Συνέντευξη που είχε παραχωρήσει η γιαγιά Ντίνα Στ. Βέργου (Σταύραινα) (σε ηλικία 96 χρονών),
στον δισέγγονό της, Χρίστο Νόιφελτ-Μπόρα (τότε ως μαθητής της Β’Δημοτικού),
για σχολική εργασία, με θέμα:
«Η ζωή στον πόλεμο του 1940 - Συνέντευξη από τη γιαγιά μου».
-Γιαγιά, Ντίνα, τι έγινε στις 28 Οκτωβρίου 1940;
-Χρίστο μου, το 1940 έγινε ο πόλεμος με τους Ιταλούς. Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο και ήθελε να πάρει την Ελλάδα. Τότε έπεσε κατάρα στον τόπο μας. Μεγάλες ανθρώπινες απώλειες στον πόλεμο, πείνα, φτώχεια και δυστυχία στον κόσμο.
-Γιαγιά μου, πες μου τη δική σου ιστορία, στο χωριό, τότε στον πόλεμο. Τι έγινε στου Σέρβου;
-Τι να σου πω, τι να σου πρωτοθυμηθώ και τι να σου ομολογήσω, ευλογημένο μου παιδάκι...
Λίγες μέρες πριν κηρυχτεί ο πόλεμος, είχα γεννήσει την πρώτη μου κόρη, τη γιαγιά σου τη Γιωργία. Δεν προλάβαμε με τον μακαρίτη τον προπάππου σου, να χαρούμε το παιδιάκι μας.
Κηρύχθηκε ο πόλεμος. Άρχισαν να βαράνε οι καμπάνες πολύ δυνατά, και στην απάνω εκκλησιά και στην κάτω εκκλησιά.
Φωνή μεγάλη έβγαλε ο τελάλης. «Πόλεμος, πόλεμος... Οι άντρες να μαζευτούνε όλοι στην πλατεία του χωριού...»
Μαύρη μέρα. Αφήσαν όλοι τις δουλειές τους. Οι άντρες μαζευτήκανε στην πλατεία. Από εκεί, έφυγαν μόνο με τα ρούχα που φόραγαν, για το μέτωπο του πολέμου, στα σύνορα με την Αλβανία, για να πολεμήσουν για την πατρίδα. Με τα πόδια πήγανε στη Δημητσάνα, τρεισήμισι ώρες δρόμο. Τότε, παιδάκι μου, δεν υπήρχαν δρόμοι ούτε αμάξια, στο χωριό.
Έφυγε και ο προπάππους σου, ο Σταύρος, μαζί με τα τρία αδέρφια του, τον Γιάννη, τον Νικόλα και τον Λάμπρο. Έσπερνε στο Καλπάκι, και άφησε τα μουλάρια ζεγμένα, με τα αλέτρια και τα ζυγονόμια, και αποδεκεί έφυγε για τον πόλεμο, δεν πρόφτασε να τα ξεζέψει.
Μετά από λίγες μέρες, το κράτος έκανε επίταξη σε όλα τα μουλάρια του χωριού. Βαρέσανε και πάλι οι καμπάνες, και ο τελάλης είπε να μαζευτούν όλα τα μουλάρια με τα πιστοποιητικά τους.
Πήρα κι εγώ, η μαύρη, το μουλαράκι μας, έδεσα λίγο σανό στο σαμάρι του και το ανέβασα στη Ράχη. Εκεί, ο γερο-πρόεδρος και ο γερο-παπάς του χωριού είπαν να πάμε τα ζα μας στα Λαγκάδια.
Ξεκίνησα, κι εγώ παιδάκι μου, και μετά από δυόμισι ώρες δρόμο έφθασα στα Λαγκάδια. Στην πλατεία, ήσαν και πολλά άλλα ζώα μαζεμένα, για να πάνε στον πόλεμο.
Το αγκάλιασα το μουλαράκι μας, το φίλησα, του χάιδεψα τα αφτιά, κι εκείνο μου τα κούνησε τρυφερά. Το παρέδωσα σε μια επιτροπή. Κι έκανα πίσω-πίσω, με το πισάγναρο, και παρόλο που δεν ήθελα να το αποχωριστώ έφυγα.
Δεν το ξαναείδα ποτέ. Το λυπήθηκα το κακόμοιρο το ζωντανό μας. Τα μάτια του ζεστά και δακρυσμένα σαν ανθρώπου. Μου λύγισε την ψυχή μου. Πάει το μουλάρι μας, ήταν η ζωή μας.
-Και μετά, τι έκανες γιαγιά;
-Τι να σου ειπώ, Χρίστο μου; Πήρα το δρόμο, η παντέρμη, κλαίγοντας... περπάταγα ώρες, νηστική και λιγωμένη, μέχρι να φθάσω από τα Λαγκάδια στου Σέρβου. Έλεγα πως δεν θα φτάσω, αλλά έφτασα. Όπως σου είπα και πρωτύτερα, πριν λίγες μέρες είχα γεννήσει και το κορίτσι μου, τη γιαγιά σου. Δεν τα καταλαβαίνεις εσύ τώρα αυτά αλλά θα’ρθει καιρός που θα καταλάβεις.
Ποιος ξέρει, ο Θεός μου έδινε δύναμη για να αντέξω όλες αυτές τις πίκρες και τις στεναχώριες...
Και άντεξα, αντέξαμε την τόση δυστυχία, και εγώ και οι άλλες γυναίκες με τα παιδιά και τους γέρους, που μείναμε πίσω στο χωριό, μακριά από το μέτωπο του πολέμου. Και τι δεν αντέχει ο άνθρωπος.
Άντρας νέος δεν υπήρχε στο χωριό. Όλοι ήσαν στα βουνά της Αλβανίας για να πολεμήσουν για την ελευθερία μας.
-Κι εσύ, γιαγιούλα μου, τι έκανες με το μωράκι σου μόνη σου;
-Παιδάκι μου, έμενα στο σπίτι του πεθερού μου, του παππούλη Νίσιου, με τις τέσσερις συνυφάδες μου, τη Λάμπραινα, τη Γιαννού και τη μακαρίτισσα τη Νικόλαινα που πέθανε το 1943 στη μεγάλη πείνα. Αυτές ήταν οι γυναίκες των αδερφών του προπάππου σου, Σταύρου. Τα τέσσερα αδέρφια πήγαν στον πόλεμο και εμείς οι γυναίκες μείναμε πίσω με τα παιδιά μας και τον γέρο πεθερό μας.
Πολύ πικραμένος γέρος, είχε χάσει το πρώτο του παιδί, τον Γιώργο, στον πόλεμο με τους Τούρκους, στη Μικρά Ασία, το 1922. Όλες τις μέρες και όλες τις νύχτες έκλαιγε ο κακομοίρης, ο γέρος, για τα παιδιά του, τον γαμπρό του Διαμαντή Βέργο άντρα της κόρης του Τασούλας, τα ανήψια του και τα γειτονόπουλα.
Σταυροκοπιότανε ο παππούλης Νίσιος γονατιστός να γυρίσουν τα παιδιά του χωριού πίσω. Αλλά... δεν ξέραμε αν θα ξανάρχονταν από τον πόλεμο.
Παρακαλάγαμε τον Θεό μέρα-νύχτα να λυπηθεί τον κόσμο και να γίνει Ειρήνη.
Τα βάσανά μας, όμως, παιδάκι μου, δεν πέρναγαν. Ζωντανά δεν είχαμε πια για να μας βοηθάνε στις δουλειές. Πήγανε στον πόλεμο και αυτά, για την πατρίδα. Εμείς οι γυναίκες κουβαλάγαμε ζαλιά στην πλάτη τα ξύλα και όλα τα χρειαζούμενα για το νοικοκυριό.
Και πώς να ζεσταθούμε, πώς να ζεστάνουμε τα παιδιά μας, μέσα στα κρύα και στα χιόνια του χειμώνα;
Το φαγητό λιγοστό. Τα χωράφια έμειναν άσπαρτα. Ψωμί δεν είχαμε. Αγκόρτσα και βελάνια, και χόρτα δίχως λάδι τρώγαμε. Το λάδι σταγόνα.
-Πόσο καιρό έμεινε στον πόλεμο ο προπάππους μου, γιαγιά;
-Έφυγε μετά του Αγιο-Δημητριού και γύρισε από τον πόλεμο το 1941, τέλος Μάη.
-Τι έκανε στον πόλεμο;
-Μου είχε πει πως όταν σκαπέτησε από το χωριό θεώρησε τον εαυτό του ξεγραμμένο.
Εκεί πάνου που πήγανε στα βουνά της Πίνδου, γινόσαντε σκληρές μάχες. Έγινε άλλος άνθρωπος, μου’λεγε, έγινε άγριος άνθρωπος. Είχε περάσει τρεις ημέρες, μετά από μια μάχη, σε μια σπηλιά, με τρία τέσσερα τσιγάρα, ούτε φαΐ, ούτε ψωμί, ούτε νερό και τα χιόνια ενάμισι μέτρο.
Μια μέρα, χώθηκε στη σπηλιά τρέχοντας και ένας Ιταλός φαντάρος για να σωθεί, και ξενυχτήσανε μαζί, για να ζεσταθούν, και δεν σκότωσε ο ένας τον άλλον, και όταν χωριστήκανε αγκαλιαστήκανε και κλαίγανε. Αυτά ειναι τα κακά του πολέμου.
Σε αυτές τις μάχες, σκοτώθηκαν πολλοί, σκοτώθηκε από τους πρώτους κι ο Διαμαντής ο γαμπρός του. Είχε σκοτωθεί και ο μάγειρας και βάλανε τον προπάππου σου να μαγερεύει μαζί με τον αδερφό του τον Γιάννη. Τους υπόλοιπους φαντάρους που τους έστειλαν σε μια μάχη στα βουνά, τους περισσότερους τους ξέκαναν οι βόμβες.
Μια μέρα, εκεί που έφτιαχναν το φαγητό, τους πήρανε χαμπάρι οι εχθροί, είδανε τη φωτιά και τον καπνό και άρχισαν να τους πυροβολούν. Ο προππάπους σου έχυσε το καζάνι πάνω στη φωτιά και χώθηκε με τον αδερφό του κάτω από το καζάνι, και έτσι γλιτώσανε.
Τα τέσσερα αδέρφια σταθήκανε τυχεροί, σωθήκανε, αλλά γυρίσανε πίσω άρρωστοι από τα κρυοπαγήματα μέσα στα χιόνια, στα βουνά. Ο προπάππους σου έμεινε άρρωστος σε όλη του τη ζωή και χωρίς σύνταξη.
Στο μέτωπο, οι φαντάροι μαγείρευαν με χιόνι, και έτρωγαν χιόνι για να καταλαγιάσουν τη δίψα τους.
Ο κόσμος δυστυχούσε, πείναγε, και στο μέτωπο του πολέμου και πίσω από το μέτωπο, και στα βουνά του χωριού μας και σε όλον τον τόπο. Πείνα, πείνα, πείνα παντού.
Μαυροφορεθήκανε μανάδες, μαυροφορεθήκανε νιόπαντρες γυναίκες, νύφες φορέσανε μαύρο μαντήλι για όλη τη ζωή, παιδάκια μείνανε ορφανά.
Ο πόλεμος αυτός κράτησε χρόνια, μετά έγιναν μεγάλα ανακατώματα και μεγάλες συμφορές, η μεταξύ μας φαγωμάρα.
-Γιαγιά πώς ζούσατε στο χωριό;
-Εγώ, όπως και άλλες γυναίκες συγχωριανές μου, δουλεύαμε, οι καψερές, σκληρά. Δεν υπήρχε τίποτα, ούτε αλάτι να αλατίσουμε, ούτε σπίρτα, ούτε πετρέλαιο. Πηγαίναμε με τα πόδια από το χωριό μακριά στον Πύργο, στη θάλασσα, τέσσερις ημέρες δρόμος και φέρναμε αλάτι ζαλιά. Το δίναμε στους τσοπάνηδες, για να φτιάξουν το τυρί τους, και μας έδιναν και εμάς μια σφέλα τυρί ή μια χούφτα αραποσίτι, από τη φτώχεια τους.
Βάσανα, καημοί και πόνοι. Πώς έζησα δεν ξέρω, παιδάκι μου. Ήθελε ο Θεός.
Να μην τύχει ξανά σε εσάς τους νέους αυτό που ζήσαμε εμείς τότε. Ήταν αληθινή συμφορά, φρίκη.
Μετά τον πόλεμο, τα λεφτά χαθήκανε, δεν είχαν καμιά αξία. Δεν είχαμε ούτε ζα, ούτε δουλειές να δουλέψει ο κόσμος, μείναμε όλοι επί ξύλου κρεμάμενοι.
Ευτυχώς, ξέραμε και βαράγαμε τον κασμά, σκάβαμε και σπέρναμε τον κήπο, το χωράφι, και βγάζαμε λίγο γέννημα, λίγες πατάτες, κανένα φασολάκι, και τρώγαμε από λίγο εμείς και τα παιδιά μας.
Είχαμε πίκρες πολλές, αλλά είχαμε πίστη και ελπίδα ότι θα’ρθουν καλύτερες μέρες. Ο Θεός μου έδωσε δεκατέσσερα παιδιά, και από τα δεκατέσσερα μου χάρισε τα πέντε, και από τα πέντε μου πήρε τα δύο και με βαλάντωσε. Αυτές ήταν οι μεγαλύτερες στεναχώριες.
Από την πολλή δουλειά και την τυραννία, από τον κασμά και τη ζαλιά, η μέση μου γύρισε προς τα κάτω. Και τώρα, προσπαθώ να περπατήσω και κοιτάω το χώμα, δεν μπορώ να σηκώσω ψηλά το κεφάλι μου. Αλλά, δοξαμένος ο Θεός που μου άφησε ακόμα τα λογικά μου.
Καλό μου παιδάκι, έχει πολλά φαρμάκια και πίκρες η ζωή, αλλά το χειρότερο από όλα είναι η φρίκη του πολέμου.
Αχ! Θεέ μου! ας μην ξανάρθει ποτέ πια πόλεμος.
Αθήνα, 20-10-2008
Η καταγραφή της συνέντευξης που είχε παραχωρήσει η προγιαγιά Ντίνα στον Χρίστο είχε γίνει από τη μητέρα του, Ελένη, και του παραδόθηκε πίσω από την τότε δασκάλα του της Β Δημοτικού, κυρία Ευαγγελία, ως ενθύμιο και δώρο, το 2020.
ΕΚΜ