκίνητα από το Αγιώργη Σαρά μέχρι το χωριό.