Παναγιώτα Στρίκου-Τομοπούλου

Ενα καράβι στο βάθος ταξιδεύει προς άγνωστη κατεύθυνση. Ο ήλιος, δυνατός, σκάβει όλο και πιο βαθιά τις ρυτίδες ανάμεσα στα μάτια. Τα χοροπηδητά στην άμμο, γεμάτα κάψιμο και γέλιο, προσκαλούν σε έναν αγώνα που μοιάζει ζήτημα ζωής και θανάτου!

Ποιανού τα πόδια θα βρέξει πρώτα η θάλασσα!

Η κυρία στα ρηχά έχει τάξει στο σώμα της να το δροσίσει σιγά σιγά.

Αγκαλιάζει τον εαυτό της για να σωθεί από τη μαζική επιδρομή! Ενα κοφτό επιφώνημα συνοδεύει την ψυχρολουσία που της προσφέρουμε!

Οσο κολυμπάμε, ο ταβερνιάρης, μούσκεμα στον ιδρώτα, πάνω από τους καπνούς που βγαίνουν από τηγάνια και κατσαρόλες, μοιάζει να έχει μαντέψει όλων τις επιθυμίες. Ετοιμάζεται όπως κάθε μέρα, για τη στιγμή που θα καθίσουμε στο τραπέζι. Τότε είναι που πρέπει να γράψει γρηγορότερα και από την καλύτερη στενογράφο την παραγγελία και να βγάλει νόημα σαν να είναι ο καλύτερος διερμηνέας, από τη χάβρα που θα προκαλέσει η πείνα μας!

Πού τελειώνει άραγε η μπλε γραμμή; Στο άπειρο ελπίζω! Ως εκεί θέλω να ονειρευτώ και βουτάω στο όνειρο γεμίζοντας τα αυτιά μου σιωπή. Οι μακρινοί αντίλαλοι από τις φωνές της παρέας μού θυμίζουν πως δεν μου φτάνει άλλο ο αέρας. Ποτέ δεν ήμουν καλή στα μακροβούτια.

Γυρίζω πλάτη στο σημείο... φυγής και τα πόδια μου αιωρούνται σε ένα ατελείωτο κενό. Η ξεγνοιασιά, ευτυχώς πιο μεγάλη από το φόβο μου, με βγάζει στη στεριά. «Αφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά και τη γραβάτα μας. Παίρνουμε πόζα». Γεμάτη χαμόγελα η φωτογραφία. Μέσα μου, λύπη. Γιατί; Θες που ο αέρας από το κλιματιστικό δεν θυμίζει σε τίποτε το ζεστό αεράκι των διακοπών που όμως σε δροσίζει; Θες που η παρέα έχει καιρό να σμίξει;

Γυρίζω τη φωτογραφία ανάποδα. Πίσω στη δουλειά. Το λιμάνι αργεί να... φύγει!