Ν. Γ. Παπαγεωργίου

"Αραπαίοι Κλέφτες Δήμο και Μακρυγιάννη, σας ευχαριστούμε που υπήρξατε η αιτία σήμερα ν΄ αναβαπτιστούμε σε ευγενή Εθνικά ιδεώδη".

Η δεσπόζουσα μορφή της ελληνικής ιστοριογραφίας και φιλολογίας, δύο φορές Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών και Πρωθυπουργός το 1916, ο Σπυρίδων Λάμπρος γράφει:

« Δια να κρίνομεν σωστά το σήμερον πρέπει να γνωρίζομεν το χθες. Βυθίσατε τον Λαόν εις την ιστορίαν του τόπου του, λαός που αγνοεί την ιστορία και το παρελθόν του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει». (1)

Έχουμε από καιρού εισέλθει σε περίοδο εφησυχασμού που ιστορικά είναι ο μεγαλύτερος εχθρός των Ελλήνων, όπως και σε περίοδο που ιδανικό της ζωής είναι η απόκτησις υλικών αγαθών, ενίοτε μάλιστα δια παντός τρόπου, Είναι ο άκρατος υλισμός. Θα προσθέταμε και αμάθειας, διότι τι άλλο είναι όταν ερωτώνται μαθητές Λυκείου για το 1821 και το συγχέουν με κάποιο ποδοσφαιρικό τους ίνδαλμα ή με σύγχρονα πολιτικά πρόσωπα! Ο αείμνηστος ιστορικός Θάνος Βαγενάς έλεγε πάντα:

«Δεν υπάρχει τόπος χωρίς ιστορία, τόποι χωρίς ερευνητές της ιστορίας υπάρχουν».[2]

Ο δε Ακαδημαϊκός Διονύσιος Κόκκινος στο μνημειώδες έργο του «Η Ελληνική Επανάστασις», γράφει:

«Κάθε πέτρα του Μοριά έχει την δόξα της».[3]

Πριν ή μιλήσουμε για τους Αραπαίους Κλέφτες, δύο λόγια για τον οικισμό: Για την πρώτη οίκηση του οικισμού δεν έχουμε στοιχεία .Ο λεπτομερής κατάλογος των οικισμών της Πελοποννήσου 13ος-18ος αι., του εμβριθούς Βασίλη Παναγιωτόπουλου, ο οποίος πήρε τα στοιχεία που υπάρχουν στο ίδρυμα «Κύριλλος και Μεθόδιος», της Σόφιας (Βουλγαρία) δεν τον αναφέρει. Στην απογραφή που έκαμε ο GRIMMANI (Επώνυμο Ενετών ευγενών) τo 1700 υπάρχει το «Αραποχώρι» το οποίο ήταν στο TERRITORIO (Επαρχία) της Κορώνης.[4] Ενδεχομένως κάποιος ανυπότακτος ή φονιάς Τούρκου, όπως ο Σερβαίος Ντάρας και στη συνέχεια ο Κόλιας Πλαπούτας να διέπραξε κάποιο φόνο και να κατέφυγε στο απρόσιτο Αράπηδες. Η ιστορική έρευνα δεν σταματά ποτέ.

Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΔΗΜΟΣ

Κινούμενος για πέντε δεκαετίες στην αχλύ (το σκοτείνιασμα), ή το έρεβος των ιστορικών στοιχείων, κατέστη εφικτό ν' ανασυρθούν από τον ιστορικό λήθαργο οι Αραπαίοι Κλέφτες, Καπετάνιος Δήμος[5] και Μακρυγιάννης.[6] Έτσι για τον τιμώμενο Κλέφτη Δήμο, ο άλλοτε διευθυντής της βιβλιοθήκης Ανδριτσαίνης, έγκριτος και έγκυρος ιστορικός, αείμνηστος φίλος Αγησίλαος Τσέλαλης στο βιβλίο του «Πλαπούτας», είναι σαφής:

"Τούτο τον καιρό - γράφει - το (1755) που ήλθε ο Κόλιας Πλαπούτας στην Ηραία ήσαν πολλοί Παλουμπαίοι καπεταναίοι: Ο Μαυροειδής Πιτσούνης, ο Θανασάς από Βλαχόραφτη, ο Δήμος από τους Αράπηδες που είχε το «γιατάκι» του στη Γορτυνιακή Αράχωβα στη θέση «Μαρτιάκο» κι' έβγαινε κι' αγνάντευε στα πέντε αλώνια, ο Λιάκος Παλουμπιώτης, ο Μπίρης κ.α.[7]"

Αλλά και ο ιστορικός Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος (πρόεδρος της Εταιρ. Πελοποννησιακών Σπουδών), που έχει εκδώσει πολλά βιβλία, σ' ένα απ΄ αυτά το 1948 «η Αράχωβα και το εξ αυτής δημώδες άσμα του Κλέφτη Δήμου» είναι σαφής και κατηγορηματικός:

"Ο Κλέφτης Δήμος -γράφει-προήρχετο εκ του χωρίου Αράπηδες του Δήμου Ηραίας της Λιοδώρας".

Μάλιστα στην εκτεταμένη βιβλιογραφία που παραθέτει - καταφεύγει και σε δημοσίευμα (ως προς τα πέντε αλώνια ) στην εφ. «Ακρόπολις» της 2ας Αυγούστου 1913 του πατέρα της ελληνικής λαογραφίας Νικολάου Γ. Πολίτη.[8] Δεδομένου λοιπόν κατά Τσέλαλη[9] ότι όλοι προέρχονται από την ίδια φάρα (τους Ντρέδες Χριστιανούς των Σουλιμοχωρίων), δεν μπορούμε να μην λάβουμε υπόψη και αυτό που γράφει ο αγωνιστής του 21 Γρηγοριάδης στο βιβλίο του «Ιστορικαί Αλήθειαι» για τον Δήμο τον Σουλιμιώτη, «ο οποίος εφημίζετο στο άλμα, την τουφεκοβολήν και την ανδρείαν».[10] Ίσως να πρόκειται για τον ίδιο.

Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΙΜΩΜΕΝΟΣ, ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ

Όσο για τον δεύτερο τιμώμενο Αραπαίο Κλέφτη Μακρυγιάννη ο εμβριθής έγκυρος και έγκριτος ιστοριοδίφης αείμνηστος φίλος Θάνος Βαγενάς από τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας, παρουσιάζει κατάλογο Κλεφτών όπως του Παναγούλια (Βαλτεσινίκο), Μπούπουλα ή Κούνα, Κοντογιάννη, Κόλια Βυτινιώτη, Αλέξη Ντούρτα, Λιάκο Λαστιώτη, Δήμο Κλεισιούνη από Λάστα, Μαυριειδή, Πλαπούτα, Πανουργιά, Θανασά από Ράφτη, Σταματέλο Τουρκολεκιώτη, πατέρα του περιώνυμου Νικηταρά και του Μακρυγιάννη από το χωριό Αράπηδες της Λιοδώρας,[11] για ν' αρκεστούμε στην ενδεικτική αυτή καταγραφή. Για περίφημο Κλέφτη Μακρυγιάννη, σύντροφο του Ζαχαριά αναφέρεται και ο Ακαδημαϊκός Διον. Κόκκινος, σ' ένα ευρύ κατάλογο χωρίς να παρουσιάζει, όπως και σε όλους τον τόπο καταγωγής τους.[12] Εμείς λαμβάνουμε υπ' όψη μας μόνο τους Βαγενά , Τσέλαλη και Γριτσόπουλο που αναφέρονται ονομαστικά στην «Αραπαϊκη» καταγωγή των ηρώων μας.

Εδώ ταιριάζει ν' αναφερθεί πως και το επώνυμο Μπουρνάς, που είναι τόσο διαδεδομένο στην περιοχή, προέρχεται από τον περίφημο λεβέντη Κλέφτη Σπήλιο Μπουρνά από την Κορφοξυλιά, δίπλα απ' τα Μαγούλιανα, "που τα παιδιά του έφυγαν και πήγαν στη Λιοδώρα να πολεμήσουν στην επανάσταση". Για το Σπήλιο (Μπουρνά ) της Κορφοξυλιάς και τον Δήμο Κλεισιούνη από την Λάστα υπάρχουν μάλιστα και δύο ωραία τραγούδια.[13] Το τοπωνύμιο «πέντε αλώνια» που υπάρχει και σε άλλους ελληνικούς χώρους, ακόμη και τον Κολοκοτρώνη έβαλαν να το τραγουδά:

Ο Θοδωράκης κάθεται, στις Ζάκυνθος το κάστρο

Βλέπει τις Κόρθος τα βουνά , βλέπει τα πέντε αλώνια

Βλέπει και τα' Αρκουδόρεμα το δόλιο Λιμποβίτσι

Βλέπει της Πιάνας τα βουνά, τα κλέφτικα λημέρια

Και του ‘ρθε το παράπονο και κάθεται και κλαίει.(14)

Αλλά όπως τεκμηριώνει ο Γριτσόπουλος τα πέντε αλώνια του Αραπαίου Δήμου είναι τα της Αράχωβας.

Πηγή σπάνια για τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια και τη ζωή των Κλεφτών είναι το βιβλίο του Γάλλου Κλαύδιου-Κάρολου Φωριέλ που εξεδόθη, διαρκούσης της Επαναστάσεως, στο Παρίσι το 1824.[15] Ο Φωριέλ υπήρξε γραμματέας του επαναστάτη Φουσέ που συνέβαλε στην καρατόμηση του Λουδοβίκου του ΙΕ και καθηγητής στη Σορβόνη. Επανεξεδόθη το 1955 στην ελληνική, με εκτεταμένη εισαγωγή 86 σελίδων, του Αρκάδος Ακαδημαϊκού Νίκου Α. Βέη (BEES).[16] Από τον Φωριέλ μέσω του σοφού Ανδρέα Μουστοξύδη[17] έφθασαν στα χέρια του «Όμηρου της Γερμανίας» του Γκαίτε ο οποίος διαβάζοντας τα είπε ότι τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια είναι τα ωραιότερα απ' όσα γνωρίζει. (18)

ΤΙ ΗΤΑΝ ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ

Αλλά τι ήταν οι Κλέφτες, δύο από τους οποίους τιμάμε σήμερα. Ας παρακολουθήσουμε την πορεία τους από την αρχή. Η σκλαβιά έπεσε βαριά στην «Κατωτική Ελλάδα» και στον αρκαδικό πληθυσμό, ύστερα από τις αλλεπάλληλες οθωμανικές επιδρομές και την τελική κατάκτηση του τόπου.[20] Η αποφράδα Τρίτη της εβδομάδας, που έγινε η κατάληψη της Πόλης (29-5-1453), έμεινε στη λαϊκή παράδοση, σαν η χειρότερη ημέρα του Ελληνισμού. Και το γεγονός της άλωσης της Κωνσταντινούπολης έγινε τραγούδι-Μοιρολόγι, που λεγόταν από τους έλληνες στα μαύρα χρόνια εκείνης της σκλαβιάς από τους Αγαρηνούς. Στα 1854 ο ιατροφιλόσοφος Ιωάννης Πύρλας[21], γνωστός στους ερευνητές και από το διάτρητο από βόλι κρανίο που κατείχε, του γιου του Θ. Κολοκοτρώνη Πάνου, στην εφημερίδα «Βελτίωσις»[22] που εξέδιδε στην Τρίπολη δημοσίευσε το ακόλουθο τραγούδι-Μοιρολόγι της Σκλαβιάς.

Βουνά μου μη χιονίσετε, κάμποι μη παχνιαστείτε

Και σεις χελιδονάκια μου, στα μαύρα να ντυθείτε.

Για δώστε λόγο στις Φραγκιές να πεταχτούν οι Φράγκοι,

Για να σκοτώσουν την Τουρκιά, κι΄ αυτούς τους γιανιτσάρους.

Πήραν την Πόλη επήρανε, την κοσμοξακουσμένη,

Πήραν και την Αγιά - Σοφιά , το Μέγα Μοναστήρι,

Πού ‘χει τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες

Πάσα καμπάνα και παπάς και διάκος κι' αναγνώστης.

Πήραν τον Πρωτοσσύγγελο με τον Δεσπότη αντάμα.[23]

Μέσα από το αρκαδικό αυτό τραγούδι, που λίγοι γνωρίζουν, βλέπει κανένας πόσο τεχνικά αλλά και λυπητερά είναι βαλμένος ο πόνος της απώλειας «του Βασιλείου των Γραικών» κι΄ η κάποια ελπίδα στους Φράγκους να βοηθήσουν στην Απελευθέρωση του Γένους των Ελλήνων. Έτσι λοιπόν βγήκε στα βουνά η ανυπότακτη αυτή φυλή οι Έλληνες.[24]

ΠΑΝΤΟΤΙΝΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Την ένοπλη αντίσταση του Ελληνικού λαού κατά του κατακτητού την περιγράφει με λίγα λόγια στα πολύτιμα απομνημονεύματά του, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ως γνωστόν ο Θ. Κολοκοτρώνης αναφέρεται περιληπτικά, εκτός από τα του Αγώνος και στα τριακόσια προηγούμενα χρόνια από τότε που τα υπαγόρευσε στο σοφό δάσκαλο του Γένους μας, δικαστή του, αλλά και βιογράφο του Γεώργιο Τερτσέτη.[25] Σήμερα η επιθυμία των γονέων ενός παιδιού είναι να ιδούν το παιδί τους επιστήμονα να προοδεύει. Τότε είχαν άλλα ιδανικά και όνειρα. Τον ορισμό δίνει ο Γέρος.

«Το Κλέφτης ήτον καύχημα. Έλεγε είμαι Κλέφτης και η ευχή των πατέρων ενός παιδιού ήτον να γίνει Κλέφτης».

Το "Κλέφτης" εβγήκε από την εξουσία» , δηλαδή τους Τούρκους . Την ίδια άποψη διατυπώνει και ο εκ των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας, Εμμανουήλ Ξάνθος (τους οποίους ιδρυτές της Φ.Ε., άσημους μικρεμπόρους, ο μεγάλος Καποδίστριας δεν τους απεδέχετο καθόλου διότι δεν «εστοχάζοντο πολιτικά» και τους αποκαλούσε ειρωνικά «εμποροϋπαλλήλους»!)[26] Γράφει στ' απομνημονεύματά του, ότι οι ένοπλοι «ονομάστηκαν καταχρηστικώς Κλέπται».[27] Τα ίδια διετύπωσε, O Κολοκοτρώνης και σε μια συνομιλία που είχε με τον Άγγλο ναύαρχο του στόλου της Μεσογείου, τον Άμιλτον (Hamilton), που βρέθηκαν το 1823 στο Ναύπλιο όταν εκείνος τον παρότρυνε να συνθηκολογήσουν με τους Τούρκους

«Εσείς οι Έλληνες -του είπε ο Άμιλτον- πρέπει να ζητήσετε συμβιβασμό με τους Τούρκους και η Αγγλία θα μεσιτεύσει!».

-Εγώ, του αποκρίθηκα. διηγείται ο Γέρος.

-«Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς καπιτάν Άμιλτον, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάναμεν με τους Τούρκους! ΄Αλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί και καθώς εμείς, εζούσαμε ελεύθεροι από γενεά σε γενεά! Ο βασιλεύς μας, (ο Παλαιολόγος), εσκοτώθη, καμία συνθήκη δεν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήταν πάντοτε ανυπότακτα!!!».

-Ποία είναι η βασιλική φρουρά, και ποία τα φρούρια ρώτησε ο Άγγλος ναύαρχος.

-«Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά.

Έτσι δεν με ομίλησε πλέον!».[28]

Αλλά ας πάρουμε από την αρχή το θέμα της αντίστασης των Ελλήνων εναντίον της κατάκτησης και της Σκλαβιάς. Από τα Βυζαντινά χρόνια, ήδη υπήρχε ο θεσμός της φρουρήσεως των Κλεισωρειών (ντερβενίων) και είχαν αναγνωριστεί «οι καπετάνιοι» φρουροί στην περιοχή των Βαλκανίων.[29] Και στους τελευταίους αγώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας προς τους ξένους επιδρομείς (Φράγκους, Βενετσάνους, Γενοβέζους, Οθωμανούς), οι «κεφαλάδες».είναι οι εκπρόσωποι της εντόπιας στρατιωτικής τάξεως που αντιστέκεται στον κατακτητή. Ύστερα από την τελειωτική οθωμανική κατάκτηση οι ανυπότακτοι κάτοικοι κάθε τόπου βρήκαν καταφύγιο στις ορεινές περιοχές, σπάζοντας τις κοινωνικές αλυσίδες, όπως λέει το δημοτικό τραγούδι:

Εγώ ραγιάς δεν γίνομαι, χαράτσι δεν πληρώνω

σαν τα' αγριμάκια του βουνού, γυρίζω, δε μερώνω.[30]

Όπως κι΄ ένα άλλο:

Στις χώρες σκλάβοι κάθονται, τους Τούρκους εργατεύουν

Και στα βουνά κλεφτόπουλα με το σπαθί στο χέρι

Πασά τους έχουν το σπαθί, βεζύρη το ντουφέκι

Κάλλιο να ζω με τα θεριά παρά να ζω με Τούρκους!!![31]

Σε κάθε ευκαιρία ξεσηκώματος, σήκωναν το «μπαϊράκι» τους τη σημαία κι' έπαιρναν μέρος στους αγώνες για την ελευθερία. Έτσι δημιουργήθηκαν οι πρώτοι Πρόμαχοι των Σκλάβων, των ραγιάδων των Βαλκανίων, οι οποίοι σε κάθε τόπο είχαν ξεχωριστό όνομα, που πολλές φορές άλλαζε σαν λέξη, αλλά ποτέ σαν σημασία μέσα στα χρόνια της Σκλαβιάς. Στην κυρίως Ελλάδα εκείνο το όνομα που επεκράτησε περισσότερο είναι το «Κλέφτης». Με την ατιμωτική λέξη «Κλέφτης», προσπάθησε η εξουσία, δηλ οι κατακτητές να συκοφαντήσει τον ηρωϊκό αγώνα της Αντίστασης. Αλλά η λέξη έγινε Σύμβολο και θρύλος στους υπόδουλους λαούς και τα βουνά της Ελλάδας γέμισαν από τα καλλίτερα βλαστάρια της που σήμερα τιμάμε και τα έχουμε τιμή μας και καμάρι μας. Ένα από τα καλλίτερα δημοτικά τραγούδια μας λέει:

Μάνα με καταράστηκες, βαριά κατάρα μου ‘πες

Κλέφτης να βγεις παιδάκι μου, κάμπους βουνά να τρέχεις ,

Ολημερίς να πολεμάς και να ‘χεις όλη νύχτα

Μια πέτρα για προσκέφαλο και το σπαθί για στρώμα

Και το βαρύ ντουφέκι σου, σαν κόρη αγκαλιασμένο.

Να ήσουνα πετροπέρδικα , να πέταγες τα' αψήλου

Να αγνάντευες πως πολεμούν οι Κλέφτες με τους Τούρκους

Να αγνάντευες το γιόκα σου μπροστά να τρέχει απ' όλους.[32]

Τους Κλέφτες της κυρίως Ελλάδος, οι άλλοι λαοί των Βαλκανίων τους είπαν «Χαϊντούκ» και οι κάτοικοι της Κρήτης «Χαίνηδες». Είχαν όμως και άλλα ονόματα, όπως Ζυγιώτες και Καμπίτες, Λεβέντες, Τζεβελέκοι, Ζορμπάδες, Ντρέδες στη Μεσσηνία και Μεϊντάνηδες.[33]

Εδώ θα πρέπει να θυμίσουμε πως από τους «Ντρέδες», το «Ψάρι των Σουλιμοχωρίων» κατάγονταν ο Γιαννάκης Ντάρας γενάρχης των Νταραίων του Σέρβου που ήλθε εδώ 20/χρονος κυνηγημένος από τους Τούρκους το 1735, ο οποίος και περιέθαλψε είκοσι χρόνια αργότερα τον γενάρχη των Πλαπουταίων Κόλια, ο οποίος ήλθε και αυτός κυνηγημένος για την ίδια αιτία.[34] Οι κατακτητές (Φράγκοι, Βενετσάνοι, Οθωμανοί), μη μπορώντας πολλές φορές ν' αντιμετωπίσουν τους «Κλέφτες» και να τους συντρίψουν, αναγκάστηκαν να έλθουν σε συμφωνία μαζί τους και να τους αναγνωρίσουν σαν στρατιωτικούς καπεταναίους του τόπου. Έτσι οργανώθηκε ο θεσμός των «Αρματολών», (δηλ. των ανθρώπων των αρμάτων), που κυριάρχησαν σε μερικούς ελληνικούς τόπους με κληρονομικά μάλιστα «Αρματολίκια». Ο Αρματολισμός μπόρεσε κυρίως να στεργιώσει στη Ρούμελη, στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία, όπου έφθασαν να οργανωθούν 17 ονομαστά Αρματολίκια![35] Έφθασαν μέχρι του Ισθμού της Κορίνθου, γράφει ο Φωριέλ.[36] Και ο Κόκκινος ο Ακαδημαϊκός τονίζει ότι η Πύλη δεν είχε αναγνωρίσει στο Μοριά αρματολίκια.[37] Στο Μοριά όμως εκείνο που κυριάρχησε ήταν μόνο η Κλεφτουργιά. Συνειρμικά έρχεται κατά νουν αυτό που οδήγησε τον Σουλτάνο (ύστερα από την πανωλεθρία της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια), να πει στον υποτελή του βασιλιά της Αιγύπτου Μοχάμετ Άλη, ο οποίος έστειλε το θετό του γιο Ιμπραήμ για να υποτάξει το Μοριά

Θέλω τη στάχτη του Μοριά.[38]

Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ

Εδώ όμως πρέπει να δοθεί και ο ορισμός των ενόπλων Ελλήνων, όταν ήσαν υπόδουλοι, διότι κάποιοι ιστοριογραφούντες μη επαρκώς κατατοπισμένοι παρασύρονται, κάνουν αυθαίρετες ιεραρχικές τοποθετήσεις και επαινούν με τη γραφίδα τους, τίτλους και κατ' επέκταση ανθρώπους που δεν το αξίζουν. Ας δώσουμε τον ορισμό: Τρία ήσαν τα ένοπλα τμήματα κατά τη διάρκεια της μακραίωνης σκλαβιάς:

Οι Κλέφτες, οι Αρματολοί και οι Κάποι.

Ας τους δούμε ξεχωριστά.[39]

Α) Ο «Κλέφτης» που την προσωνυμία την έδωσε ο κατακτητής, ήταν ο αδούλωτος Έλληνας που ποτέ δεν έσκυψε το κεφάλι στον κατακτητή, και που η ύπαρξή του μπορεί να συνταυτιστεί με τους Εθνικούς Αγώνες των Σκλάβων. Ήταν αυτός που μαζί με τον Κλήρο κράτησαν άσβεστη για αιώνες τη φλόγα της Εθνικής συνείδησης. Απέτρεψαν αυτό που είπε αργότερα ο Λένιν και το επανέλαβε ο Κίσσινγκερ (Kissinger).

"Αν θέλεις να εξαφανίσεις ένα λαό, εξαφάνισε τη γλώσσα του.[40]"

Τους οφείλουμε την Εθνική μας ύπαρξη. Εκπρόσωπος τους ήταν ο θρυλικός Ζαχαριάς, σύγχρονος των Αραπαιίων Κλεφτών και δάσκαλος στον 16/χρονο Κολοκοτρώνη. Υπάρχει ένα γράμμα του που έστειλε με δύο παραλήπτες: τους Προεστούς (Κοτσαμπάσηδες ) και τον Μόρα βαλεσή τον Τούρκο πρωθυπουργό όπως θα λέγαμε σήμερα.

«Κάνετε καλά να μου πληρώσετε τους λουφέδες (μισθούς) των παλικαριών μου, δια να μην έχετε κάθε καιρόν ταραχήν, 24 πουγγιά τον χρόνον να ησυχάσω. και όχι να ρίχνετε το τασίλι (φόρο) εις τους φουκαράδες»

Β) Ο Αρματολός είναι εκείνος ο ένοπλος Έλληνας που εμίσθωνε την πολεμική του τέχνη στους Βενετσάνους ή τους Οθωμανούς, αλλά, και συχνότατα γινόταν Κλέφτης ο ίδιος. Για τη συμπεριφορά των Αρματολών, που ήκμασαν στη Ρούμελη και Βόρειο Ελλάδα, σε όλους μας είναι γνωστά τα «καπάκια» δηλ η συναλλαγή με τον εχθρό που δεν ακούστηκαν ποτέ στο Μοριά. Η δυσδιάκριτη διαφορά -γράφει ο Άγγλος καθηγητής και υπουργός, Κ.Μ. Γουντχάους (C. M. Woodhouse)-, για να επικαλεστούμε ξένο και αμερόληπτο, συνίστατο ότι οι Αρματολοί είχαν την άδεια της τουρκικής εξουσίας να καταδιώκουν τους Κλέφτες.[41] Αλλά και ο έγκυρος και έγκριτος Φωτάκος, υπασπιστής του Κολοκοτρώνη γράφει:

«Όστις (αρματολός) εσκώτονεν Κλέπτην, δεν ετιμωρείτο ούτε κατεδιώκετο, μάλιστα επαινείτο και επληρώνετο από την εξουσίαν (τους Τούρκους), διότι τον έκαμαν ασύδοτον, τον είχαν μαζί των και είχε την άδειαν να φέρει όπλα ελευθέρως.[42] Γ) Και η τρίτη κατηγορία των ενόπλων: οι Κάποι. Ο Κάπος είναι ο ένοπλος Έλληνας του Μοριά, ο μισθοδοτούμενος από τους Προεστούς ( Κοτσαμπάσηδες ) της επαρχίας του, που υπάκουε μόνο σ' αυτούς για τη φύλαξη της Επαρχίας από τους κλέφτες, και από τους κακοποιούς, αλλά συχνά και ο οποίος γινόταν Κλέφτης. Η προσφορά των δύο τελευταίων κατηγοριών (Αρματολών και Κάπων) στην Εθνική υπόθεση εξαρτάται από την ατομική των διαγωγή απέναντι στα διάφορα Απελευθερωτικά κινήματα. Οι συχνές όμως ιδιότητες των Αρματολών, των Κλεφτών και των Κάπων, σε Κλέφτες, έφεραν σύγχυση, αλλά και ανάμιξη των Κλεφτών και Αρματολών σ' ένα όνομα: των «Κλεφταρματολών». Και πάλι το αλάθητο δημοτικό τραγούδι:

Της νύχτας οι Αρματολοί και της αυγής οι Κλέφτες

Ολονυχτίς κουρσέυανε και την αυγή κοιμούνται, ή

Τριάντα χρόνια Αρματολός, είκοσι χρόνια Κλέφτης.[43]

Ο πόθος όμως για τη λευτεριά, μαζί με την άνοδο -περισσότερο των Ελλήνων του Εξωτερικού- της ικανότατης αυτής φυλής, που ο μεγαλύτερος εχθρός της είναι ο ίδιος ο εαυτός της, μεγάλωνε με αποτέλεσμα μόνο στο Μοριά το 1800 στο λυκαυγές του 19ου αιώνα, να υπάρχουν στα βουνά 3000 Κλέφτες. Ήταν η λανθάνουσα επανάσταση.

Κάθε κορφή και φλάμπουρο,

Κάθε κορφή και Κλέφτης.[44]

Αυτή ήταν και η αιτία που άρχισε ο φοβερός διωγμός τους. Ήταν τότε που οι Τούρκοι. την 1-2-1806, έκαψαν με προδοσία τον αδελφό του Θ. Κολοκοτρώνη Γιάννη μαζί με τους συντρόφους του στο ληνό της Μονής Αιμυαλών παρά την Στεμνίτσα και ο αδελφός του Θεόδωρος αγνάντευε από την Κλινίτσα.

Κι' ήταν επίσης τότε που ο Γιωργάκης Πλαπούτας τον έκρυψε σε μία σπηλιά. (45) (Λέγεται, χωρίς να είναι τεκμηριωμένο) πως είναι η Σπηλιά της Δρυμίνας

Η συμπεριφορά αυτή του Πλαπούτα, που όπως γράφει ο Κολοκοτρώνης «βρήκα τον Πλαπούτα στη στάνη»[46] και γενικότερα του Παλούμπα είναι η μεγαλύτερη προσφορά προς το Έθνος. Και μόνο γι' αυτό θα έπρεπε να υπάρχει και να διδάσκεται στα σχολικά βιβλία. Άλλοι λαοί κατασκευάζουν ήρωες. Εμείς έχουμε και τους αγνοούμε. Τα πανίσχυρα Μ.Μ.Ε. προβάλλουν στην εύπλαστη νέα γενιά ξένα πρότυπα και αχυρένιους ήρωες: Σπάιντερμαν, Σούπερμαν κα. Οι δικοί μας πραγματικοί ήρωες έχουν πέσει στον ιστορικό λήθαργο. Η Πολιτεία τους αγνοεί. Τους θυμούνται μόνο κάποιες εφημερίδες της περιφέρειας, όπως και κάποια Σωματεία. Χωρίς να φύγουμε από το θέμα μας θα σας αναφερθεί ότι ο σοφός Δάσκαλος του Γένους μας, δικαστής αλλά και

βιογράφος του Κολοκοτρώνη Γ.Τερτσέτης τον τοποθετεί στους τρεις μεγαλύτερους του αιώνα του μαζί με τον Γ. Ουάσινγκτων και τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη.

Οι Αμερικανοί τίμησαν τον Εθνικό τους ήρωα, με την Πρωτεύουσά τους, με ομώνυμο Πανεπιστήμιο, με τα δολάριά τους. Οι Γάλλοι τίμησαν και εξακολουθούν να τιμούν τον Ναπολέοντα, ο οποίος δεν έκαμε την Επανάσταση, αλλά έγινε απ' αυτή και ο οποίος, όπως επαίρονταν οι Βοναπάρτε στον γιο του Κολοκοτρώνη Κολίνο, όταν σπούδαζε στα «Παρίσια», ότι κατάγονταν και ο Ναπολέων από τους Έλληνες της Κορσικής![47] Στην Πατρίδα μας προέκυψαν τρεις περιπτώσεις να τιμηθεί ο Εθνικός μας ήρωας, οι δύο χάθηκαν: το αεροδρόμιο των Σπάτων και τα νέα νομίσματα. Παραμένει η Τρίτη: Η ταπεινή γραφίδα του ομιλούντος, αγωνίζεται και θα εξακολουθήσει ώστε το ιδρυθέν Πανεπιστήμιο της Τριπολιτσάς να ονομαστεί ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ.

Ποταμοί αιμάτων έρευσαν κατά την μακραίωνη δουλεία. Ο Λαός όμως πάντα ύμνησε τα σημαντικότερα γεγονότα. Εξ αυτού και μόνο ο Αραπαίος Κλέφτης Καπετάνιος Δήμος ήταν σημαντικός. Στον ξεχασμένο οικισμό Αράπηδες, εκτός από τους δύο τιμημένους προεπαναστατικούς κλέφτες που παρήγαγε, τον Δήμο και τον Μακρυγιάννη, επί πλέον του οφείλουμε και για την προσφορά του στην ελληνική Γραμματεία, με το τραγούδι του Δήμου που άντεξε και αντέχει στους αιώνες. Το όνομα Δήμος γράφει ο Φωριέλ, είναι σύντμησις του Δημήτριος και υπήρχαν αρκετοί καπεταναίοι φέροντες αυτό τ' όνομα.[48] Μέσα από τους στίχους αυτούς βγαίνει η οικογενειακή συμφορά που έπαθε ο ήρωάς μας. Σε μια επιδρομή τους, στους Αράπηδες οι Βάρβαροι κατακτητές Τούρκοι αιχμαλώτισαν την οικογένειά του, και την οδήγησαν στη σφαγή, ή στα σκλαβοπάζαρα, έκαψαν το σπίτι του, πήραν και τη στάνη του. Ο λαός το έκαμε τραγούδι.

Μαράθηκαν τα δέντρα κι' όλα τα κλαριά
μαράθηκε κι» ο Δήμος από τα κλάματα

Βγαίνει στα πεντ' αλώνια κι' αγνάντιο στο χωριό

Βλέπει φωτιές και καίνε , καίνε σι σπίτι του,

Κι ένα κακό μεγάλο μέσα στη στάνη του.

Κι η μάνα του τού λέει και τον παρηγορεί:

-Σώπα καημένε Δήμο και μην πικραίνεσαι

κι εγώ σου φτιάχνω σπίτια σου παίρνω πρόβατα...

-δε θέλω' γω τα σπίτια ούτε τα πρόβατα

μα θέλω τα παιδιά μου και τη γυναίκα μου.[49]

Οι Κλέφτες ζούσαν τη σκληρότερη ζωή, ζούσαν σαν τ' αγρίμια. Ούτε λαμπροφορεμένοι ήσαν, ούτε καβάλα πήγαιναν στην εκκλησιά, για να πάρουν αντίδωρο από του παπά το χέρι, ούτε έλαμπαν όπως λάμπει ο ήλιος στα βουνά και στα λαγκάδια, (μην ξεχνάμε ότι όταν άρχισε η πολιορκία της Τριπολιτσάς 1-4-1821, ο Κολοκοτρώνης έβαλε τάμα με τους καπεταναίους του να μην αλλάξουν πουκάμισο αν δεν έπαιρναν πρώτα την πόλη). Πεντέμιση καλοκαιρινούς μήνες πολεμούσαν φορώντας κάποιο βρώμικο και ψειριασμένο κουρέλι. Ο λαός όμως σ' αυτούς στηριζόταν και τους υμνούσε. Και η ευχή των ίδιων όταν έπιναν ήταν πάντα το «καλό βόλι»,[50] διότι ήξεραν ότι αν έπεφταν ζωντανοί στα χέρια των Τούρκων, τους περίμενε ο πιο μαρτυρικός θάνατος του ανασκολωπίσματος (παλουκώματος).[51]

Η ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΚΛΕΦΤΩΝ

Η προσφορά των Κλεφτών ήταν πολλαπλή.

α) Κράτησαν άσβεστη τη φλόγα της Εθνικής συνείδησης.

β) Όταν εξερράγει η Επανάστασις ένα τμήμα του ορεινού πληθυσμού βρέθηκε ετοιμοπόλεμο διότι εκεί ήκμασε η Κλεφτουργιά. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Κολοκοτρώνης όταν έπινε το ποτήρι του ποτέ δεν έλεγε το γνωστό «εις υγείαν», αλλά

«ο Θεός να μας φυλάει από τους συντρόφους μας τους καμπίσιους»,

διότι έβαζαν στην κάνη του όπλου πρώτα το βόλι και μετά το μπαρούτι και αλλού σκόπευαν και αλλού χτυπούσαν, ενώ οι Κλέφτες περνούσαν το βόλι από το δακτυλίδι.[52] γ) Και η Τρίτη προσφορά των κλεφτών, ο περιορισμός των αυθαιρεσιών του Τούρκου δυνάστη. Ένα μόνο παράδειγμα, αλλά ανατριχιαστικό: Στην Μονεμβασιά ο φοβερός Τούρκος Αλήμπεης θέλησε να «τρυγίσει» μια νεαρά παρθένο Ελληνοπούλα «της οποίας το κάλλος καταφλόγησεν την καρδία του», όπως γράφει ο σύγχρονος ιστορικός Αμβρόσιος Φραντζής.[53] Η Ελληνοπούλα απέκρουσε τις προτάσεις του. Τότε ο θηριοδέστατος Αλήμπεης διέταξε τρεις από τους υπηρέτες του, και έθεσαν τους μαστούς της νέας μεταξύ της κασέλας και του σκεπάσματος, και αναβάντες πατούσαν με δύναμη έως ότου εκόπησαν οι μαστοί και η νέα πέθανε από μαρτυρικό θάνατο. Έ λοιπόν αυτόν τον επίσημο Τούρκο Αλήμπεη ο Κλέφτης Ζαχαριάς τον έκαμε κομμάτια με το σπαθί του και τα έστειλε με Τούρκους στους επίσημους Τούρκους με μια επιστολή που έγραφε:

-Αυτά παθαίνουν όσοι Οθωμανοί παραβιάζουν την τιμή και τη θρησκεία των Χριστιανών.[54]

Τελειώνοντας δύο τέτοιοι -σαν τον Ζαχαριά- λαϊκοί εκδικητές, προς τον άφιλο βάρβαρο Ασιάτη κατακτητή, τον κακό γείτονα τον Τούρκο υπήρξαν και οι Κλέφτες Δήμος και Μακρυγιάννης, όπως και ο Μπουρνάς.

 

Βιβλιογραφία:

(1)Δημήτρη Φωτιάδη, η δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, έκδοσις ενάτη Αθήνα 1986 σ324.

[2] Θάνος Κ. Βαγενάς, ιστοριοδίφης, ιδρυτής του Κέντρου Αρκαδικών Μελετών. Εξέδιδε την εφ.«Αρκαδικά» και στη συνέχεια διμηνιαίες, τριμηνιαίες και ετήσιες εκδόσεις. Επίσης και πλήθος ιστορικών βιβλίων και άρθρων.

[3] Διονυσίου Α. Κόκκινου, Ακαδημαϊκού, «Η Ελληνική Επανάστασις» Έκδοσις 5η τόμος 6ος σ322.

[4] Βασίλη Παναγιωτόπουλου «Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος -18ος αιώνας, » Αθήνα 1985 σσ263 και 301.

[5] Αγησίλαου Τσέλαλη, διευθυντού Βιβλιοθήκης Ανδριτσαίνης,«Πλαπούτας», ΒιογραφίαΑνέκδοτο Αρχείο Απομνημονεύματα. Αθήνα 1962 σ39.

[6] «Αρκαδικά», Ιδρυτής Θάνος Κ. Βαγενάς, Διμηνιαίο περιοδικό-λόγου τέχνης - ζωής του "Κέντρου Αρκαδικών Μελετών", Χρόνος Α-τεύχος 3 -1973 σ12.

[7] Αγησίλαου Τσέλαλη, διευθυντού Βιβλιοθήκης Ανδριτσαίνης,«Πλαπούτας», Βιογραφία Ανέκδοτο Αρχείο Απομνημονεύματα. Αθήνα 1962, σσ 39,40.

[8] Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου, Προέδρου της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών, «Αράχοβα η Γορτυνιακή και το εξ αυτής δημώδες άσμα του Κλέφτη Δήμου. Εν Αθήναις 1948», σ4.

[9] Αγησίλαου Τσέλαλη, διευθυντού Βιβλιοθήκης Ανδριτσαίνης,«Πλαπούτας», Βιογραφία Ανέκδοτο Αρχείο Απομνημονεύματα. Αθήνα 1962, σσ 38,39,40.

[10] Αθανασίου Γρηγοριάδη, Αγωνιστού της Επαναστάσεως του 21,« Ιστορικαί Αλήθειαι», Εν Αθήναις 1934 σσ11και13.

[11] Αρκαδικά διμηνιαία έκδοση, όπως πάρα πάνω, χρόνος Α-τεύχος 3 1973 σσ11,12.

[12] Ακαδημαϊκού Διον. Α. Κόκκινου, όπως πάρα πάνω τόμος Α .σ35.

[13] Αρκαδικά, διμηνιαία έκδοση ,όπως πάρα πάνω χρόνος Δ τεύχος 4 1976 σσ11, 12.

[14] Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου, όπως πάρα πάνω σσ6,7.

[15] Κλαύδιου - Κάρολου Φωριέλ. Τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Παρίσι 1924.

[16] Κλαύδιου - Κάρολου Φωριέλ. Τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Επανέκδοσις το 1955, με εκτεταμένο πρόλογο του Αρκάδος Ακαδημαϊκού Νικ. Α. Βέη (BEES)

[17] Φωριέλ, Τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Επανέκδοσις το 1955, σ. ιβ.

[18] Εφημερίδα «η Καθημερινή», 17-4-1997.

[19] Φωριέλ, Τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Επανέκδοσις το 1955, σσ. ιβ και ιγ.

[20] «Αρκαδικά», τριμηνιαίο περιοδικό .όπως πάρα πάνω, χρόνος Ζ, τεύχος 4, 1979 σσ19 και 20

[21] Φωτάκου υπασπιστού του Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα, 1955, τόμος Γ-Δ., σ. 416

[22] «Αρκαδικά», όπως πάρα πάνω σ19.

[23] "Αρκαδικά" τριμηνιαίο περιοδικό, 1979, τεύχος Ζ, σ.19.

[24] "Αρκαδικά", 1979, Τεύχος Ζ, σ.19

[25] Τερτσέτη Άπαντα, απομνημονεύματα Θ. Κολοκοτρώνη, τόμος Γ.σσ71και93

[26] Ακαδημαϊκού Σπύρου Μελά "Άπαντα" «Φιλικοί, Εμμανουήλ Ξάνθος» σ44.

[27] Εμμανουήλ Ξάνθου «Απομνημονεύματα, για τη Φιλική Εταιρεία»,1996 σ13.

[28] Τερτσέτη, Άπαντα, απομνημονεύματα Θ. Κολοκοτρώνη, τόμος Γ σ179.

[29] Αρκαδικά, τριμηνιαίο περιοδικό χρόνος Ζ, τεύχος 4, 1979 σ21

[30] Αρκαδικά, 1979, τεύχος 4, σ21.

[31] Ακαδημαϊκού Διον. Κόκκινου, τόμος Α σ32

[32] Αρκαδικά, τριμηνιαία έκδοσις, Χρόνος Ζ τεύχος 4, 1979 σ22.

[33] Αρκαδικά, Ζ τεύχος 4, 1979 σ22.

[34] «Μάραθα», Επετηρίδα 2002, Νίκου Γ. Παπαγεωργίου, έκδοσις Συλλόγου Απανταχού Μαραθαίων. Δ/ντης Σοφ. Γ. Δημητρακόπουλος, σ83 έως και 86.

[35] Χρονικά των Αρκάδων, τόμος Ε 1979, έκδοσις Π.Ο.Ε, επιμελητής Θάνος Βαγενάς σ13.

[36] Φωριέλ Τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Επανέκδοσις το 1955 σ.28.

[37] Ακαδημαϊκού Δ.Α. Κόκκινου τόμος Α σ161

[38] Εφ. «Καθημερινή» 17.4.97, Κ. Ενεπεκίδη.

[39] Αρκαδικά τριμηνιαίο περιοδικό χρόνος Ζ τεύχος 4 σ23.

[40] «Καθημερινή» 28-8-1997, Κ. Ενεπεκίδη .

[41] G.M.WOODHOYSE (Κ.Μ.ΓΟΥΝΤΧΑΟΥΣ). «Ο πόλεμος της Ελληνικής Ανεξαρτησίας», σ36.

[42]Φωτάκος τόμος Α-Β σ 42.

[43] Αρκαδικά, τριμηνιαίο περιοδικό, Χρόνος Ζ τεύχος 4, σ23.

[44] Αρκαδικά διμηνιαίο περιοδικό, χρόνος Α, 1973 τεύχος 2, σ.11

[45] Τερτσέτη άπαντα, τόμος Γ σ.82.

[46] Τερτσέτη άπαντα, τόμος Γ σ.83.

[47] Τερτσέτη άπαντα, τόμος Γ σ.445.

[48] Φωριέλ. Τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Επανέκδοσις το 1955. σ.98.

[49] "Αρκαδικά", διμηνιαίο περιοδικό Χρόνος Α, τεύχος 2, σ.8.

[50] Ακαδημαϊκού Δ.Α. Κόκκινου, τόμος Α σ32.

[51] Φωριέλ. Τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Επανέκδοσις το 1955 σ.36.

[52] Φωριέλ. Τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Επανέκδοσις το 1955 σ35.

[53] Αμβροσίου Φραντζή, Ιστορία τόμος Α, σσ36 και 37.

[54] Π.Χ. Δούκας. «Η Σπάρτη δια μέσου των αιώνων», Ν. Υόρκη 1922» Ο Ήρως Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης» Κεφ. ΙΒ

Πλήρης ομιλία και εκδήλωση Συνδέσμου

 



 

 

 

 


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το Δημοτικό Σχολείο άρχισε να χτίζεται τον Αύγουστο του 1936. Επειδή τότε δεν πήγαινε αυτοκίνητο στου Σέρβου, τα τσιμέντα τα κουβάλησαν με μουλάρια από τα Λαγκάδια. Τις σιδερόβεργες όμως για την πλάκα, λόγω του μήκους τους και της φύσης του μονοπατιού δεν μπορούσαν να τις φορτώσουν στα ζώα και γι' αυτό τις κουβάλησαν οι Σερβαίοι στον ώμο από τα Λαγκάδια. Οι εργασίες σταμάτησαν λόγω του πολέμου και συνεχίστηκαν μετά το 1949. Οι αίθουσες του σχολείου άνοιξαν για τους μαθητές το 1954.