agios filippas-1

«...'Ο Φτωχός ό Φίλιππος στό χωράφι απόκρευε...»
-    Άμ' ποιος τά είδε καί τά λέει..., τάχα τή σκέψη της φωνάζοντας πέταγε ή γιαγια-Καλή τήν παρατήρηση.


Συνήθεια τόχε, μέ τήν άντίρρηση στις κουβέντες, νά πετυχαίνει νάχει τό λόγο έκείνη πάντα τό στερνό.
-    Σώπα, σώπα, κυρα-Καλή, χριστιανούλα μου!... Μήν κολάζεσαι πού είμαστ’ άξιοι οί άντρώποι νά κρίνουμε τά θεϊκά, τήν άντίκοβε άσυνήθιστα θαρρετά ή γιαγιά κάνοντας τό Σταυρό της.
«... ' Εγώ δέν τόβγαλ’ άπό τό μυαλό μου καί τό λέου...» συνέχιζε. «... Τούτο τό ξέρει ό κόσμος ούλος!... Ούλ' ή άργατιά καί ή ξωμαχιά, πάππου πρός πάππου, έχει νά κάνει μέ τό θάμα τούν'  Άγιο-Φιλλίππουνε... "Ενα βόιδι μοναχά είχε ό Άγιο-Φίλιππας, καί κείνο τόσφαξε σά σήμερα τό βράδυ, παραμονή τού Σαραντάημερου ν' άποκρέψει, γυρίζοντας αποσταμένος άπό τ' όργωμα καί τήν αυγή τί νά ίδεί!... Τό βόιδι του ολοζώντανο στό παγνί, νά ζεσταίνει μέ τό γνώτο του τή χαμοκέλα!... "Ετσι πού λές, κιά δέ μέ πιστεύεις έμένανε, κυρα-Καλή μου, ρώτα τόν άδελφό σου κι άφέντη μου, πού ξέρει ούλα τ' άγιωτικά νά σου τά ειπεί καλύτερα...».
Τάλεγε μονομιάς, χωρίς άνάσα. Όχι άπό φόβο μήν τή σταματήσει κάποιος μά άπό τό ξεχείλισμα της πίστης της γιά τούτη έδώ τή γνώση πού τήν κάτεχε άδιαφιλονίκητα.
-    Μιά φορά  Άγιος ένε...Καί κάθ’ Άγιος κακοκαρδίζει μ’ όγιονε δέν τιμάει τή γιορτή του, έπέμενε ή άλλη πού εύκολα κάτω δέν τόβαζε.
Δέν ήτανε συνηθισμένη νά τής άντιγνωμιάζουν, καί προπαντός ή νύφη της, πού σέ κάθε κουβέντα τους έπαιρνε πάντα τή θέση:
 «... Γιά νά ντό λές, κυρα-Καλή μου, έσύ πού ξέρεις...».

-    "Αγιος Καλός καί τιμημένος! Καί τό καντήλι του τ' άνάψαμ’ άπό τήν αύγή, πρώτη δουλειά!... Μά δέν είναι σάν τούς άλλουνούς "Αγιους πού καθόνται στίς έκκλησιές! Ετούτος έδώ, τ’ άκούς τί λέμε, ένε, άπό τή δική μας φύτρα... Τή συριά μας!... Ξωμάχος, δουλευτής κι άργάτης, καί τόχει προσβολή νά ντού γιορτοκρατούνε!... Αλλιώτικα, πώς θά ντόν έβρισκε παραμονή τού Σαραντάημερου, στό χωράφι νά οργώνει γιά τό σπαρτό;
Μπροστά σέ τέτοιο άκαταμάχητο έπιχείρημα, μισοσυμβιβασμένη μέ θεϊκά κι άνθρώπινα, άρχιζε τήν ύποχώρηση ή γιαγια-Καλή, μή φανερώνοντας τήν ήττα της ώστόσο.
-    Νά παγαίνω κάνε... θάχεις καί δουλειές - έλεγε, σίγουρη στό βάθος πώς ή γιαγιά θ' άντιμετώπιζε τήν άπόφασή της αυτή, μέ τίς γνωστές διαμαρτυρίες όπως καί τίς άλλες φορές: «... Νά φύγεις κιόλα; Τί λές, άδερφή; Ακόμα δέν έμπήκες...».
-    "Αν έχω; Έχω καί πολλές, κυρα-Καλή μου, μά νά σου ψήσω πρώτα έναν καφέ, άνεπάντεχη έρχόταν ή άπάντηση.
Τόλεγε μαλακά, καλοσυνάτα, μέ τή σίγουρη καθαρή φωνή τής άλήθειας, δίχως τό παραμικρό ίχνος περηφάνιας, γιά τή μιά καί μόνη νίκη, ένάντια στήν κουνιάδα της, πού, καί πολύ τήν άγαπούσε, καί τήν θαύμαζε, γιά τήν άξιότη καί τή γνώση της.
Βλέπεις, ταξιδεμένη άπό τά παιδικάτα της έκείνη, μαμμή και μοδίστρα, άνοιγε σ' ουλές τους τά μάτια. Προπαντός τά δικά της, πού στή ζωή της ολάκερη μιά μόνο φορά βγήκε άπ' τά σύνορα τού χωριού καί τών χτημάτων γύρω στά βουνά!...
Τότε, πού πήγε νά ξεβγάλει τά παιδιά της, πού ξενιτεύονταν στήν Αθήνα κι ούτε είδε μήδ’ ακούσε τίποτα, έτσι πού ό σπαραγμός - ένα βουνό - τήν είχε λιώσει.
Αλλά τή γνώση έτούτη γιά τ’ Άγιο-Φιλίππουνε τή γιορτή, ούλα κι ούλα, τήν κάτεχε πέρα γιά πέρα άπό τότε πού γεννήθηκε! Δέν ήτανε άπό κείνες πού μαθαίνει κανείς στίς φυλλάδες, στό σκολειό, στά ταξίδια, στίς τέγνες...
Τήν ήξερε ή τρανίκω κι ό παππούλης της, οί γονιοί της, τ’ άδέλφια, τά ξαδέλφια της, ούλος ό κόσμος μ’ ένα λόγο!... Κι όχι νά λέει τ' άντίθετα ή κυρα-Καλή - δαιμονική πείραξη, Θέ μου συχώρα με—
-    Γιαγιά, μάς λές γιά τό θάμα μέ τό βόιδι τ’ Άγιο-Φιλίππουνε;
-    Άφήτε με, κι έχω φούρκα κακή... Μή μέ χασοημεράτε. Έχω νά μπαλώσω, νά ντύσω τά παπλώματα, νά σφάξω τήν κότα γιά βράδυ, κι άν προκάμω νά πλάσω καί δυό φύλλα δίπλες ν' άποκρέψουμε... Άπό ταχιά, νηστεία μέχρι τού Χριστού! Μπαίνουμε πιά στό Σαραντάημερο!...
Οί τρυφεροί τόνοι τής φωνής της δέ σκέπαζαν τήν άπειλή, γιά ό,τι έλέγαν κι έννοούσανε Σαρακοστή.
-    ... Κι άπέ, νά σάς είπώ καί τ' άλλο... Σκιάζουμαι μή δέ ντό λέ' όπως πρέπει!:.. Τ’ άγιωτικά ό παππούλης σας τά ξέρει. Τό βράδυ πού θά μαζωχτούμε γυρεύτε του νά σάς τό ειπεί...
Τώρα μάλιστα! «Γυρεύτε του...». Μιά κουβέντα ειν’ αυτή. Ποιος θά τολμήσει νά γυρέψει άπ τόν παππούλη κάτι τέτοιο, έτσι καθώς χώνεται βαθιά στή σιωπή, στά χοντρά κιτρινισμένα βιβλία ή στή Σύνοψη - παραμονές Γιορτών συνήθως - νά σιγοψέλνει μοναχός τροπάρια κι άπολυτίκια, σέ κάτι ήχους πλάγιους δεύτερους, λέει, τέταρτους καί τέτοια.
Δέν ήτανε σάν τή γιαγιά ό παππούλης. Αλύγιστος, κοφτός, σπάνια άποφάσιζε νά μοιραστεί κάποιο μεράκι του μαζί μας. Κι ό,τι κατά τήν κρίση του δέν ήτανε δουλειά κι άπόδοση, ήτανε χρόνος σκοτωμένος. Νά, σάν τό μάκρος - γιά παράδειγμα - πού έδινε ή γιαγιά στά παραμύθια!...
«' Αδουλος δουλειά δέν έχει, τά βρακιά του λεί καί δένει». Λακωνική έβγαινε ή καταδικαστική του άπόφαση. Κι άντε νά τού γυρεύεις τώρα νά σου μιλήσει γιά ιστορίες σάν αύτή μέ τό βόιδι τ’' Αγιο-Φιλίππουνε...
-    Γιαγιούλα, δέ θά μάς τό ειπεί. Δέν τό ζητάμε.
-    Θά σάς τό ειπεί, καί θά ντό ιδείτε!... Κι άφήτε με είπα νά προκάμω τις δουλειές. Ξημέρωσε, νύχτωσε, πάει... Τί έναι τώρα ήμέρα; Μιά ψίχα!...
Τό βράδυ!  Άντίθετ’ άπό τήν ήμέρα τό βράδυ έκείνο ήταν Γιορτινό, μ ’ όλους τούς τρόπους πού ξεχώριζαν τά Γιορτινά βράδια κι οί μέρες.
Ή φωτιά στό τζάκι ζωηρή, στό πορτοκαλί καί στό κόκκινο, χόρευε τόν ξεχωριστό μοναδικό χορό της. Η φλόγα τής λάμπας, πλούσια πίσω άπό τ’ άστραφτερό λαμπογυάλι, δέν άφηνε τίποτα κρυφό μέ τό φώς της.
Τά στρωσίδια στό πάτωμα καί στά κρεβάτια τιναγμένα δίχως τήν παραμικρή ζαρωματιά.
Στόν τζέτζερη, πλάι στή φωτιά, νά σιγοβράζει άκόμα ή κότα, μέχρι νά ’ρθεί ό πατέρας άπ τό μαγαζί, ένώ οί δίπλες χρυσοκίτρινες κακάριζαν στό τηγάνι.
Τά ρουθούνια τρεμόπαιζαν... Ανυπόμονα γέμιζαν σάλιο τά στόματα.
  Η γιαγιά είχε παραδώσει τίς ύπόλοιπες δουλειές στή «νοικοκυρά», όπως συνήθιζε νά λέει τή μάνα, κι είχε πιάσει τή ρόκα της στ’ άριστερό παραγώνι, ή μόνιμη θέση της.
  Ο παππούλης άντίκρυ δεξιά, στό ψάθινο σκαμνί του καθισμένος, χωμένος στό χοντρό βιβλίο του, κάπου πολύ μακριά άπό έμάς, ποιος ξέρει σέ τί ταξίδι, μηχανικά κάθε τόσο: «... σσσούτ είπα ντέε...» έμπαινε στίς ζαβολιές μας.
-    Καλά σάς λέει. Γιά συχάστε πιά. Γιά άκούτε δώ... Ήτανε μιά φορά κι ένα καιρό, πού λέτε, ένας χριστιανός, πού τόν έλέγανε Άγιο-Φίλιππα, καληώρα...
-    Τί λές, μωρή; Ζουρλάθηκες μπίτι; Παραμύθι σάν τ’ άλλα τόν έπέρασες τόν "Αγιο καί τό μαθαίνεις στά παιδιά; Αστραπή άπό τό ταξίδι του γύριζε ό παππούλης!...
-    Έγώ τό λέ’ όπως τό ξέρω, δικαιολογιότανε τάχα έκείνη.
(Πονηρή, πονηρούλα γιαγιά, πόσα ξέρεις...)
- Νά ξεραθείς τότες. Μωρέ ν’ αγιάσει πού τό είπε: "Ανθρωπος άγράμματος ξύλον άπελέκητον... Καί πρός έμάς γυρνώντας:
«Γι' άκούτε με δώ...» άρχιζε. «Ό Άγιο-Φίλιππας, κι ό κάθε "Αγιος δηλαδή, δέν ήτανε. Είναι!  Πού πάει νά είπεί, ότι καί ήτανε, καί είναι, καί θά είναι!...
 Ν ύ ν  κ α ί   ά ε ί   κ α ί   ε ι ς   τ ο ύ ς  α ι ώ ν α ς   τ ω ν  α ι ώ ν ω ν !... Αλλιώτικα θά ήταν άνθρωπος κι όχι "Αγιος!  Ακόμα καί στουρνάρια νά είσαστε, θά βλέπατε τή διαφορά!...
... Γιά τ’ ' Αγιο-Φιλίππουνε τώρα. Μήν τηράς πού δέ φυλάγεται ή γιορτή. Βλέπεις, ό  'Aγιος τούτος κρατεί άπό μάς. ’Από τήν καταγωγή μας!... Καί σάν έμάς πασκίζει νά προκάμει τίς δουλειές προτού πλακώσουνε τά χιόνια. Προπαντός τό σπαρτό, πού άνάλογα μέ τόν καιρό τό κανονίζεις. Νά μή σπείρεις;... Δέ θερίζεις!...
Κι έρχονται βολές πού άργεί νά βρέξει, σάν έφέτο καληώρα. Τί κάνουνε τό λοιπόν οι γεωργοί;  "Ο,τι κι ό Άγιο-Φίλιππας!... ’Οργώνουνε καί σπέρνουνε δηλαδή... ταχιά φτάνει τό χιόνι, κουκουλώνει τή Γης, πάει τό σπαρτό... Άπό κοντά κι έσύ καί ή φαμελιά σου...
Λένε πώς ό Άγιο-Φίλιππας δέν είχε φαμελιά. Αγίασε νιός κι άνύπαντρος, μά τί θά είπεί... Οι πολλοί θέλουν πολλά, κι ό ένας άπό ούλα...
Στό θάμα τώρα. Μέ τ’ αύτιά μου δέν τ’ άκουσα μά ό Σέμπρος στήν Άράχωβα παίρνει όρκο, ότι τόχει άκουσμένο ό παππούλης τού κουμπάρου του, άπό τόν ιδιανό τόν ’ Αγιο-Φίλιππα στό κολατσιό τήν άλλη μέρα!...
” Ητανε, λέει, άποσταμένος όσο δέν έπαιρνε. Γύρισε μέ τό βόιδι του στή χαμοκέλα, ξέζεψε, κι άναψε τή φωτιά νά ζεσταθούνε, άφού πάγνισε πρώτα τό βόιδι, πεινασμένο καθώς τό καταλάβαινε κι άποσταμένο. ’Άλλονε, κι άλλο τίποτα άπό τό ζωντανό, δέν είχε. Πρώτα φρόντιζε κείνο, κι άπέ θυμότανε τόν αύτό του δεύτερα...
Πείναγε, κι ήτανε παραμονή τού Σαραντάημερου. Έπρεπε όπως κάθε χριστιανός ν’ άποκρέψει καί κείνος. Άπό τήν άλλη αύγή, κι ίσαμε τού Χριστού, θά πέρναγε μέ ψωμάκι κι άγρια λάχανα.
Τηράει στό ντουλάπι του νά βρει κάτι άρτήσιμο νά τοιμάσει, τίποτα. Τηράει στή λαΐνα, στήν κασέλα, στήν κόφα του, τίποτα, πουθενά!...
Νά μήν άπονηστέψει γίνεται; Δέ γίνεται!... Χαλάει τήν τάξη τού Θεού!...
Τί νά κάνει, τί νά κάνει, γυρίζει βλέπει τό βόιδι του, π’ άναχάραζε μακάριο κι ήσυχο τό σανό του...
Κάνει πού λέτε τό Σταυρό του στά κονίσματα, «γιά ταχιά έχει ό Θεός» λέει, φιλεί τό ζωντανό στά μάτια, καί μέ τό δίστομο μαχαίρι του, του κόβει    - χράπ - τό λαιμό!...
Τό βράζει στό λεβέτι, κι άποκρεύει, πίνοντας τό ζουμί του άντίς κρασί...
'Aγιος καθώς ήτανε κι άποσταμένος άποκοιμήθηκε βαθιά. Μέ τήν αυγή σηκώνεται νά τοιμαστεί νά φύγει πάλε στό χωράφι. «... Μοναχός μου πιά...» συλλογιέται, κι άξαφνα, άκούει μουκανητό κι άναχάρασμα!  «... Όνειροφαντασιά μου θάναι...» λέει, γυρίζοντας κατά τό παγνί. Καί τί βλέπει!
Τό βόιδι του γερό, ολοζώντανο, νά ντόν τηράει όλόισα στά μάτια!...
Ζυγώνει, τ' άγκαλιάζει, «καλή μας Σαρακοστή» τού λέει, καί κλαίει άπό ξεχείλισμα καρδιάς γιά τού Θεού τά πράμματα... Υστερα, παίρνουνε κι οί δυό μαζί τή στράτα γιά  τό χωράφι, νά τελέψουνε πιά...
-    Καί σήμερα, παππούλη, πού άποκρεύει ό Άγιο-Φίλιππας;
-    "Οπου θές. Στή χαμοκέλα μοναχός του, στό μαχαλά μας, σ' άλλο μαχαλά, μπορεί καί στό δικό μας σπίτι!... Κανείς δέν ξέρει... Γιατί τ' "Αγιου οί πράξες, σέ σύνορα δέ μπαίνουνε!...
-    Ελάτε, μαζευτείτε τώρα, ξημερώσαμε... Νάτο τό σύνορο στις πράξεις των άνθρώπων!
Πότε είχε γυρίσει ό πατέρας; Πότε άβγόκοψε τή σούπα ή μάνα, κι άχνίζει μοσκοβολιστή στά πιάτα μας; Πότε μελώθηκαν οι δίπλες, στρώθηκε τό τραπέζι μέ τό υφαντό τραπεζομάντιλο; Ποιος γέμισε κόκκινο σπιθωτό κρασί τά ποτήρια;
-    "Αιντε, καλή Σαρακοστή νάχουμε. Εις υγείαν...
-    Αμήν. Μέ τό καλό νά μάς έβρεί τού Χριστού. Εις ύγείαν...
Τρώγαμε βιαστικά καί λαίμαργα, χτυπώντας τά κουτάλια μας στά πιάτα.  Ανάμεσά μας κι ό "Αγιος μπαρμπα-Φίλιππας, μέ τά λερά του άπ τό χωράφι ρούχα, άξούριστος, ρουφούσε άπολαυστικά τή σούπα, τό κρασί του, μάσαγε γρήγορα τής κότας τό μεζέ, γιατί βιαζότανε νά κοιμηθεί, νά ξαποστάσει όπως όλοι...
Στό εικονοστάσι, οί αύστηρές μορφές συνήθως των Αγίων, είχαν μιάν έκφραση παράξενη πίσω άπ τίς κόκκινες άνταύγειες του καντηλιού - σκληρή, καί φιλική μαζί, χαρά καί λύπη...
Μήν είναι τάχα λίγο ζήλεια γιά τή χάρη τ' ' Αγιο-Φίλιππα, νά ζεί τ’ άνθρώπινα πού έκείνοι δέ μπορούσαν;
«... Του "Αγιου οί πράξες δέν χωράν σέ σύνορα...». Έτσι δέν είπε πιό μπροστά ό παππούλης;

Από το Ημερολόγιο της Φτέρης
Έκδοση 1981

(ΧΔ)