Από την ποιητική συλλογή «Το προσωπείο του χρόνου»

Υπάρχει αλήθεια αυτός ο άλλος χρόνος

Ο σύμπας ο πυκνός ο χρόνος που αγγίζει

Όλο δροσιά τα μέτωπά μας μέσ΄ από το θρύλο;

Πέρα απ΄ το χρόνο, υπάρχει άλλος χρόνος;

Και αν υπάρχει, που είναι η μονιά του;

Πέρα ή εντός του χρόνου;

 

Κι ο δικός μου χρόνος που υπάρχει;

Πως γίνεται δικός μου αυτός ο χρόνος;

Μέσ΄ απ΄ την επιτάχυνση, την επιβράδυνση

Έρποντας μέσ΄ από τά ανοίγματα του εδώ του χρόνου

Έρχεται να με συναντήσει ο χρόνος ο δικός μου;

Ο χρόνος ο δικός μου αραιός πυκνός

Είναι εδώ ή μήπως είναι εκεί;

Σ΄ ένα εκεί ποιο εδώ κι απ΄ το εδώ;

 

Ο σύμπας χρόνος περιέχει ή περιέχεται;

Περιλαμβάνεται μες στη στιγμή

Ή η στιγμή είν΄ ένα απειροελάχιστο του μόριο;

 

Κι η αιωνιότητα υπάρχει αλήθεια;

Είναι μονάχα κάποτε παρούσα;

Ή μήπως είναι πάντοτε παρούσα η αιωνιότητα;

 

Η ποίηση, τα αισθήματα, η έξαρση της νόησης

Η αίσθηση ότι ο χρόνος σταματά

Ότι η στιγμή αιωρείται και σε περιμένει

Να παίξετε μαζί στην παιδικά αιώρα της

Όλα αυτά είναι αλήθεια ή ψέματα;

Είναι η δική σου αλήθεια, είναι το ψέμα των άλλων

Ή το αντίθετο;

Η μια κοινή αλήθεια που διστάζουμε

Να την δεχτούμε;

 

Αν είν΄ όμως πραγματικά δικιά σου αυτή η αίσθηση

Τότε μην αμφιβάλλεις

Αλήθεια ή ψέματα αυτό που είναι είναι.

 

Κι αν από άγνοια, απελπισία ή αδιέξοδο

Αναγκαστείς να στέψεις την αλήθεια σου

Με το αγκάθινο στεφάνι κάποιου σφάλματος

Μη λυπηθείς

Μη μετανιώσεις για τον κόπο και το χρήμα.

 

Πάνω απ΄ την οροφή του ερμητικού κελιού σου ανοίγεται

Απύθμενος με μια απίστευτη φρικίαση ουρανός

Ο σύμπας ο πυκνός ο χρόνος που ψυχανεμίζεται

Ότι δεν είναι μόνο παραμύθι.

.

(χιμ)


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Η διάνοιξη του δρόμου από τον Αγιώργη το Σαρά μέχρι το χωριό, μήκους 12 χιλιομέτρων έγινε το 1950. Οι Σερβαίοι διέθεσαν τις μερίδες τους από τη βοήθεια της UNRA που πουλήθηκαν για να συγκεντρωθούν χρήματα για την μπολντόζα. Επίσης δούλεψαν προσωπική εργασία όλοι οι ενήλικες του χωριού. Οι Αραπαίοι, επειδή είχαν να περπατήσουν μια ώρα παραπάνω από τους Σερβαίους, για να φθάσουν από το σπίτι τους στο έργο και μία να γυρίσουν, κοιμόσαντε το βράδυ εκεί που δούλευαν.