Ι. Στ. Βέργου

 

                       Αγώνας πριν 50 χρόνια για μια Κάμαρα, μια Ξελόντζα


   Τι σου είναι και τούτη η σκέψη,  το μυαλό, που όλο πιλαλάει, πηγαίνει στο πίσω, στα παλιά και πάλι στα προς τα εδώ, τα σημερινά γυρνάει.   Λακάει… Γρήγορα να φέρνει όλα τα παλιά στο σήμερα και όλα να τα συγυράει…. Προσπαθεί να διαβεί, να πάει στο αύριο, όπως πολύ-πολύ τo θέλει, το μέλλον να μαντέψει και εκεί σκοντάφτει, πέφτει και κολλάει και στα πίσω, στα τώρα, στα σημερινά ξαναγυρνάει, και τα παλιά και τα τωρινά σκέπτεται και υπολογίζει. Και σήμερα επήγε η σκέψη μου ο νους μου  γρήγορα κάπου. Που;… που αλλού;… Στο χωριό μου και στα νεανικά μου χρόνια και συνάντησα  εκεί στην Ράχη τον μπάρμπα Πανάγο….

Και άλλους…
Δεν πρόφτασα να τον χαιρετήσω με χαιρετάει αυτός.

 

Η κουβέντα με τον μπάρμπα-Πανάγο
-Γεια σου παλικάρι μου.
-Γεια σου μπάρμπα.
-Τι γίνεσαι, τι φτιάχνεις, και που τα παλεύεις;
-Στην Αθήνα μπάρμπα τα πολεμάω και εκεί μεινέσκω….


-Περνάς καλά στην Αθήνα, εκεί είναι ούλοι οι τρανοί, οι κυβερνήτες, που όλα τα κουμαντάρουν,  κάτι και εσύ θα κάνεις… Θα γίνεις και εσύ τρανός Και τώρα να σε ρωτήσω κάτι:
-Ναι μπάρμπα Πανάγο. Ρώτα με και εγώ θα σου απαντήσω..
-Δεν μου λες λεβέντη μου εκεί στην μεγάλη Χώρα έχεις κάμαρα…
-Δεν έχω μπάρμπα, δεν έχω…
-Τότε είσαι λοβά… Δεν έχεις λεφτά, δεν σου περισσεύουν… Σε τρώνε, τώρα τα νοίκια… Έλα πάμε στον καφενέ να σε κεράσω….
-Ευχαριστώ μπάρμπα ευχαριστώ, άλλη φορά…
-Εεέ τότε γεια σου, εγώ πάω στον καφενέ,  μήπως βρω τον γέρο Θοδωρή να παίξουμε από μία…
- Στο καλό μπάρμπα…

     Ο μπάρμπα Πανάγος ήταν γεωργός, κτηνοτρόφος,  ξωμάχος στα νιάτα του, αλλά άνθρωπος κοινωνικός. Τώρα που γέρασε έβγαινε στην αγορά και του άρεσε το καφενείο, η κολιτσίνα, για την συναναστροφή όπως έλεγε.
Τότε  οι απόμαχοι της εργασίας, οι γέροι, ήσαν εγκαταλειμμένοι από όλους,  το μόνο στήριγμα τους, η βακτηρία του γήρατος τους, ήσαν μόνο τα καλά παιδιά τους.
Από την πολιτεία δεν είχαν κανένα βοήθημα και ας έκαναν από πέντε χρόνια  τότε ο καθένας τους φαντάροι, στο Σαραντάπορο, Μικρά  Ασία, Μπιζάνι και αλλού, για να υπερασπίσουν την τιμή και την υπόληψή της Πατρίδας και τώρα η μόνη απαντοχή τους ήσαν  η καλή νύφη τους, τα παιδιά τους να τους δώσουν καμιά δεκάρα και για το δίσκο της εκκλησιάς…
Αυτή ήταν η κατάσταση τότε και αυτή η ζωή τους, ανέχεια, φτώχεια….
Ο μπάρμπα Πανάγος ήταν περήφανος, δεχότανε κέρασμα και φιλοδώρημα, μόνο από αυτούς που καταλάβαινε ότι είχανε  το έχοντα και του λέγανε πως περνάνε καλά.
Είχανε και κάμαρα!!!..
Ότι φιλοδώρημα του δίνανε, αμέσως το κέρναγε στο καφενέ τους άλλους που δεν είχανε…. Δεν κράταγε τίποτα για τον εαυτόν του….
Έλεγε:
¨Άλλη μέρα, άλλα σχέδια ξημερώνουν…. Άλλοι παπάδες και άλλα βαγγέλια… Κάθε ημέρα και από ένα βαγγέλιο¨.
Ο Μπάρμπα Πανάγος έπαιξε την κολιτσίνα του και βγήκε πάλι βόλτα.
Ήμαστε δύο φίλοι στην Ράχη δίπλα στην εκκλησιά μας και αγναντεύαμε το ηλιοβασίλεμα που ο ήλιος βυθιζόταν στα ρόδινα νερά μακριά στην θάλασσα στο Κατάκολο.
Μας πλησιάζει και μας χαιρετάει….


-Γεια σας λεβέντες μου, καλόπαιδα….
-Γεια σου μπάρμπα Πανάγο.
-Εσείς μου φαίνεται πως ήσαστε καλό κουμανταρισμένοι, φοράτε άσπρο πουκάμισο  με γραβατούλα και αδιάβροχο γυαλιστερό σκαρπίνι…. Θα έχετε καλή δουλειά και αρχοντικά θα περνάτε…
-Έχουμε δουλίτσα μπάρμπα Πανάγο, καλούτσικα τα περνάμε.
-Μπράβο, ευχαριστήθηκα, εάν σας είναι βολικό με κερνάτε, μου δίνετε ένα δίφραγκο να κεράσω τον Θοδωρή στην κολιτσίνα…. Τώρα τελευταία όλο με κερδάει στην κολιτσίνα, δεν βλέπω και καλά τα χαρτιά, αλλά πιστεύω πως δεν με κλέβει, φίλος μου είναι τόσα χρόνια εμένα θα κλέψει;… Δεν κλέβει καλύτερα το λαδάκι από τα καντήλια  εδώ από την εκκλησιά, της Παναγιάς και των Αγίων, μικρότερη αμαρτία θα έχει…
-Δεν το πιστεύουμε και εμείς να κάνει τέτοια δουλειά…
-Και δεν μου λέτε ρε λεβέντες μου, αυτό που ήθελα να σας ρωτήσω και δεν σας ρώτησα….
-Τι ξέχασες μπάρμπα;…
-Παντρεμένοι ήσαστε, ή ανύπαντροι, ή, μήπως λογοδοσμένοι;… Να πάρετε γυναίκα από τον τόπο σας, για να μη γίνεται στον τόπο σας, στο χωριό σας, ξένοι και αλαργινοί…Γιατί τότε…. Αλίμονο…. Όλο και προς τα αλλού, θα σας τραβάει…
-Ο ένας μας είναι λογοδοσμένος
-Και δεν μου λέτε κάμαρα έχετε; Άμα έχετε, καλά περνάτε …
Τι να του λέγαμε;
Άμα του λέγαμε δεν έχουμε, θα στενοχωριόταν, θα το έπαιρνε κατάκαρδα και αυτό δεν το θέλαμε.. Ο ένας μας του λέει πως έχει μια μικρή κάμαρα και άλλος, του λέει πως είναι λογοδοσμένος και θα πάρει προίκα, σπίτι από την γυναίκα του…


-Εσύ που έχεις δική σου κάμαρα είσαι καλά, τεντώνεις την αρίδα σου, όπως θέλεις…-Εσύ που παίρνεις σπίτι, κάμαρα από την κυρά σου, ένα να ξέρεις, πως αυτή θα είναι κυρά και εσύ εκεί μέσα θα είσαι σαν μουσαφίρης,  φιλοξενούμενος, επιφυλακτικά θα ξαπλώνεις….. Εκτός αν κρατάς καλά τα χαλινά, τα γκέμια…. Και όποιος χτίζει σε προικώων,  είναι σαν να σπέρνει, αναρώταγα, σε ξένο χωράφι. Ποιανού είναι το χωράφι και τίνος θα είναι οι καρποί;..  Η νομή;…
Εσείς γράμματα ξέρετε πιότερα, μπορεί να είσαστε και δικηγόροι, ευτούνα εγώ δεν το εξετάζω. Όμως να σας πω και τούτο…. Που το έχω ακούσει από τον παππούλη μου και τώρα το  λέω σε όλους… «Σπίτι να έχεις όσο χωρείς και Γη να αποκτήσεις όση μπορείς». Το σπίτι είναι σερνικό και δεν γεννάει, μόνο η Γη γεννάει και στην ανάγκη όλοι στην Γη τρέχουνε, καταφεύγουν, να ζήσουν, να σωθούνε….


Αυτά μας είπε και έφυγε.. σούρνοτας, κροταλίζοντας την χοντρή πουρναρίσια μαγκούρα του

Ο διάλογος με τη Μαρία, η γραβάτα και το σκαρπίνι.

     Εκεί δίπλα στην γωνία της εκκλησιάς στο τουράκι καθόσαντε  κόσμος πολύς,  μαζί και η αείμνηστη Μαρία στον αναπηρικό καρότσι. Την χαιρετίσαμε και μας χαιρέτησε με τον δικό της καλοσυνάτο τον ποιητικό τον τρόπο  και μόλις κάναμε πιο πέρα είπε:
-Για κοιτάτε τους αυτούς και ο ένας ο ψηλότερος, είναι χαρακτηριστικό αντιπροσωπευτικό  πρότυπο Δημοσίου υπαλλήλου. Άσπρο πουκάμισο, γυαλιστερό σκαρπίνι, γραβατούλα, σταυροκουμπωτό κουστουμάκι, αδύνατος που μόνο τα χνότα του δεν μυρίζουν από την πείνα…
Τα ακούσαμε αλλά τι να ειπούμε; Να εναντιωθούμε στην αλήθεια; Η αλήθεια πάει  μπροστά,  διαβαίνει πρώτη… Τότε είχαμε πρώτο διοριστεί κλητηράκια στην τράπεζα, τα λεφτά που παίρναμε ίσα, ίσα  μας φθάνανε να τρώμε το μεσημέρι, το βράδυ το βγάζαμε με ψωμοτύρι και το πολύ ένα γιαουρτάκι στα δύο….Η τράπεζα  τότε για ομοιομορφία των υπαλλήλων της, μας είχε δώσει το κουστουμάκι, το πουκάμισο, την γραβατούλα και τα γυαλιστερά σκαρπίνια… Και  τότε βγαίναμε ευπρεπώς σε κοινωνία ανθρώπων… Η ζωή δύσκολη, χειρότερη από την σημερινή και τότε για τους νέους.. Ανεργία και ανέχεια… Και από τους γονείς καμία βοήθεια, γιατί δεν είχανε.. Για να μετριάσουμε τα έξοδα, ενοικιάζαμε ένα δωμάτιο τρία επί τρία, τέσσερα άτομα πατριώτες, η φίλοι…

 

Στην οδό Ισμήνης στο Λόφο Σκουζέ και το κλείδωμα της τουαλέτας.
   Ένα τέτοιο δωμάτιο είχαμε ενοικιάσει  στην οδός Ισμήνη 70 στον λόφο Σκουζέ. Το ακίνητο ήταν βομβαρδισμένο από τους Γερμανούς σε αθλία κατάσταση, ήταν ιδιοκτησία  της Εθνικής τράπεζας από την οποία το είχε ενοικιάσει κάποιος… Αυτός, δωμάτιο-δωμάτιο, το υπενοικίαζε σε άλλους… Τα ίδια σημερινά, όπως τώρα με τους αλλοδαπούς…. Ο κύριος αυτός ερχότανε για το ενοίκιο κάθε 26 – 27 του μήνα, εμείς που να βρούμε τα λεφτά να τον πληρώσουμε, αφού τον μιστουδάκο τον παίρναμε στην πρώτη;. Για να μας εκβιάσει, να πληρώνεται στην ώρα του, μας έκοβε το φως, μέχρι να τον πληρώσουμε.
Αυτό γινότανε κάθε μήνα, τρεις τέσσερις ημέρες είμαστε χωρίς φως, αυτό δεν μας πείραζε και τόσο, γιατί απέναντι ακριβώς από το παράθυρο ήτανε μια κολόνα της ΔΕΗ και το φως  της έφεγγε μέσα στο δωμάτιο και βολευόμαστε…
Αλλά αυτός μας κλείδωνε την κοινόχρηστη τουαλέτα και δεν είχαμε νερό το πρωί… Αυτό ήταν αφόρητο και αποφασίσαμε να φύγουμε….
Ψάξαμε για δωμάτιο, τα ενοίκια ήσαν ακριβά δεν βγαίναμε. Χωριστήκαμε, οι άλλοι βολεύτηκαν προσωρινά, σε συγγενείς, εγώ δεν είχα κανέναν να πάω για να ρεχτιάσω…

Τα μπαγκάζια μου στον ώμο …για το δρόμο για το δρόμο.

   Ο μακαρίτης ο πατέρας μου είχε αγοράσει και είχε δώσε στην αδελφή μου  για προίκα ένα οικόπεδο στο Μπουρνάζι. Ήταν καλοκαίρι… Σκέφτηκα και είπα, εκεί σε αυτό το οικόπεδο, θα πάω θα βάλω τον ράντζο μου να κοιμηθώ το βράδυ και έχει ό Θεός, κανέναν δεν αφήνει ο Θεός να χαθεί….
Από μικρό παιδάκι κοιμόμουνα έξω μοναχός επάνω στο βουνό τον Αρτοζήνο.
Μετέφερα την βαλιτσούλα μου και τον ράντζο εκστρατείας από τον λόφο Σκουζέ στο Μπουρνάζι στην πλάτη με τα πόδια… Ούτε που το κατάλαβα πως ήρθα. Εκεί το έστησα και πέρασα το βράδυ.
Το πρωί μπονόρας πήγα στην δουλειά μου αξημέρωτα από τους πρώτους. Στις τουαλέτες της τράπεζας  ξυρίστηκα…
Στο Περιστέρι τότε ήσαν οι προσφυγικές μικρές ξύλινες παράγκες, τις είδα και σκέφτηκα μια τέτοια παλιά παράγκα να στήσω στο οικόπεδο της αδελφής μου. Ρώτησα που θα βρω μια τέτοια παλιά παράγκα και μου είπανε στην Λεωφόρο Καβάλας την σημερινή Λεωφόρο Αθηνών.
Πήγα ρώτησα και ήταν απλησίαστη… Οι σανίδες τότε ήσαν ακριβές και η οικοδομική ξυλεία… Έφυγα απογοητευμένος και κόμπος είχε δεθεί στο λαιμό μου. Τότε μου ήρθανε στο νου  οι κουβέντες του μπάρμπα Πανάγου…
-Έχεις κάμαρα;
 -Όχι… Δεν έχω.
- Δεν έχεις κάμαρα;.. Αμ τότε είσαι λωβά ….. Καημένε μου….
-Γιάννη, τώρα είσαι λοβά, είπα.
Και καλά τώρα είναι καλοκαίρι, σε λίγο θα έρθει και χειμώνας που θα βρέχει …. Τότε τι θα κάνεις;…
Στο δρόμο που ερχόμουνα και κοντά στο οικόπεδό της αδελφής μου, είδα μια μάντρα υλικών οικοδομών, είδα εκεί δύο που έφτιαναν τσιμεντόλιθους.
Και είπε ο Γιάννης στον Γιάννη:

«το να χτίζεις λίγο πολύ ξέρεις, δεν ρωτάς πόσο έχουν οι τσιμεντόλιθοι και αν σου δίνουνε βερεσέ;»
 Ρώτησα, Ήταν ο μπάρμπα Γιάννης με την γυναίκα του και το παιδί του εκεί, μου είπε την τιμή και υπολόγισα πως ήθελα περίπου 150 τσιμεντόλιθους συμφωνήσαμε, με ρώτησε που ήθελα να μου τις φέρει. Του έδειξα το οικόπεδο και του έδωσα ένα εικοσάρικο για προκαταβολή. Αύριο θα σου τις  πάω και όποτε έχεις μου δίνεις. Με ρώτησε αν ήθελα άμμο, ασβέστη και τσιμέντο και του είπα όχι θα τις χτίσω ξερολιθιά. Δεν με ρώτησε τι ήθελα να κάνω. Προφανώς θα νόμισε πως θα ήθελα να περιφράξω το οικόπεδο πρόχειρα.

 

Αυγουστιάτικη νύχτα με φεγγάρι. Καμαρούλα μια σταλιά 3χ3!
   Επήρα ένα καινούργιο κασμά και ένα φτυάρι και νύχτα με το φεγγάρι ισοπέδωσα στο πίσω μέρος του οικοπέδου 5-6 μέτρα πιο μέσα από το γειτονικό τον τόπο  και να εφάπτεται στην μια πλευρά  με την μάντρα του γειτονικού οικοπέδου…
Έφτιαξα τον τόπο 3 επί 3 μέτρα, το γώνιασα σε ορθή γωνία… Και άρχισα να το χτίζω.
Ο ένας τοίχος ο βορινός ήταν χτισμένος μάντρα κανονικά από τον γείτονα, ακούμπησα επάνω έχτισα  τους άλλους τρεις στο ανατολικό άφησα ένα μικρό παράθυρο και στο μεσημβρινό στην μέση ακριβώς άφησα ένα μέτρο άνοιγμα για πόρτα. Ήταν Σαββατόβραδο με λαμπερό φεγγάρι, μέχρι το πρωί, πριν να ακουστεί της εκκλησιάς η πρώτη καμπάνα το είχα χτίσει.
Ήταν το παλάτι, η Χαμοκέλα η βίλα 3χ3χ2.20 !!!....
Έβαλα, έστησα μέσα το ράντζο ανοιχτό επάνω στο χώμα και το έστρωσα με μια κουβερτούλα, με  τους περίσσιους τσιμεντόλιθους έφτιαξα ακριβώς απέναντι από την πόρτα ένα μικρό τραπεζάκι,
Έφυγα και γύρισα το βράδυ  με το Αυγουστιάτικο φεγγάρι…. Είχα δική μου την μισή κάμαρα!!
Ήμουνα αφέντης του εαυτού μου, κανένας δεν θα μου κτυπάει την πόρτα, αν έχω θα τρώγω, δεν έχω, θα κοιμάμαι νηστικός κανένας δεν θα με ξέρει… Κανέναν δεν είδα, κανένας δεν με είδε, κανένας δεν με πήρε  χαμπάρι… Έπεσα και πλάγιασα ευτυχισμένος και μέχρι να με πάρει από την χαρά μου ο ύπνος αγνάντευα από το ασκέπαστο άνοιγμα της χαμοκέλας μου τα λίγα στον ουρανό αστέρια..
Δοξασμένος ο Θεός!... Έφτιαξα την μισή χαμοκέλα, την κάμαρα!… Βοήθα με Βοήθα με Θεέ μου και εσύ Αγιάννη Πρόδρομε  και νηστευτή που έχω και το όνομά σου την χαμοκέλα να γλιτώσω.
 Η χαμοκέλα αυτή ήταν παράνομη, χωρίς άδεια πολεοδομίας κλπ και σε οικόπεδο εντός σχεδίου πόλεως.
Οι  ημέρες πέρναγαν, νύχτα το πρωί έφευγα, και νύχτα το βράδυ γύριζα για ύπνο, κανένας δεν με είδε, κανέναν δεν είδα,  κανένας δεν μου μίλησε, σε κανέναν δε μίλησα… Η περιοχή τότε ήταν αραιά κατοικημένη, δεν είχε φως, νερό και δουλεύανε πολύ οι νερουλά δες και οι βόθροι.
Το τηλέφωνο ήταν το λούσο, το είδος  πολυτελείας, μόνο σε κανένα μπακάλικο υπήρχε και εκείνο το έπαιρνε τότε ο μπακάλης με μέσον, από βουλευτή και επάνω, εκτός αν υπήρχανε λόγοι ασφαλείας, και δημόσιας τάξης….
Πέρασαν δέκα πέντε ημέρες και πέρασα από τον μπάρμπα Γιάννη τον μαντρά να του δώσω είκοσι δραχμές  που μου περίσσευαν για το χρέος μου…. Αυτός  είχε δει, το τι είχα φτιάξει και με ρώτησε:
-Τι θα το κάνεις αυτό που έφτιαξες, θα βάλεις μέσα τίποτα κοτούλες;… Εδώ νερό δεν υπάρχει και θα τις πιάσει κόρυζα
-Όχι μπάρμπα.. εγώ θα μείνω….
-Χριστός και Παναγιά και πως θα μείνεις όπως είναι;…
-Δεν μου λες σε παρακαλώ, μήπως ρώτησε κανένας για εμένα…
-Μέχρι τούτη την ώρα κανένας…
Του συστήθηκα και του είπα πως δουλεύω στην Ιονική τράπεζα. Άνοιξε τα μάτια του διάπλατα, χωρίς κουβέντα..
-Και τώρα μπάρμπα την συμβουλή σου θέλω, τι να βάλω από πάνω για να κρατάει την βροχή τον ήλιο και το χειμώνα να έχει απάγκιο;.. Όμως χωρίς πολλά λεφτά…
-Τώρα αυτό παιδάκι μου, τι μου λες για απάγκιο, όπως το έχεις φτιάξει μπάζει από παντού.
-Ας  μπάζει… Το έφτιαξα έτσι, γιατί άμα μου το γκρεμίσουν, να μη μου χαλάσουν  τους τσιμεντόλιθους, εγώ σε μια νύχτα θα τους ξανά χτίσω….
-Αφού το θέλεις έτσι για δοκιμή, εγώ θα σου δώσω δέκα τάβλες και τέσσερα καδρονάκια παλιά  και θα σου  δώσω  και πισσόχαρτο και μερικές πρόκες και εσύ ξέρεις, τις βάζεις αραιά, καρφώνεις από την μια μεριά και την άλλη με μία προγκούλα, στην μέση δεν έχουν ανάγκη, μη έρθουν και στο γκρεμίσουν και σπάσουν  και τις τάβλες. Βάζεις επάνω το πισσόχαρτο και έγινες νοικοκύρης…
-Ξέρω -  ξέρω… Στα καλούπια δούλευα στην οικοδομή μόλις ήρθα εδώ, περίπου δύο χρόνια

Συμφωνήσαμε την τιμή.
-Να τα πάρω τώρα στον ώμο…
-Μη σακατεύεσαι παιδάκι μου, αύριο το βράδυ που εσύ τα θέλεις θα είναι εκεί θα τα πάω εγώ με την μαρμάρω…(
Μαρμάρω έλεγε την τρίκυκλη μοτοσυκλέτα).

Την επόμενη που ήταν Σάββατο, το βράδυ τα υλικά ήσαν εκεί Δύο ωρίτσες δουλειά ήτανε, την τέλειωσα στα γρήγορα την σκεπή της βίλας με το πισσόχαρτο. Το πρωί τα ξημερώματα έφυγα και γύρισα την νύχτα…
Βρίσκω  απέξω από την ανοιχτή πόρτα, που πόρτα δεν υπήρχε, ένα ντενεκέ νερό με μια πετσέτα σκεπασμένο και ένα μπρίκι δίπλα  φτιαγμένο από γαλακτοκούτι…. Στην αρχή ομολογώ πως φοβήθηκα,  δεν ήξερα ποιος μου το έφερε, συνήλθα, δεν το άγγιξα καθόλου, ας είχε κολλήσει η γλώσσα μου από  την δίψα… Έτσι με την ίδια τακτική περάσανε καμιά  εικοσαριά ημέρες κανένας δεν με είχε ενοχλήσει… Είπα και εγώ το δοξασμένος ο Θεός,  αφού κανένας μέχρι τώρα δεν με ενόχλησε, στην χαμοκέλα μου, στην βίλα μου, ας βάλω πόρτα και παράθυρο να μη μπαίνουν τα σκυλιά μέσα…


Στον ώμο πάλι την πόρτα και το παράθυρο.
Πηγαίνω στα παλιατζίδικα στην  τότε οδός Καβάλας, διασταύρωση  με την οδός Θηβών. Τότε ήταν η Θηβών χωματόδρομος. Βρίσκω μια παλιά πόρτα και ένα μικρό παράθυρο φθηνό, μου τα δένει και τα δύο μαζί, με ένα παλιό σύρμα, τα φορτώνουμε στον ώμο και τα έφερα στην χαμοκέλα.
Επήρα λίγη άμμο και λίγο τσιμέντο…. Ήταν Κυριακή και η εκκλησιά είχε σκολάσει.. Έφτιαξα λίγη λάσπη. Ξέζεψα την κασόπορτα και επήρα την κάσα κάθετα στο όρθιο να την στήσω. Την έφτιανα την μια μεριά μου έφευγε από την άλλη. Πάλευα - πάλευα και πώς να το πετύχω; Αφού βοηθό να μου κρατήσει την μια μεριά, για να σφηνώσω εγώ την άλλη, δεν είχα.
Εκεί κολάστηκα….  Απογοητεύτηκα, κουράστηκα, αγανάκτησα… Είπα, ξεστόμισα κακές, άσχημες, κουβέντες…. Η ώρα πέρναγε και εγώ εκεί χωρίς αποτέλεσμα να παλεύω. Μεσημέριασε,
Και εκεί που ήμουνα σκυμμένος, ξάφνου ακούω μια ζωηρή φωνή να  με προστάζει.

Ακούνητος. Αστυνομία…
     Σηκώνω το κεφάλι μου και τι να δω; ‘Ήταν ένας νεαρός αστυφύλακας από πάνω μου, αρματωμένος. Περίστροφο, γκλοπ και τα άλλα… Θα ήταν στην ηλικία μου και λίγο παραπάνω. (Θανάσης Φούντας, μετά έμαθα το  όνομά του. Τώρα δεν ζει. Θεός, σχωρές τον)
-Καλός τον  τον λεβέντη, με χαμόγελο του λέω και σηκώνομαι   απάνω.
- Ακολούθα με, μου λέει…
Και εγώ του απαντάω…
-Ήρθες την κατάλληλη στιγμή… Ο Θεός σε έστειλε την κατάλληλη στιγμή, την χρήσιμη, την ώρα,,,,
-Ακολούθα με, ο Θεός και η αστυνομία βλέπει και η αστυνομία πιάνει αμέσως και τιμωρεί τους παραβάτες…
-Καλά το ξέρω…  Στείλω τώρα την μια μεριά, βοήθα με να την καλιάσω… Και μετά σε ακολουθώ, πάμε, όπου θέλεις.. Αφού ο Θεός και η αστυνομία, έτσι διατάζει….  Βοήθα με άνθρωπε μου, Βοήθα με…
-Ρε τι λες;… Τι λες; -Το κατάλαβες, ή  ακόμα δεν το κατάλαβες;
-Εγώ είμαι αστυνομία, εγώ να σε βοηθήσω, να σε βοηθήσω κιόλας στην παρανομία; Δεν είσαι με τα καλά σου… Ακολούθησε με, με το καλό, γιατί θα σου βάλω χειροπέδες,,,
-Γιατί φοβάσαι μη σου φύγω: Δεν φεύγω… Εγώ σου λέω βοήθα με, μια στιγμούλα εδώ πα, να πάμε μετά όπου θέλεις γρηγορότερα…
-Ρε τι λες;.. Έχεις μυαλό;… Ακολούθα με σου λέω…. Είσαι κρατούμενος…
Όσο υπήρχε διάλογος, ο χρόνος δούλευε για εμένα. Λες να το καταφέρω να με βοηθήσει;
-Εδώ πα, χάμου, σκοτωνόμαστε, να με πας σκοτωμένο με πας, ζωντανό, αν δεν βάλω την πόρτα δεν με πας. Μαλάκωσε…
-Δεν μπορώ, με την στολή κιόλας να σε βοηθήσω και αν με ιδούνε;
-Τότε κάνε πως με γράφεις, φύγε και πήγαινε εκεί πέρα, στο καφενεδάκι της κυρά Ζωής παράγγειλε δύο ούζα με τέσσερις σαρδέλες, να μου φέρει εμένα τις δύο, όπως είναι με το αλάτι και τρία ποτήρια νερό και θα πληρώσω εγώ. Και έλα μετά σε κανά δυο ώρες, εσύ αγναντεύεις από μακριά και μόλις τελειώσω, πλένουμε σαν άνθρωπος ντύνουμε και πάμε όπου θέλεις, να είμαστε ευχαριστημένοι όλοι…. Και εγώ, που θα κάνω την δουλειά μου και εσύ που θα κάνεις την δική σου…


     Έφυγε και σε λίγο ήρθε η κυρά Ζωή από το  μακρινό καφενεδάκι με τις δύο σαρδέλες και  με μια αλουμινένια κανάτα με νερό…
-Πόσο κάνουνε κυρά Ζωή; Και βγάζω να τα πληρώσω…
-Τίποτα, είναι πληρωμένα. Ήρθε, τα παρήγγειλε, πλήρωσε και βιαστικά έφυγε.
-Τότε μιας και ήρθες στείλω εδώ πα να την καλιάσω, δεν σε καθυστερώ πολύ από την δουλειά σου…
-Ποια δουλειά; Στην χάσει και στη φέξει να μπει μέσα κανένας να πιει ένα καφέ. Τίποτα-τίποτα.

Με βοήθησε, σε πέντε λεπτά την  στερέωσα…
-Σε ευχαριστώ κυρά Ζωή.


   Την έβαλα στην βίλα την πόρτα!.... Πλύθηκα με το νερό που έβρισκα στον ντενεκέ, ντύθηκα και περίμενα τον αστυφύλακα. Τον είδα που ερχότανε από μακριά προχώρησα και εγώ προς την μεριά του, και με χαμόγελο του λέω.
-Τώρα πάμε όπου θέλεις… και κάνω να βγάλω να πληρώσω το ούζο…
-Μη κάνεις τέτοια κίνηση, μη φρίξει ο κόσμος, λεφτά δεν παίρνω.
-Σε ζημίωσα, σε ευχαριστώ…
-Ένα να ξέρεις για να σε προ ετοιμάσω, θα πάμε στον διοικητή, η διαδικασία είναι το αυτόφωρο… Και αυτός αποφασίζει… Και σήμερα είναι Κυριακή και μπορεί να  σε κλείσει μέσα, μέχρι αύριο το πρωί που θα σε πάμε στο δικαστήριο…
-Καλά, ας πάμε και έχει ο Θεός και ότι τον φωτίσει ο  μεγαλοδύναμος ας με κάνει.
-Εγώ την Χαμοκέλα την έφτιαξα, κοντεύω να την τελειώσω, ας κάνει και αυτός όπως τον παίρνει, ας κάνει την δουλειά του…

 

Μπροστά στο Διοικητή
   Η αστυνομία τότε ήταν στην σημερινή παλιά πλατεία του Μπουρναζίου. Ανεβήκαμε στο πρώτο όροφο με παρουσιάζει στον διοικητή.
-Τον έφερα κύριε διοικητά και τον χαιρετάει στρατιωτικά.
Ο Διοικητής ήταν άντρας ξεραγκιανός με μεγάλα εκφραστικά, σπινθηροβόλα μάτια, με ένα μαύρο μουστάκι. Στους ώμους, λάμπανε τα χρυσά αστέρια και στο στήθος στο πουκάμισο παράσημα πολλά γεμάτο.
Δεν πρόφτασα να ειπώ χαίρετε και με βροντερή φωνή μου λέει:
-Τι έκανες ρεεεέ;
-Τι έκανα κύριε διοικητά; Ο Θεός και η αστυνομία ξέρει, όλα τα παρακολουθεί και όλα τα επιβλέπει… Τι να σας ειπώ εγώ;…
Του καλάρεσε, μου φάνηκε πως χαμογέλασε…
-Ρε τι λέει τούτος; Έφτιαξε σπίτι παράνομο, μεγάλο, κλείστε το μέσα γρήγορα.
Ελάτε εδώ τρεις αστυφύλακες.
-Κύριε διοικητά και ο ένας φτάνει…
-Έλα πλησίασε κύριε αστυφύλαξ, τι  έκανε σήμερα τούτος εδώ;…
-Έβαζε μια πόρτα…
-Τι πόρτα ήτανε και που την έβαζε, είχε και άλλους μαστόρους και σου φύγανε;
-Όχι κύριε διοικητά, μόνος του πάλευε να την βάλει.
-Που,  σε κανένα μεγάλο σπίτι;
-Όχι κύριε διοικητά, σε ένα κατασκεύασμα με τσιμεντόλιθους χωρίς λάσπη χτισμένο,  μικρό, δεν ξεπερνά σε ύψος τα δύο μέτρα, που μοιάζει περίπου σαν ξελόντζα, που εκεί βάζαμε στο χωριό το γουρούνι.
-Έφερε αντίσταση στην αρχή και εξουσία;
-Όχι κύριε διοικητά.
Το μόνο λίγη καθυστέρηση ήταν για να πλυθεί, μου είπε, δεν ήθελε να έρθει εδώ με λάσπες,
βρομιάρης
-Καλά, ώστε έχει κάνει τρανή δουλειά, έχει βάλει και νερό;… Ελάτε πάρτε το και ρίχτε του από ένα μπερτάχι… και μετά μέσα και αύριο στο αυτόφωρο, Θα μας κάνει και αυτός, να ξεροσταλιάζουμε στα δικαστήρια…

Φωνές, κακό, απειλές…
-Κύριε διοικητά, δεν έχει βάλει νερό, βρύση, ένα γκαζοντενεκέ είχε εκεί και πλύθηκε.
-Και που το βρήκε, μήπως είχε συνεργούς;
-Δεν νομίζω κύριε διοικητά.
-Έλα δω ρέεε..
Είχαν μαζευτεί στο γραφείο του διοικητή πολλοί αστυνομικοί, μου φαίνεται πως κάνανε τότε χάζι…  Πλησίασα σε στάση προσοχής!....
-Τα έχεις κάνει όλα αυτά;
-Ναι, κύριε διοικητά…
-Γιατί το έκανες;
-Γιατί είχα ανάγκη να μείνω μέσα.
-Το ξέρεις ότι έκανες παρανομία;
-Ναι, κύριε διοικητά, προκειμένου να με κυνηγάς για κλοπή και για τίποτα άλλο καλύτερο είναι αυτό, δεν ζημίωσα και κανέναν.
-Δεν υπάκουσες στους νόμους της Πατρίδος.
Όσο μου έλεγε αυτά, τόσο νόμισα, ότι ο Θεός είναι μαζί μου..
-Αστυφύλαξ για λέγε μου, είναι γερό το σπίτι; Είναι για προκοπή;
-Με μια γερή κλοτσιά,  γκρεμίζεται κύριε διοικητά..
-Τώρα τι κάνουμε με σένα;..
-Ότι θέλεις κύριε διοικητά… Όπως εγώ έκανα την δουλειά μου, έτσι να την κάνετε και εσείς. Κύριε διοικητά. Εγώ δεν θέλω  να πάθει ζημιά εξ αιτίας μου κανένας σας…
Με κοιτάζει…
-Γραμματέα έλα εδώ.
Ο γραμματέας ήταν με τρία γαλόνια.. Πλησίασε, είπε διατάξτε και κάθισε στην καρέκλα με τα χαρτιά του στην άκρη  μπροστά στο γραφείο.
-Ταυτότητα  έχεις;
-Έχω.. (Την  βγάζω και την δίνω, την κοιτάζει).
-Είσαι είκοσι ενός ετών….
 

Είναι νέο παιδί, τώρα βγαίνει στην κοινωνία. Τι να  του κάνουμε; Να του κάνουμε μήνυση;…   Μονολογούσε και έλεγε…
-Ρεεεέ, εσύ το έφτιαξες; Η μήπως το έφτιαξε κανένας άλλος και πληρώνεις αμαρτίες άλλων; 

 Κοιταγόντουσαν μεταξύ τους. Ο γραμματέας αφήνει κάτω τα μολύβια…
Επήρε στροφές το μυαλό μου…
-Κύριε διοικητά, μου επιτρέπετε  να σας πώ;
-Δεν κάνω  και τίποτα άλλο, τόση ώρα  με εσένα ασχολιόμαστε και όλα σου τα επιτρέπουμε… -Λέγε  μας, τι θέλεις;…
-Κύριε διοικητά, όπως είδες, είμαι είκοσι ενός χρονών παιδί… Και σαν θέλει ο Θεός, η ζωή είναι μπροστά μου… Εάν μου κάνεις μήνυση θα δικαστώ με αναστολή, αλλά σαν νέος  είμαι, αψύς και οξύθυμος. Δεν προκαλώ, δεν προσβάλω κανέναν. Άμα όμως με προσβάλλουν δεν τους την χαρίζω και μετά θα το έχω και τούτο βάρος…
-Και τώρα, τι λες; Θα σου φταίμε εμείς;
-Όχι κύριε διοικητά….
-Λέγε μου, τι να κάνουμε με σένα;
-Ο πατέρας μου κύριε διοικητά είναι μεγάλος, ότι έκανε στην ζωή του έκανε, δεν του χρειάζονται τώρα, ούτε πιστοποιητικά ποινικού μητρώου, ούτε πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων… Ζωγραφίστε τον όπως, θέλετε…
Γέλασαν όλοι…
-Από πού είσαι ρέε
-Από την Ευρωπαϊκή Γορτυνία…
-Από πότε έγινε δα και Ευρωπαϊκή…. Όλοι οι διάβολοι από εκεί είναι….
-Γράψε γραμματέα…
-Πως τον λένε τον πατέρα σου; Και που μένει;
-Βέργο Σταύρο του Διονυσίου και μένει στου Σέρβου Γορτυνίας Αρκαδίας.
-Γράψε, Βέργος Σταύρος του Χρήστου κ.λ.π
-Όχι κύριε διοικητά του Χρήστου…
-Σκασμός… Εσύ ξέρεις, η,  η αστυνομία; … Σκασμός… Η αστυνομία τα ξέρει όλα..
Εμπρός βγάλτε τον έξω από εδώ και ρίχτε του μια κλοτσιά στον κώλο και αμολάτε τον να φύγει, για να μη το ξανακάνει.
Με πιάνει ένας αστυνομικός από το μπράτσο με βγάζει έξω και χαμηλόφωνα μου λέει:
-Φύγε- φύγε τώρα, μη κοιτάς πίσω σου και μη μιλάς καθόλου…
Την κλωτσιά δεν μου την έδωσε…. Έφυγα με γοργό το βήμα…. Πέρασα από την μικρή εκκλησούλα του Αγίου Παύλου που ήταν λίγο πιο πάνω, τότε λειτουργούσε   σε μια μικρή ξύλινη παράγκα και άναψα ένα μικρό κεράκι…. Γλίτωσα το δικαστήριο, την ποινή,  και το μουντζούρωμα στα ποινικά μητρώα… Γλίτωσα και την χαμοκέλα!!!....


Στο χωριό ο κλητήρας με το χωροφύλακα, για τον Βέργο Σταύρο του «Χρήστου»
    Ήταν ημέρα Κυριακή μετά την εκκλησία, οι παππούδες και οι άντρες όσοι ήσαν στο χωριό πηγαίνανε στον καφενέ να μάθουνε τα νέα να περάσει και ο ταχυδρόμος να φέρει να πάρουν το γράμμα από τους ξενιτεμένους… Κλητήριο θέσπισμα έφθασε  από τα Λαγκάδια στο χωριό, με το δικαστικό κλητήρα, τον Χρήστο Ρούτση, συνοδευόμενος με το χωροφύλακα…
Μπήκανε στο καφενείο και ο χωροφύλακας φώναξε δυνατά:

-Βέργος Σταύρος….
-Εδώ, είπε ο πατέρας μου και οι άλλοι.
Καθότανε μαζί με τον παπά, δίπλα στο άλλο τραπέζι ήταν και ο δάσκαλο. Όλοι κοιτούσαν τι συμβαίνει;… Πλησιάζουν  απλώνουν τα κιτάπια τους, του επιδίδουν το κλητήριο θέσπισμα, το παίρνει ο παππάς και διαβάζει… -Βέργος Σταύρος του Χρήστου. Δεν είναι αυτός που θέλετε, λέει ο παππάς, το ίδιο λέει και ο δάσκαλος. Νύσιο, Διονύσιο λέγανε τον πατέρα του, θα είναι για αλλού για κάποιον άλλον…
-Σταύρο μη το παραλαμβάνεις… Και οι δύο του λένε, και ο παππάς και ο δάσκαλος
[Αυτοί ήσαν τότε οι συμβουλάτορες, και οι προστάτες του χωριού]
-Μπάρμπα μην ο πατέρας σου είχε δύο ονόματα και τον λέγανε και αλλιώς..
-Νύσιο… γερονύσιο τον λέγανε, δεν ξέρω να τον λέγανε και Χρίστο.
-Εγώ που κρατάω και τα μητρώα, δεν έχω διαβάσει κάτι τέτοιο, λέει ο δάσκαλος..
Αλλά για σιγουριά, να πάω να φέρω το μητρώων…
-,Θυμάσαι κύριε Σταύρο, μη έκανες καμία παρανομία επάνω στην Αθήνα;
-Στην Αθήνα ντε,  τώρα παρανομία;… Εγώ στην Αθήνα τώρα τα τελευταία χρόνια με πηγαίνουν, από την Τρίπολη από το νοσοκομείο, στην Αθήνα με ασθενοφόρο, μόνο με γιατρούς έχω νταραβέρια. Αλλά να είναι καλά, καλά μου φέρονται οι άνθρωποι  με κρατάνε με τα κορτελάκια  στην ζωή, θα έχω και παράπονα;
Πηγαίνει ο δάσκαλος και φέρνει το μητρώων και διαβάζουνε Βέργος Διονύσιος… Και γράψανε στα χαρτιά τους άγνωστος….  Και δεν  ξανά ενοχλήθηκε… Και μέχρι τότε, ούτε και ο πατέρας μου ακόμα- ακόμα, δεν ήξερε, τι έφτιαχνα και το τι του είχα κάνει. Τον ζωγράφισα για τα καλά στα κιτάπια τους!. Όμως για το καλό πάσκιζα… Και τώρα για το καλό πασκίζω… Δεν ξέρω όμως αν τα κατάφερα… Η αν θα τα καταφέρω. Γιατί μου τα μπερδεύουν και άλλοι… Οι ύπουλες αόρατες, μπαμπέσικες δυνάμεις…
«Ουδέν κακό, αμιγές καλού».

Παρόλα αυτά …εγώ απάνω-καταπάνω να τελειώσω τη χαμοκέλα
…Σιγά –σιγά επήρα λίγη άμμο, ασβέστη και τσιμέντο, τα έβαλα μέσα και την σοβάτιζα από μέσα και έκλεισα τις τρύπες να μη μπάζει από παντού… Ο αέρας όταν φύσαγε μου σήκωνε το πισσόχαρτο  επάνω στο πισσόχαρτο έριξα περίπου τρις τέσσερις πόντους μπετό να  στερεωθεί το πισσόχαρτο,  Σιγούλια-σιγούλια, έριξα στο χώμα λίγο υγρό μπετό,  και  την πέρασα με λίγο μάρμαρο. Η γειτόνισσα ή κυρά Αθηνά που μου έβαζε κάθε ημέρα και από ένα ντενεκέ νερό (και την έμαθα, που δε ήξερα ποια ήταν), χωρίς να με ρωτήσει έστειλε το παιδί της τον Κώστα  που ήξερε από ηλεκτρολογικά και μου έβαλε μία λάμπα με ένα διακόπτη και μία πρίζα και τράβηξε καλώδιο και μου έδωσε φως…. Έτσι ήταν ο κόσμος τότε δεν περίμενε να του ζητήσεις καταλάβαινε και προσφερόταν μόνος του και σου έδινε το χέρι βοηθείας και νόμιζε, ο αδύναμος πως υπάρχουν και άνθρωποι γύρο του και έπαιρνε δύναμη κουράγιο….

Η ¨αξία¨ για μένα αυτής της κάμαρας
   Σε αυτήν την χαμοκέλα, την ξελόντζα, γεννήθηκε η αγάπη και η πρόοδος… Για αυτήν  ίδρωσα κινδύνευσα για αυτή λαχτάρισα… Αυτό ήταν πρώτο απόχτημα μου, αυτό αγάπησα και αυτή στο ύπνο μου βλέπω και τώρα ακόμα, ας απέκτησα και σπίτια και από όλα τα έχοντα,  Όμως, εκείνα τα λίγα τα φτωχικά, τα τότε πιότερο  με ευχαριστούσαν..
 Τότε έφερα από το χωριό και τα δύο μικρότερα αδέρφια μου και εργαζόμενοι τους δόθηκε η δυνατότητα να μάθουνε γράμματα, Ο ένας έγινε ιερέας, και άλλος αστυνομικός και εγώ οικονομολόγος-τραπεζιτικός… Εκεί ήρθε λεχώνα και έμεινε με το μωρό της, την δεύτερη κορούλα της μόλις βγήκε από το μαιευτήριο  την τώρα επιστήμονα γιατρό-παιδίατρο. Την  Χριστίνα, Αξιωματικό του λιμενικού σήμερα,  με το βαθμό του πλοιάρχου. Από εκεί ήταν το ξεκίνημα όλων μας. 

     Από εκεί από αυτή την χαμοκέλα, από αυτή την κάμαρα, από αυτή την βίλα, ντύθηκα και έφυγα να πάω στην εκκλησιά γαμπρός. Να κάνω δική μου οικογένεια… Ήθελα από εκεί να ξεκινήσω για το «νέο ξεκίνημα»,  να ντυθώ γαμπρός. Ας είχαμε με ομόνοια όλα τα αδέλφια βοηθήσει να φτιάξει  η αδελφή μου και ο γαμπρός με άδεια καλό σπίτι… Από εκεί δεν πήρα τίποτα από τα λίγα υπάρχοντά μου. Τα άφησα όλα εκεί, άφησα το παράδειγμα μου, το πείσμα μου για προκοπή, την χαρά μου την αγαλλίαση μου, την αγάπη μου, την ευχή μου, για υγεία και προκοπή.. Και τους παρακάλεσα  να μου κάνουν μόνο μία χάρη, το ράντζο μου, το κρεβατάκι μου αυτό να το αφήσουν εκεί, να είναι στρωμένο με εκείνη την κουβερτούλα, του αργαλειού, την κεντητή, την τότε, την τριμμένη, να πηγαίνω να το βλέπω να ευχαριστιέμαι. Να παίρνω δύναμη, επιμονή, υπομονή και θάρρος, για τον αγώνα της ζωής. Πήρα μαζί μου μόνο, την αγάπη, την ευχή από τους γονείς μου, την αγάπη από τα αδέλφια μου, την αγάπη, τον σεβασμό και την εκτίμηση από τον γαμπρό μου τον Κώστα και τις δύο ανιψιές την Ελένη, καθηγήτρια σήμερα και την Χριστίνα, πήρα και το φως της ζωής, τα βιβλία μου.
   Διατηρώ  και θα διατηρώ μέχρι το τέλος της ζωής μου, αυτές τις ωραίες «δημιουργικές» αναμνήσεις!

Η χαμοκέλα  μου αυτή άντεξε μισό αιώνα… Και η ανάμνησή της όσο ζω. 
 
 
11.11.2015

Υ.Γ. Αφιερώνω την ανάμνηση αυτή, σε όλους εκείνους τότε, που με βοήθησαν, με αγάπησαν, τους αγάπησα και σήμερα με εκτιμούνε και τους εκτιμώ. Δοξάζω, ευχαριστώ τον Θεό,  που τίμια, πρόκοψα πολύ… Ας κοιτάμε και λίγο πίσω....

(ΧΙΜ)

 


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Η διάνοιξη του δρόμου από τον Αγιώργη το Σαρά μέχρι το χωριό, μήκους 12 χιλιομέτρων έγινε το 1950. Οι Σερβαίοι διέθεσαν τις μερίδες τους από τη βοήθεια της UNRA που πουλήθηκαν για να συγκεντρωθούν χρήματα για την μπολντόζα. Επίσης δούλεψαν προσωπική εργασία όλοι οι ενήλικες του χωριού. Οι Αραπαίοι, επειδή είχαν να περπατήσουν μια ώρα παραπάνω από τους Σερβαίους, για να φθάσουν από το σπίτι τους στο έργο και μία να γυρίσουν, κοιμόσαντε το βράδυ εκεί που δούλευαν.