Χιόνιζε. Ήταν ανήμερα της Υπαπαντής. Παρθένο κι άσπιλο το χιόνι στους δρόμους. Ήταν ακόμη πρωί. Οι πυκνές νιφάδες του χιονιού περιόριζαν την ορατότητα στα είκοσι μέτρα το πολύ. Έπρεπε να πάω στη βρύση για νερό. Η μάνα μου, για να μη με κουράσει, σκέφτηκε το καλύτερο. Γέμισε τον τέντζερη χιόνι τον έβαλε στην φωτιά και με το νερό του μαγείρεψε τον πρωινό τραχανά. Όχι πως ήταν μακριά η βρύση, αλλά η ταλαιπωρία από το στρωσίδι και τη ζεστασιά να βρεθείς στο χιονιά σχεδόν ξυπόλυτος και νηστικός, είναι κομμάτι βαρύ... και άγουρο.

Η μάνα, χήρα και απροστάτευτη, μοναχοπαίδι η αφεντιά μου, δεν ήθελε να με κουράζει και να με στενοχωρεί. ‘Όταν, δε, μ’ έβλεπε να καταγίνομαι με τα βιβλία μου και τα τετράδια μου, έκανε νεκρική σιγή και το σπίτι μεταβαλλόταν σε χώρο προσευχής και προσκυνήματος. Έτυχε κείνο το πρωί να έχω ανοίξει το αναγνωστικό μου μισοσκεπασμένος με την πλάτη κατά το παράθυρο και τις σελίδες στο φως. Στο σπίτι σιγή. Στο δρόμο ερημιά.
Ακούστηκαν αλαφρές πατημασιές και τρίξιμο φρέσκου χιονιού. Παραξενεύτηκα. Γύρισα προς το παράθυρο και παραμέρισα το φράχτη κι άνοιξα χαραμάδα να ιδώ.
Ήταν ο Γιάννης ο Ράμος. Ντυμένος μια μπαλωμένη χλαίνη στους αγκώνες, κατηφόριζε. Από τη χακί κουκούλα που είχε στο κεφάλι, μόνο τα μάτια του φαίνονταν. Τον γνώρισα από την κορδωτή περπατησιά του και το μπόι του. Δεν θα συμπλήρωνε το ενάμισι μέτρο με τακούνι αρβύλας. Αργά και προσεχτικά ακολουθούσε τα βήματα ενός άγνωστου άντρα ψηλόσωμου, αξύριστου, μελαχρινού με κοκκαλιάρικο πρόσωπο και φοβισμένα μάτια που προχωρούσε μπροστά και άνοιγε δρόμο στο χιόνι.
Ο Γιάννης είχε στον αριστερό του ώμο κρεμασμένη μια ιταλικιά αραβίδα με την ξιφολόγχη ανοιχτή. Κατηφόριζαν αμίλητοι.
Έκανα νόημα στη μάνα να πλησιάσει στη χαραμάδα που άνοιξα να ιδώ. Είδε. Μου έκανε νόημα να μη μιλήσω. Έκλεισα το μεγαλύτερο μέρος του ανοίγματος και παρακολουθούσα από το ελάχιστο άνοιγμα που απόμεινε, το αργό κατέβασμα, μέχρι που τα βήματα έσβησαν στο στενό γκαλτερίμι προς την πέρα γειτονιά.
Με ρώτησε η μάνα μου αν γνώρισα τον άλλονε. Της είπα πως τον έβλεπα για πρώτη φορά. Τσιγάρισε, όπως πάντα τον τραχανά, κι αρχίσαμε να τρώμε. Το φαινόμενο δεν ήταν δυνατόν να το εξηγήσουμε. Το Γιάννη δεν το ξέραμε για ψυχωμένον κι ικανόν να κρατήσει όπλο αντίστασης. Το ύψος του όπλου ήταν μια πιθαμή μεγαλύτερο από τ’ ανάστημα του. Γέλια, μάλλον, μου έφερνε το θέαμα παρά θαυμασμό.
Ο αξύριστος άντρας, όμως, ήταν λεβένταρος. Θα πλησίαζε τα δύο μέτρα το μπόι του και τ’ αποσταμένα εφηβικά κι αθώα λαμπερά πράσινα μάτια του δεν έδειχναν πως είχε περάσει τα εικοσιπέντε χρόνια της ζωής του.
Δεν είχαμε τελειώσει το πρωινό μας και κάποιος χτύπησε την πόρτα μας. Πετάχτηκα ν’ ανοίξω. Με κράτησε από τη ζώνη η μάνα μου και πήγε στην είσοδο πρώτη. Δεν άνοιξε. Ρώτησε ποιος είναι. Ήταν η μάνα του Γιάννη Ράμου.
Τι τρέχει, θεια Νικολάκαινα; Τη ρώτησε απορημένη η μάνα και της άνοιξε βιαστικά την πόρτα.
Η θειά Νικολάκαινα μπήκε αφήνοντας τα χιονισμένα παντόφλια της στο κατώφλι της εμπατής, και συνέχισε χουχουλίζοντας τα δάχτυλα να πηγαίνει προς το παραγώνι να ζεσταθεί... λέγοντας: Δεν ήρθα για καλό. Να σου γίνω φόρτωμα ήρθα.
Μου κουβάλησε ο Γιάννης μου έναν Ιταλό, απ’ αυτούς που κυνηγάνε οι Γερμανοί. Είναι πεθαμένοι και οι δυο από την πείνα. Μη σου βρίσκεται μια χούφτα τραχανάς να τους τον βράσω; Βάλε μου, αν έχεις και μια χουλιαριά λίγδα... να συγχωρεθούν οι ψυχές. Τι μου τον εκουβάλησε; Αφού ξέρει πως στο σπίτι δεν είμαστε για μουσαφιραίους. Να ‘ναι καλά η σπίθα σου, (εγώ), κάνε το ψυχικό. Εγώ δεν είχα στο νου μου να ‘ρθω εδώ σε σένα. 0 Γιάννης μου μ’ έστειλε. Πέρναγαν απόξω και τον λιγούριασε η τσίκνα από το τσιγάρισμά του. Σκέφτηκε να χτυπήσει να σου το ειπεί και να το ζητιανέψει ο ίδιος. Δεν το βρήκε σωστό. Και για τη θέση σου και για το παιδί. Ήρθε, κι έστειλε εμένα βλέπεις.
Η μάνα μου της έβαλε μια χούφτα τραχανά σε μια τρύπια στρατιωτική καραβάνα και της τον πρόσφερε όπως μοιράζουν οι γυναίκες τα κόλλυβα τα ψυχοσάββατα.
Το απόγεμα θα τον πάει στο στρατόπεδο στα Μαγούλιανα. Τέτοια εντολή έχει λάβει. Θα παραδώσει το όπλο! Είναι ο Γιάννης ο δικός μου γι’ άρματα;...Αποτέλειωσε τα νέα και τις κρίσεις η θειά Νικολάκαινα, πέρασε τις χιονισμένες παντόφλες της στα πόδια της κι άρχισε να κατεβαίνει διαλέγοντας τις πατημασιές στο χιόνι για δρόμο της. Η μάνα, έβγαλε στεναγμό ανακούφισης κι έκλεισε σιγανά την πόρτα. Εγώ δεν ξανακάθησα στο παραγώνι. Αποτέλειωσα το λιγοστό φαγί μου, άφησα στο σοφρά το χωματένιο πιάτο και κάτι ήθελα να ειπώ στη μάνα μου, μα δεν το ‘λεγα. ‘Ηθελα να πάω στο σπίτι της θεια Νικολάκαινας, να ιδώ από κοντά τον ιταλό. Ήθελα να ιδώ από πάρα πολύ κοντά τον εχθρό. ‘Έναν από τους εχθρούς που ήθελαν να σκλαβώσουν την Ελλάδα και που πριν από δύο χρόνια τέτοια εποχή στα βουνά της Ηπείρου στο μέτωπο, σκότωσαν πολεμιστή τον αδερφό του πατέρα μου το μπάρμπα μου το Γιώργη. Κάτι τέτοιο ήθελε και η μάνα μου αλλά δεν το έλεγε. Εκείνη ήθελε να τον ιδώ για άλλους λόγους. Είδε, καθώς, κατέβαινε τα σκαλιά τα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών του να είναι έξω από τις τρύπιες αρβύλες του. Δεν μου έλεγε τίποτα. Σε λίγο σηκώθηκε από την θέση της και πήγε προς την παλιά κασέλα της γιαγιάς. Την άνοιξε. Έψαξε και βρήκε ένα ζευγάρι καινούργια κόζινα τσουράπια του παππούλη που τα είχε για το κυνήγι. Μ’ έντυσε καλά. Ντύθηκε και κείνη με την μπελερίνα της την καλή. Πήρε τα καλτσούνια στον ντορβά. Έβαλε μέσα και δυο αραποσίτια βρασμένα και κινήσαμε για το σπίτι. Φτάσαμε αμέσως. Τινάξαμε τα λιγοστά χιόνια. Ανοίξαμε το μάνταλο και μπήκαμε. Παραμέρισε η γίδα που κοιμότανε στην εμπατή και ανοίξαμε την πόρτα του χειμωνιάτικου. Πριν ν’ ανοίξουμε, φώναξε η μάνα μου.
Θέλτε μουσαφιραίους;
Κοπιάστε! είπε η θειά Νικολάκαινα κι ανασηκώθηκε στο παραγώνι της. Ο Ιταλός ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι κατά το παράθυρο. 0 τραχανάς ήταν έτοιμος για τσιγάρισμα. Ο Γιάννης έψαξε να βρει το τσαγκαροσούβλι του και τις κλωστές για να μερεμετίσει τις αρβύλες του εχθρού.
Η μάνα μου άνοιξε το ντορβά κι έδωσε τ’ αραποσίτια στη θειά Νικολάκαινα να τα ψήσει. Ύστερα έβγαλε τα τσουράπια τα κόζινα του παππού και τα έδωσε με νοήματα στον Ιταλό, μα ο Ιταλός ήξερε αρκετά καλά τα ελληνικά και την ευχαριστούσε... παίρνοντας με χαρά τα τσουράπια από τα χέρια της μάνας μου και φορώντας τα αμέσως. Του ήταν λίγο μικρά, αλλά τα φόρεσε.
- Μα μιλάνε ελληνικά οι Ιταλοί; Ρώτησε απορημένη η μάνα μου.
Τα μάπα του παλικαριού άστραψαν από χαρά. Πήρε το χέρι μου τρυφερά στο δικό του και μου το φίλησε πολλές φορές. Έκλαιγε χωρίς να το θέλει. Μας ρώτησε πολλά. Κράτησε και μερικές σημειώσεις... Σπουδαγμένος άνθρωπος. Έξυπνος. Με ανθρώπινα φερσίματα. Ήταν από την Αγκώνα. Είχε σπουδάσει νομικά στη Ρώμη. 0 πατέρας του ήταν δάσκαλος και ο παππούς του ναυτικός. Τα ελληνικά τα έμαθε στη Ρόδο στου παππού του το σπίτι. Από τη Ρόδο ήταν ο παππούς του, ο πατέρας της μητέρας του. Ήξερε και τραγούδια.
Τσιγάρισε η θεια - Νικολάκαινα τον τροχανά. Άρχισαν να βάζουν τα πιάτα, να τρώνε. Εμένα μέ φίλησε ο ιταλός πολλές φορές στα χέρια και στα μαλλιά και τη μάνα μου τη φίλησε στα χέρια και στο μέτωπο... Η μάνα μου ροδοκοκκίνισε.. όπως και ο Ιταλός. Βγήκαμε, φύγαμε. Το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει πυκνό.
Στο σπίτι είχε σβήσει σχεδόν η φωτιά. Την ανάψαμε. Καθήσαμε κοντά της και λέγαμε για τον Ιταλό που μας τα είπε όλα ελληνικά και ήταν τόσο τρυφερός μαζί μας. Η περιέργεια μου είχε γίνει όλη αγάπη και θαυμασμός.
- Πέρασαν χρόνια πολλά. Ήμουν οικογενειάρχης. Χτύπησε η αυλόπορτα του σχολείου που δίδασκα. Κάποιος άγνωστος νέος χτυπούσε διακριτικά το λουκέτο. (Συνήθιζα να κλειδώνω την αυλόθυρα των σχολείων κατά τις ώρες της διδασκαλίας). Δεν του άνοιξα μέχρι που έγινε διάλειμμα. Κατέβηκα και τον ρώτησα τι θέλει. Είχε καθήσει στο τιμόνι του αυτοκινήτου και περίμενε ακόμη.
Μου έδειξε έναν σεβάσμιο παππού που καθόταν πλάι του. Βγήκαν όλοι από το αυτοκίνητο.
Ο παππούς άνοιξε ένα χαρτοκούτι απ’ αυτά που βάζουν τα παπούτσια και μούδειξε αμίλητος τα κόζινα τσουράπια του παππούλη μου...όπως τα ήξερα!
Τα θυμήθηκα αμέσως.
Τον ρώτησα αν το λένε Ντομένικο. Και κείνος μου απάντησε.
Ναι ...Θοδωράκη... και ήρθα να σου φέρω τις κάλτσες του παππού... και τα εγγόνια μου ήρθαν να σας ευχαριστήσουν, που βοηθήσατε να ζήσω.
Κατέβηκε και η μάνα μου...Είδε κι άκουσε και η υπερηφάνεια της την ψήλωσε ως τα ουράνια.
Μας έφεραν και δώρα. Δεν θυμάμαι πόσα και ποια. Είπαμε και πολλά. Ήταν εύκολη η ζωή του από τότε που έπεσε σε χέρια ελληνικά. Θυμάται όλους τους Έλληνες που γνώρισε εκείνη την εποχή. Κάθε τόσο ερχόταν στην Ελλάδα και τους έβλεπε. Εμένα με είχε χάσει, γιατί γύριζα από τόπο σε τόπο δασκαλεύοντας. Πάντα κουβαλούσε μαζί του τα τσουράπια... Αυτή τη φορά έμαθε πως είμαι δάσκαλος κάπου στην Πάτρα... Ρώτησε στη Νομαρχία και αυτοί μου τον έστειλαν. Τους ευχαριστώ όλους.
Τα τσουράπια θα τα αφήσω κληρονομιά ειρηνική στα παιδιά μου. Να τα βλέπουν, να θυμούνται τη γιαγιά τους και τον πατέρα τους και ν’ αγωνίζονται πάντα για την αυτοδιάθεση, την ανθρωπιά και την ειρήνη του κόσμου.

Θεόδωρος Κ. Τρουπής