Του Βασίλη του άρεσαν πάρα πολύ τα Χριστούγεννα. Από παιδάκι πάντα ενθουσιαζόταν με τα πλήθη που κατέκλυζαν τους δρόμους της πόλης, τα πανέμορφα στολίδια και μικροπράγματα που πουλούσαν τα μαγαζιά, οι πραμάτειες που βγάζαν έξω σε μεγάλα καλάθια, ακόμα και το στριμωξίδι στα καταστήματα τον χαροποιούσε αφάνταστα.

Ακόμα και τώρα, μεγάλος άντρας πια, συνέχιζε να αισθάνεται αγαλλίαση στη σκέψη των εορτών. Και οι καλοκαιρινοί μήνες ήταν πολύ καλοί αλλά το να δουλεύεις με αυτή τη ζέστη ήταν κόλαση. Ενώ τα Χριστούγεννα η δουλειά έβγαινε σχεδόν σαν παιχνίδι!

Τα Χριστούγεννα ήταν άλλωστε η μοναδική εποχή του χρόνου που μπορούσε εύκολα να αλλάξει πρόσωπο και ταυτότητα. Ήταν η εποχή που μπορούσε να βάλει την κόκκινη στολή και τη γενειάδα και να περπατά στο δρόμο ακούγοντας και μοιράζοντας ευχές. Όλες τις άλλες μέρες του χρόνου ήταν ένας μελαχρινός, αδύνατος και, ίσως για κάποιους, αντιπαθής άντρας. Τις μέρες των Χριστουγέννων όμως ήταν κάτι άλλο. Ντυμένος σαν τον Αϊ-Βασίλη λάμβανε όλη την αποδοχή και αγάπη που δεν είχε πάρει σε όλη του τη ζωή. Όλοι τον εμπιστεύονταν και θέλαν να του σφίξουν το χέρι, τα παιδάκια να του χαρίσουν αγκαλιές και να του πουν τι θέλουν για δώρα. Κόκκινη στολή, κόκκινο καπέλο, άσπρη γενειάδα, μαύρες μπότες, το μόνο που έλειπε πάντα ήταν το στομάχι, αλλά ο Βασίλης πίστευε ότι δεν έπρεπε να δίνει ένα τόσο αγαπητό πρόσωπο κακό παράδειγμα και να εξωθεί τα παιδάκια στην παχυσαρκία. Το ότι χωρίς το στομάχι έκανε καλύτερα την δουλειά του ήταν ένα πρόσθετο μπόνους. Δεν το έκανε όμως για αυτό αλλά γιατί χαιρόταν να βλέπει τα παιδιά όλου του κόσμου υγιή και ευτυχισμένα

Το κακό όμως με τη δουλειά του ήταν ότι είχε βραδινή βάρδια και έτσι τα περισσότερα παιδιά είχαν ήδη πάει για ύπνο όταν αυτός έβγαινε στους δρόμους ντυμένος σαν τον Άγιο. Είχε πάντα στον ώμο ένα σάκο, άλλοτε γεμάτο και άλλοτε σχεδόν άδειο. Μέσα στο φορτηγάκι του είχε και μια ελαφριά σκάλα στολισμένη με φωτάκια για εφέ και καμουφλάζ. Πρώτα-πρώτα πήγαινε στα σπίτια που είχαν ήδη έναν Αϊ-Βασίλη κρεμασμένο στα μπαλκόνια τους. Με τη βοήθεια της σκάλας του και αφαιρώντας, όταν έφτανε στον μπαλκόνι, το ψεύτικο στολίδι για να πάρει τη θέση του, ανέβαινε στα μπαλκόνια και έφερνε στα γιορτινά σπίτια τη δική του εκδοχή του Βασίλη. Μετά αναλάμβανε να προμηθεύσει με το στολίδι αυτό και τα σπίτια που δεν είχαν κανένα.

Το κλειδί της δουλειάς ήταν η υπομονή και η αποφυγή απότομων κινήσεων. Όλα έπρεπε να γίνονται εκατοστό-εκατοστό ώστε αν κάποιος περαστικός σήκωνε το κεφάλι του να τον περνούσε για έναν από τους εκατοντάδες Αϊ-Βασίληδες που κρέμονταν από σκάλες και σκοινιά στα σπίτια της πόλης. Ως τώρα είχε ξεγελάσει αμέτρητο κόσμο που μαθαίνοντας για τη διάρρηξη στα σπίτια αναφωνούσε: «Μα να κλέψει ως και τον Αϊ-Βασίλη τους;». Στην οποία ερώτηση οι χωρίς τη θέλησή τους ευγενικοί χορηγοί του Βασίλη μπερδεμένοι ανταπαντούσαν «Ποιόν Αϊ-Βασίλη;»

Μόλις έφτανε στο μπαλκόνι που ήθελε έβγαζε, από τον σάκο του έναν πλαστικό άγιο (αν το σπίτι δεν είχε ήδη δικό του) και τον κρεμούσε στη σκάλα για να την έχει πρόχειρη για τη διαφυγή του. Μετά χρησιμοποιώντας τα εργαλεία που είχε πάντα στη τσάντα του, άνοιγε την μπαλκονόπορτα του σαλονιού, φορούσε τη μάσκα του και ψέκαζε το σπίτι με ένα ελαφρό υπνωτικό. Πρόσεχε πάντα τις δόσεις του γιατί δεν ήθελε να πάθει κάτι κανείς Χριστουγεννιάτικα και ποτέ δεν θα έκανε κακό σε παιδάκια. Μετά, κάνοντας απόλυτη ησυχία για την περίπτωση που δεν έπιανε το αέριο άδειαζε όλα τα πολύτιμα του σπιτιού στον σάκο του. Ποτέ όμως δεν άγγιζε τα δώρα κάτω από το δέντρο. Δεν ήταν τόσο κάθαρμα να χαλάσει τελείως τα Χριστούγεννα της οικογένειας. Τι είναι τα Χριστούγεννα χωρίς δώρα παρά ένα Πάσχα με φωτάκια αντί για λαμπάδες; Τέλος, αν αντιλαμβανόταν ότι στην οικογένεια υπήρχαν παιδιά, άφηνε πάντα και μερικά παιχνιδάκια για το καθένα κάτω από το δέντρο σκεφτόμενος τη χαρά που θα έκαναν τα μικρά με την έκπληξη.

Δεν σκεφτόταν πια τη δουλειά του γιατί την έκανε χρόνια. Από μικρός είχε ταλέντο στην ανακατανομή του πλούτου και αρκετά χρόνια τώρα ντυνόταν Αϊ-Βασίλης και έβγαινε τα βράδια των εορτών. Αν όμως ποτέ τον ρωτούσε κάποιος γιατί είχε επιλέξει αυτόν τον τρόπο για να κάνει τις ληστείες του θα μπορούσε άνετα να του απαντήσει: « Ακολουθώ απλά τους νόμους της φύσης. Επαναφέρω τις ισορροπίες. Για κάθε καλό πρέπει να υπάρχει και κάτι κακό. Για κάθε χαρά μια λύπη. Και για κάθε άνθρωπο που δίνει, κάποιος που παίρνει.» Γι' αυτό άλλωστε ήταν πολύ περήφανος για το παρατσούκλι που του είχαν δώσει οι εφημερίδες. Αυτό του έδινε την δύναμη και την ενέργεια να συνεχίσει χρόνο με το χρόνο. Αυτό και η χαζομάρα του κόσμου που συνέχιζε να κρεμάει Αϊ-Βασίληδες από τα μπαλκόνια του. Και την επόμενη ημέρα θα διάβαζε με χαρά για ένα ακόμα σπίτι που άδειασε ο «Ο Αϊ-Διαρρήκτης».

Δ. Η. Χ

........................................................................................................................................


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το 1952 εκδηλώθηκε επιδημία τύφου στο χωριό. Οι υγειονομικές αρχές τότε θεώρησαν σαν αιτία της μόλυνσης τις κορύτες στις βρύσες και στα πλαίσια των έργων εξυγίανσης αντικατέστησαν τις καλαίσθητες πέτρινες πελεκητές κορύτες με ακαλαίσθητους μεταλλικούς σωλήνες. Δεν τους πέρασε από το μυαλό ότι το νερό θα μπορούσε να είχε μολυνθεί από το πέρασμά του κάτω από αυλές και σπίτια, αφού οι βρύσες ήταν σε σημείο χαμηλότερο από τα σπίτια. Το υδραγωγείο που έφερε καθαρό νερό από την Κοκκινόβρυση έγινε αργότερα, το 1959.