Παραμονή πρωτοχρονιάς.
Μέσα ζεστά, έξω χιονιάς.
Στις πόρτες καλαντίζουν
τα σχολιαρούδια με χαρές.
Στις σκάφες οι νοικοκυρές
για πίτες κρησαρίζουν.
 
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
Μοσχοβολά η γειτονιά...
Σύννεφα μυρωμένα
Ξεχύνονται στους
ουρανούς,
λες των μανάδων
 είν΄ο νους,
πόχουν παιδιά στα ξένα. 
 
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά.
Κι όλο ν΄αλλάξεις λες ντουνιά,
Κι ο ίδιος μένεις πάντα...
Μ΄αίματα άγχη, σκοτωμούς...
Πίκρες κλαψιές και στεναγμούς...
Κράτα γλυκιέ Νταγιάντα!...
 
                    *****
Η προσευχή του ορφανού στον Αϊ-Βασίλη
 
Άγιε μου Βασίλη, χάρισε μου κάτι.
Δεν ζητώ παλάτι μήτε θησαυρό.
Βάλε έν΄αντιστήλι στου σπιτιού την πλάτη
Στύλωσ΄ το χαγιάτι όπου ξενυχτώ.
 
Έτοιμο να πέσει είναι από χρόνια.
Με τα πρώτα χιόνια έτριζε πολύ.
Ποιος να με πονέσει; Πάει ο πατέρας...
Γίνηκε αγέρας, η μάνα μου τρελή.
 
Τούτο το χρόνο μόνο, όσο να αντρειέψω,
απέ θα δουλέψω, κει στο βουκολειό.
Ξέρεις από πόνο, κάνε μου τη χάρη...
Βάλε ένα δοκάρι ίσιο, από μελιό.
.
 
            *****
.
 Ήρθε στ΄όνειρό μου
απόψε ο Χριστούλης
μέσα στο παχνί.
Των βοδιών τα χνότα
πάνω μου φυσούσαν
λάμπαν κι ανυμνούσαν
ανοιχτοί ουρανοί.
 
Μάγοι απ΄την Περσία
ήσανε φερμένοι
και γονατιστοί.
πλούσια δώρα αφήνουν,
προσκυνούν με τρόμο
κι από άλλο δρόμο
φεύγουν βιαστικοί.
 
Αχ μικρέ Χριστούλη
πούρθες στ΄όνειρό μου,
φώτισε του κόσμου
το λειψό το νου.
Έσπειρες αγάπη,
κάμε την ν΄ανθίσει,
να καρποφορήσει
εντός του καθενού.
 
            *****
 
Χριστούγεννα. Σημαίνουν καμπάνες.
-Τις γιορτινές ντυθείτε φορεσιές-
Ξυπνούν, χτενίζουν τα παιδιά οι μάνες
και τα τοιμάζουν για τις εκκλησιές.
 
Χριστούγεννα. Λαλούν τα σημαντήρια.
Χιόνια σκεπάζουν κάμπους και βουνά.
Μοσχολίβανα και θυμιατήρια
κι άγγελοι υμνολογούν το 'ΩΣΑΝΝΑ'.
 
Χριστούγεννα. Άγγελοι απόψε ψέλνουν
και λάμπουν ανοιγμένοι ουρανοί.
Στις εκκλησιές τις χιονισμένες μπαίνουν
σκυφτοί και προσκυνούν οι Χριστιανοί.

Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.