Γ. Ν. Παγκράτης, δάσκαλος

 (από το βιβλίο του με τίτλο "Θυμήσου τα παλιά")

-Παππού-παππού θα μου πεις που πήγατε με τη γιαγιά γαμήλιο ταξίδι;
Ρωτούσαν τα τρία εγγόνια τον παππού τους, έναν καλοσυνάτο γεράκο.  
Ο γέρο-Θανάσης ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος. Αγαπούσε πολύ τα εγγόνια του και δεν τους χαλούσε χατίρι. Και εκείνα λες και καταλάβαιναν την αγάπη του, δεν ξεκολλούσαν από την αγκαλιά του..
-Θα σας πω, γιατί να μην σας πω, καλά μου παιδιά,
τους έλεγε.
 
Θα σας πω για να θυμάστε που πήγαμε γαμήλιο ταξίδι εγώ και η γιαγιά σας.
-Ναι-ναι παππού. Λέγε μας και θα το θυμόμαστε.
-Στα Ρείκια, παιδιά μου στα Ρείκια,
είπε πρόσχαρα ο παππούς.
-Και τι είναι τα ρείκια παππού;
Ρώτησαν με απορία τα εγγόνια.
-Τα ρείκια παιδιά μου είναι μια μεγάλη πολιτεία.

Τα μικρά παιδάκια με τα αθώα ματάκια τους φυσικά πίστεψαν τον παππού.. Όμως οι ερωτήσεις δε σταμάτησαν εδώ, αλλά συνεχίστηκαν να πέφτουν βροχή. Από τα παιδιά.

-Και που είναι παππού τα Ρείκια; Είναι μεγάλη πόλη; Έχει ψηλά κτίρια; Έχει θάλασσα; Περάσατε καλά; Έχετε κρατήσει κανένα ενθύμιο απ΄ το ταξίδι σας;

Ο παππούς γέλασε αλλά άφησε το διάλογο να συνεχιστεί.

-Ναι, είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη πόλη. Είναι πρωτεύουσα ενός μεγάλου νησιού. Έχει πολύ ωραία κτίρια, που αράζουν τα καράβια, καλούς δρόμους και φανταστικά ξενοδοχεία. Άμα θέλετε να πάμε μια μέρα να τα δείτε από κοντά.
-Θέλουμε, θέλουμε φώναζαν τα παιδιά χαρούμενα.
-Πρέπει όμως να μεγαλώσετε πρώτα, είπε ο παππούς στα παιδιά και θα πάμε.
-Εντάξει παππού. Και η συζήτηση τελείωσε εδώ.

Τα χρόνια πέρναγαν. Τα εγγόνια μάθαιναν γράμματα και σπούδαζαν. Όμως σαν τύχαινε ευκαιρία έριχναν καμιά ματιά στο χάρτη κι έψαχναν να βρουν το νησί και την πρωτεύουσα Ρείκια. Έψαχναν, έψαχναν μα δεν την έβρισκαν και συνέχεια ρωτούσαν.

-Δεν μπορούμε να τη βρούμε. Δείξ΄τη μας σε παρακαλούμε.

Ο παππούς γέλαγε, αλλά δεν τους εξηγούσε. Κύλησε ο καιρός μέχρι που τα παιδιά μεγάλωσαν και κατάλαβαν την αλήθεια από μόνα τους. Τα Ρείκια δεν ήταν πολιτεία, όπως τους έλεγε ο παππούς, αλλά φρύγανα στην εξοχή. Πληρώστε κοροΐδα εσείς ξενοδοχεία και καμαριέρες να σας στρώσουν τα κρεβάτια, όταν θα παντρευτείτε. Για το δικό μου κρεβάτι όταν το στρώσαμε δε χρειάστηκε να πληρώσει κανένας. Πλήρωσε η ίδια η φύση με τη μεγάλη μαλακωσιά πάνω στα ρείκια που πρωτοξαπλώσαμε εγώ και η γιαγιά μαζί. Αλήθεια τι καλά που ήταν στα ρείκια και ήταν μάλιστα και Μάιος μήνας.

-Εμένα παιδιά μου θα μου μείνει αξέχαστο το δικό μου γαμήλιο ταξίδι, μα περισσότερο θα μου μείνει αξέχαστο το πρωινό ξύπνημα με το λάλημα των πουλιών.