Τα τελειόφοιτα παιδιά του Δημοτικού, όσα ήθελαν και οι γονείς τους, εί­χαν κάποια οικονομική ευχέρεια, συνέχιζαν τις σπουδές τους στο Γυμνάσιο Λαγκαδίων (τότε Πρακτικό Λύκειο).
Πήγαιναν φοβισμένα, έγραφαν στις εισα­γωγικές εξετάσεις και αφού εισάγονταν, οι γονείς, τους νοίκιαζαν ένα δωμά­τιο, όπου τα έβαζαν 2—3 μαζί, για να πληρώνουν λιγότερο νοίκι και νά ’χουν και παρέα.

Χρήστος Αναστασόπουλος, Θοδωρής Γ. Τρουπής, Χρήστος Δημητρόπουλος
Τους αγόραζαν και μαθητικό καπέλλο με την κουκουβάγια και το γείσο και κείνα φούσκωναν σαν τις γαλοπούλες, γιατί ήσαν παιδιά του Λυκείου.
Και αρχίζει ο αγώνας της σπουδής. .

Του Σέρβου απείχε από τα Λαγκάδια κάπου λιγότερο από δύο ώρες!
Έρχονταν δε στο Λύκειο παιδιά και από τα άλλα χωριά Ρεκούνι, Σταυρο­δρόμι, Τρόπαια, Βαλτετσίκου, Κιρπινή, Μυγδαλιά. Ο εφιάλτης για τα Σερβιωτόπουλα που πηγαινοέρχονταν ήταν το ποτάμι στου «Μπούφη»· που κατέβαζε το χειμώνα.


Κάθε Δευτέρα με το πρώτο λάλημα του κόκορα σηκωνόταντε και με σφυ­ριχτά ο ένας με τον άλλο, αντάμωναν στην έξοδο του χωριού στής «Ζαχαρούς», και μέσα στην σκοτεινή νύχτα και τον κακοτράχαλο δρόμο, στην Τσικούλα φορ­τωμένα μ’ ένα σακκούλι στην πλάτη που περιείχε τα βιβλία, ένα καρβέλι ψω­μί με μια φέτα τυρί, κι ένα τάληρο στην τσέπη, δεμένο σφιχτά στο μαντήλι τους, αν υπήρχε κι αυτό, ξεκινούσαν για τα Λαγκάδια.
Φτάνοντας στο δωμάτιό τους, κρέμαγαν σ’ ένα καρφί στον τοίχο το σακκού­λι με το ψωμί και το τυρί, που μ’ αυτά έπρεπε να περάσουν όλη τη βδομάδα.  Όπως ήταν κουρασμένα, έπαιρναν τα βιβλία των μαθημάτων της ημέρας τους έριχναν μια γρήγορη ανάγνωση και κατ’ ευθείαν στο σχολείο με μια βεβαίω­ση του παπά του χωριού, πως την Κυριακή πήγαν στην εκκλησία.
Αφού λοιπόν παρακολουθούσαν και εξετάζονταν τα μαθήματα από τους καθηγητές, γύριζαν το μεσημέρι στο δωμάτιό τους, έκοβαν ένα κομμάτι ψωμί και λίγο τυρί (για προσφάι) και έτρωγαν.
Το ίδιο επαναλάβαιναν και το βράδυ. Κατά το τέλος όμως της βδομάδας το ψωμί ξεραινόταν και αναγκάζονταν να το βρέχουν μέσα σε ένα κύπελλο νερό που γι’ αυτό το σκοπό είχαν προμηθευτεί. Και το τυρί όταν τελείωνε, πήγαιναν στην αγορά, έπαιρναν δυό σαρδέλλες για μεσημέρι βράδυ και τις έτρωγαν με την αρμύρα, για να διψάσουν και να πιούν νερό να χορτάσουν.
Περίμεναν με λαχτάρα πότε να ’ρθει το Σάββατο, να γυρίσουν στο χωριό τους, να φάνε λίγο τραχανά ή χυλοπίτες ζεστές, κάνα αυγό τηγανητό και σπάνια κοτόπουλο και να καθίσουν κοντά στο παραγώνι στη φωτιά, για να ζε­σταθούν.
Έτσι περνούσε το Σαββατοκύριακο και ’ρχόταν ξανά η Δευτέρα πρωί. Κα­μιά φορά επιστρέφανε από την Κυριακή τ’ απόγευμα στα Λαγκάδια. Αυτό συν­εχιζόταν έξι ολόκληρα χρόνια.
Πολλές φορές, πηγαίνοντας φορτωμένα με το σακκούλι τους, με τα συνηθισμένα τρόφιμα της βδομάδα στα Λαγκάδια, τα ’πιάνε δυνατή βροχή, βουτιόσαντε και στο ποτάμι και γινoμένα μούσκεμα, αφού ομπρέλα δεν είχαν (ή­ταν είδος πολυτελείας), στην κατάσταση αυτή, πήγαιναν στην τάξη να παρακολουθήσουν τα μαθήματα τους, τα ρούχα στέγνωναν απάνω τους.
Ενώ τα Λαγκαδινιωτόπουλα με όλες τους τις ανέσεις και τη ζεστασιά και το καλό τους φαΐ, πήγαιναν και αυτά να τταρακολουθήσουν τα μαθήματά τους.
'Έτσι, μάθαι­ναν γράμματα τα παιδιά τότε.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι σε παλιότερα. χρόνια, οι μαθητές από την Τετάρτη, τάξη του Δημοτικού έμπαιναν μ’ εξετάσεις στο Σχολαρχείο ή Ελλη­νικό,  που φοίταγαν τρία χρόνια και κατόπι δίνανε εξετάσεις για το Γυμνάσιο, που ήταν τότε Τετρατάξιο. .
Και ακόμα κάτι άλλο.
Εκεί στην ανηφοριά, φτάνοντας από του Μπούφη στην Κάτω Τσικούλα στη θέση «Ονόματα», οι μαθητές, κάθονταν για λίγο να ξεκουραστούν και γράφαν τα ονόματα τους για να μείνουν αθάνατα! 
 
 
ΧΔ
 

Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.