Η Διαμαντολένη ήταν πρώτη ξαδέλφη του πατέρα μου. Η μάνα της και ο παππούλης μου ο γερο-Βασίλης αδέλφια.

Το μεγαλύτερό της παιδί, ο Νίκος, ήταν γανωματής και γάνωνε στο υπόγειο του σπιτιού τους. Ήταν λεπτός, ψηλός, μελαχροινός και σβέλτος. Έπεσε μαχόμενος τους Ούνους του βορά στο Μάλεμε, στην Κρήτη, το Μάη του 1941.

 

Έμειναν τα κορίτσια, ο Διαμαντής, ο Φώτης και ο Κώστας. Ο Κώστας ήταν το στερνοπούλι της φαμελιάς. Παίζαμε στην αυλή του σπιτιού τους και στη Ραχούλα με τ' άλλα παιδιά της ηλικίας μας. Μαζεύαμε βατόμουρα και καβούρια και καρύδια κοκολόγια στα Βαρυκά, και τον Οκτώβρη με φίλευε κρυσταλλάπιδα από την απιδιά τους που ήταν στ' αριστερά όπως μπαίνουμε στην αυλή του σπιτιού τους.

Είχανε και μελίσσια στα δυτικά του σπιτιού που κάπου-κάπου με φίλευε κερηθρόμελο και μοσχοβολούσε. Κάποτε μου χάρισε και μισό μαλύβι faber και δεν τόξυνα ταχτικά για να μην τελειώσει γρήγορα...και όταν δεν πιανότανε στα χέρια το τοποθέτησα στο κούφιο ενός λεπτού καλαμιού και έφτανε τόσο μικρό που το νόμιζες αποτσίγαρο σε πίπα.

Τα καλοκαίρια χωρίζαμε και ξαναβλεπόμαστε τον Τρυγητή, που ανοίγουν τα σχολεία.

Και κάποιον Τρυγητή ο Κώστας της Διαμαντολένης δεν ήρθε στο σχολείο. Τον είχαν πάει παράωρα ν' αναπαυθεί στα κυπαρρίσια.

Τον στείλανε, λέει, από το βουνό οι δικοί του, να ποτίσει τα ζωντανά στην Τρανηβρύση, να γεμίσει και τις βαρέλλες και να γυρίσει νωρίς.

Έτσι και το' καμε. Αλλά στο δρόμο το μουλάρι, ο Κίτσιος, κλώτσησε στην κοιλιά τον Κώστα δυνατά. Πόνεσε λίγο στην αρχή, μα του πέρασε κάπως ο πόνος και όταν έφτασε στο χωράφι, δεν είπε σε κανέναν τίποτα για την κλωτσιά.

Κι όταν την άλλη μέρα τα μικροπονάκια γίνανε πόνοι δυνατοί.....τότε το μαρτύρησε. Τον τρέξανε στο γιατρό μα ήταν πολύ αργά... Κι έφυγε ο φίλος μου ο Κώστας από τη ζωή και έχω να τον ιδώ από τότε. Και ν' ανταμώσουμε, που δεν το πιστεύω, στον άλλο κόσμο...δεν θα με γνωρίσει. Εκείνος θάνει έντεκα χρονών παιδί κι' εγώ γεροντάκι. Τι να του λέω και να μου λέει. Εξάλλου είμαι σίγουρος πως ο Κώστας θα' ναι - όπως λένε τα ιερά βιβλία - στον Παράδεισο με όλα τα παιδιά του κόσμου....Τί  θέλω εγώ εκεί μέσα;

Και τι θα μου μένει - κι εδώ κι εκεί - από τον Κώστα;  Μόνο η θύμηση ...και η ερημιά.

Θ . Κ . ΤΡΟΥΠΗΣ

"Αναδρομικά"


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.