Panagopoulou M
 -Μάννα δεν πλέκεις σήμερα. Πως και έτσι;
-Ανάθεμα που δούλευε τούτα τα τρία Σαββάτα, τις Αποκριές, τις τυρινές και των Αγιοθοδώρων...
-Αμ ψυχοσάββατο παιδί μου.
(Τόνος ανάμεσα σε εκτίμηση και πίκρα, για την άγνοια και την παράβασή μου να κεντώ).
-Αργία δηλαδή;
-Σταυρό δεν έχει. Αλλά το είχαμε κακό να μη φυλάμε τέτοια ημέρα. Σκάψιμο, αργαλειό, βελόνα, τ΄αποφεύγαμε. 
Είχανε να λένε πως λαβώνονται οι ψυχές...  Τα βρήκαμε έτσι, τα κρατήσαμε όσο αντέχαμε, και λογαριάζαμε αν μείνουν.  
Μα σήμερα περνούν όλα ψηλά!...
.Ιδιαίτερη -επισημαίνω- ευαισθησία. Τυχόν σχόλια της για παρόμοια θέματα, είναι σε χώμα ουδέτερο. Σαν νάχει αποδεχτεί την αλλαγή μοιραία. Μα εδώ θαρρείς προδόθηκε προσωπικά. Τέτοια έξαψη!
Ο πόνος του θανάτου εκτιμώ. Μορφή επικοινωνίας με τους νεκρούς. Ο φόβος ίσως... Στοπ. Οι αναλύσεις για τους ειδικούς. Θυμήσου μόνο.
Και θυμάμαι...
Δεν ήταν όνειρο και αναμονή το ψυχοσάββατο, να σου κρατούν ψυχή και μάτια τεντωμένα. Απρόσμενα έμπαινε στης Αποκριάς το σάλο.
 .
"Χάρη θεού στους πεθαμένους! Το κατά δύναμη καλοπερνάμε οι ζωντανοί. Εκείνοι δεν θέλουν το μεράδι τους τέτοιες ημέρες;..."
.
 Στηρίζει την εξήγησή της η γιαγιά, για τούτη την παράξενη γιορτή που ζουν παρέα ζωντανοί και πεθαμένοι!... Περίσσεια η έγνοια της για τα χρειαζούμενα. Μην τρέχουμε την ύστερη ώρα σαν καμπόσες... Μπα, προς Θεού, όχι για τη μάνα ο λόγος. Μα όσο να ειπείς η ορμήνια χρειάζεται. Οι νεότερες λίγο-πολύ αψηφάνε...
Αμάν στα τριανταπέντε πια! Λες να μην έμαθε; Φουρκίζεται η μάνα. Καλά, καλά. Λογαριασμός της. Μόνο ας νοιαστεί. Εκείνη να, ...τσερότο!
...Σιτάρι. Πόσο λέει να ξεχωρίσουνε;
.
...Έξη κανίστρες για τις λειτουργιές, και από μια για φιλέματα, εννιά. Πες δέκα. Μισό υπολόγισε άβραστο μας κάνει. Βρέστε το οι γραμματισμένοι ντε!
...Χοντρό και μαλακό να λιώνει. Δεν κάνει να κρατεί. Κι ούτε τα φτιαστικά το πιάνουν. Κι απέ τι κάνεις πια... Από δαύτα τώρα. Το καρύδι. Δυο κι ένα το σωστό αν έχεις... Σουσάμι, ρόιδο, μαϊντανό, σταφίδα μαύρη... Αλεύρι, ξέρεις. Μια φουρνιά. Τι μένει; Μπα! Τα κεριά, τρομάρα της. Με την οκά. Και να μην είναι νοθεμένα...
Καλά, καλά, σωπαίνει. Αν ξαναμιλήσει!...
...Στα τρία το σιτάρι. Πάστρεμα μια και καλή. Ξενοιάζεις. Μόνο τα μάτια εικοσιτέσσερα. Μη μείνει μέσα τίποτα. Πετράδι προπαντός, κι αντί για ευχή κατάρα!... Και τα καρύδια, σπάσιμο, κοπάνισμα... Τ΄άλλα να σημειωθούνε στο χαρτί. Στη βιάση όλο και κάτι σου ξεφεύγει... Έγκαιρα -η γνώμη της- το κάθε τι. Τ΄είναι ο καιρός; Αέρας. Ορίστε. Κυριακή, Τετάρτη, Πέμπτη. Έφτασε!...
Και φτάνει. Ώρα της πράξης πια. Περισσεύουνε τα λόγια. Μικροί, μεγάλοι στη δουλιά το απομεσήμερο. Καθάρισμα το στάρι στο τραπέζι. Με ρέγουλα. Σπυρί, σπυρί. Μην ξεστρατίζει ο νους με την κουβέντα. Γλώσσα ν αγκυλωθεί, δόντι να τρίξει από σαρίδι, πάει γίνηκε το ανάθεμα για τις ψυχές. Τίποτα δεν βαραίνει όσο η βλαστήμια!...
Ψέματα πως σ΄αρέσει αυτή η δουλιά. Αλλά αν μπορείς ξεστόμισε το. Και μην προσέχεις όσο χρειάζεται. Οι πεθαμένοι παρακολουθούν!... Με κάθε δίκιο σαν είναι έτσι... Καρύδια μάλιστα. Λεν όχι στο παιχνίδι; Κυνηγητό επί τόπου.
.Κόλυβα
"...Τέλειωσα. Δόσμου κι άλλα. Κι άλλα..."
"...Μπράβο σου. Η πρώτη!..."
.
Αμέ οι κλεφτές κολλίνες, που και που στο στόμα, τι σου λένε; Η λεκάνη αλφάδι. Στο ταμάμ. Μόνο σιγούρεψέ τα. Καρύδια είναι τούτα! Τα παιδιά... Έννοια σου, ξέρουμε γιαγιά. Μεράδι των ψυχών. Δεν μας ανήκουν... Έτοιμα η μάνα για τις προσφορές, αύριο ξημέρωμα. Τ΄αλεύρι από ψιλή κρισάρα και το προζύμι ανάπιασμα σε κάθικο ξεχωριστό, με το νερό μόλις φερμένο από τη βρύση. Κι η αλλαξιά της από τη πλύση, μέσα κι όξω!...
Μια η φροντίδα για την καθαριότητα στο καθημερινό ψωμί; Στις προσφορές θα βάλεις δέκα και άλλες τόσες. Όσο δεν παίρνει περισσότερο. Επί τούτου το υφαντό τραπεζομάντιλο και οι μπόλιες στο μπαούλο!...
.
Οι πεθαμένοι μας.
 Μη λησμονήσουμε κανέναν. Κι αν έχουμε από δαύτους πια λαχτάρα μας... Γράφτους ανάκατα, κι απέ τους βάνουμε με τάξη στο συχωροχάρτι...
-Γιώργης, Μαρία. Τα πεθερικά της. Πικρή κουβέντα δεν αλλάξανε ποτέ τα σαράντα χρόνια. Κι ο γέρος, τζαναμπέτης θος-σχορέστονε.
-Οι πρωτινότεροι; Ούτε χούφτα χώμα πια. Μα βάλτους Χρήστο, Φωτεινή.
-Οι γονιοί της, Μαριγώ και Θανάσης. Ζαβός για τους πολλούς. Στη φαμελιά του στύλος. Η ψυχούλα του μικρού παιδιού. Δεν ήξερε από οχτρούς κι φίλους... Κερί αναμμένο, η μάνα της από κοντά. Νύχτα και ημέρα.
-Και το νουνό μου έ; Δημήτριος. Άγια ψυχή. Σοφός και ανοιχτοχέρης. Μ΄όλη του την ανέχεια, ποτέ τα χέρια του αδειανά, βουρκώνει ο πατέρας.
-Το μπάρμπα μου Νικόλα, λέει η μάνα. Μου αγόρασε τη μηχανή προικιό. Γκοτζά μου σίγγερ. Λεβέντης. Πως τον χώρεσε η γης...
-Γράψε: Αναστάσης. Μ΄έσωσε από το φιδοφάγωμα σ΄ένα ταξίδι στη Μεσσένια, ο παππούλης.
Πληθαίνουν οι νεκροί στην κάμαρη. Και τους γνωρίζει δίχως κόπο.
-Να ο Θοδωράκης, του παππούλη ο αδελφός, με το σημάδι από το βόλι στο μεσόφρυδο... Ίδιος Άη-Γιώργης!...
Γιάννης, με το γέλιο του πλατύ, που τάιζε ως και τα πετούμενα με δαύτο. Ανέμελος ως προς το κουμάντο. Κι άφηκε χρέη στη χήρα του και τα ορφανά, τότε στη γρίπη τη μεγάλη.
-Ο χωρατατζής ο Λιάς, που πλάνεψε το χάρο ένα μήνα δίπλα στο προσκέφαλο!...
-Κι ο Γιώργης -ο αρχάγγελος Γαβριήλ- στάχυ και εκείνος του πολέμου...
-Να η θεια Κανέλλα. Κρέμονταν από το στόμα της μικροί και μεγάλοι.
-Και η Αννιώ που σπαρταρούσαν από τα αστεία της και τα λιθάρια... Αδέρφια της γιαγιάς στη νιότη τους. Εξόν από τη θεια Κανέλλα...
-Νάτος ο Κώστας ο μελαχρινός με το στριφτό μουστάκι. Δέκα ημερών γαμπρός στην ξενιτιά και τα χαμπέρια του ούτε καν σαράντα!
Μαρία δίπλα η νιόνυφη -γραμμένη Παναγιά- που την ενίκησε ο καημός στο μήνα απάνου!..
Γιαννούλα. Με το χάρισμα στα παραμύθια, και τα παιδιά μελίσσι γύρω της. Πήγε άδικα, εξ αιτίας του γιατρού στη γέννα... Οι δυχατέρες της...
Κόλλυβα-Η χρυσόστομη αδερφή της μάνας η Μαρία, με τα φιλέματα για τους περαστικούς στις τσέπες της. Τριάντα χρονών. Από τη μαμή και εκείνη...
-Εδώ η Αγγελική -όνομα και πράμα- ο Λάμπης ο μαντατοφόρος της παρηγοριάς, η Χρύσω, ο Παναγής, ο Δήμος κι άλλοι, κι άλλοι...
-Μέχρι και η Ξάκω, η μοναχή της πλάσης -αχτένιστη και κουρελού-  που ξελιθάριζε όλα τα χωράφια, μ αντίδωρο ένα ξεροκόμματο αν της τόδιναν...
.
 
 
Φυσιογνωμίες, φερσίματα, λόγια... Σε γοητεύει το παράξενο της γνωριμιάς. Τους φέρνεις ως το προσκεφάλι σου και στ΄όνειρο, όπου στης εκκλησιάς την πόρτα, παιδιά ανυπόμονα και λιμασμένα τάχα, ζητούν απ΄τις γυναίκες το μεράδι τους.
.
"Κι εμένα θεια. Κι εμένα..."
.
(ΧΙΜ_4-3-11)

Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το 1952 εκδηλώθηκε επιδημία τύφου στο χωριό. Οι υγειονομικές αρχές τότε θεώρησαν σαν αιτία της μόλυνσης τις κορύτες στις βρύσες και στα πλαίσια των έργων εξυγίανσης αντικατέστησαν τις καλαίσθητες πέτρινες πελεκητές κορύτες με ακαλαίσθητους μεταλλικούς σωλήνες. Δεν τους πέρασε από το μυαλό ότι το νερό θα μπορούσε να είχε μολυνθεί από το πέρασμά του κάτω από αυλές και σπίτια, αφού οι βρύσες ήταν σε σημείο χαμηλότερο από τα σπίτια. Το υδραγωγείο που έφερε καθαρό νερό από την Κοκκινόβρυση έγινε αργότερα, το 1959.