Γ. Δ. Βέργος
Γουρνοσφαξιές 1Όπως έχω περιγράψει και σε άλλο άρθρο, στο χωριό μας τις Απόκριες έσφαζαν σχεδόν όλοι τα γουρούνια τους και υπήρχε ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας σε όλη αυτή τη διαδικασία.

Μετά την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, που άνοιγε το Τριώδιο, τη Δευτέρα το πρωί συγκροτούνταν ομάδες πατριωτών 4-5 ανδρών, που αναλάμβανε το έργο. 

 Πριν από όλα έβαζαν το λεβέτι (καζάνι) στη φωτιά, ώστε  να βράσει το νερό. Στη συνέχεια έσφαζαν το γουρούνι και η πρώτη τους δουλειά ήταν να βγάλουν το καρύδι (το πάνω μέρος του λάρυγγα) και να το ρίξουν στα κάρβουνα να ψηθεί.

Έτσι έπιναν το πρώτο ποτηράκι για να ευχηθούν «καλοφάγωτο» και «χρόνια πολλά». Σύμφωνα με την παράδοση, μόλις έσφαζαν το ζώο του έβαζαν και ένα λεμόνι στο στόμα και το λιβάνιζαν. 
Το ξύρισμα
Στη συνέχεια τοποθετούσαν το γουρούνι πάνω σε τάβλες, του έριχναν σταδιακά καυτό νερό και με μεγάλα ακονισμένα μαχαίρια ξύριζαν κυριολεκτικά τις τρίχες, αφού το δέρμα (σγόρτσα) ήταν φαγώσιμο είδος. Στην ουσία μαδούσαν το δέρμα, έκαναν δηλαδή αποτρίχωση. Η διαδικασία αυτή κρατούσε περισσότερο από μια ώρα. (Παλαιότερα, από το μέρος της ράχης έβγαζαν ένα κομμάτι δέρμα για να κάνουν τσαρούχια-γουρνοτσάρουχα, για τις ανάγκες της οικογένειας). Μετά ξεκοίλιαζαν το χοιρινό και έβγαζαν τα έντερα. Δύο γυναίκες τα έπαιρναν σε ταψιά και πήγαιναν στη βρύση να τα πλύνουν. Η νοικοκυρά του σπιτιού έπαιρνε το συκώτι και το τηγάνιζε  για να φάνε, προπαντός οι άνδρες, που κουράστηκαν στο σφάξιμο, να πιουν τα ποτηράκια τος και να ευχηθούν.
 
Η "φούσκα" για τα παιδιά.
Την κύστη του γουρουνιού (φούσκα τη λέγαμε) την τρίβανε τα παιδιά στη στάχτη και στην συνέχεια την φούσκωναν και την έκαναν μπαλόνι. Έβαζαν μέσα και αραποσιτόσπυρα, την έδεναν με μια κλωστή και έπαιζαν. 

 

Το κρέμασμα στο πατερό

 Στη συνέχεια κρεμούσαν το γουρούνι στο πατερό ανάποδα και αφού χαιρετούσαν τη νοικοκυρά, πήγαιναν για το επόμενο «θύμα». Σχετικά με το κρέμασμα του χοιρινού υπήρχε και η φράση που λέγανε: «Αυτός κρεμάει γουρούνι στο πατερό», εννοώντας «καλός νοικοκύρης». Αν δεν τελείωναν τη Δευτέρα το σφάξιμο των γουρουνιών που είχαν προγραμματίσει, ή αν δεν το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες, συνέχιζαν την Τρίτη ή και την Τετάρτη. Το γουρούνι έμενε κρεμασμένο στο πατερό 3-4 ημέρες, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Αυτές τις μέρες όλο και κάποιο κοψίδι έκοβαν για να φάει κάποιος που ήταν κουρασμένος ή και όλη η οικογένεια. Μετά τις μέρες αυτές  τεμάχιζαν το χοιρινό, έβγαζαν το δέρμα μαζί με το λίπος σε λωρίδες (πάχος περίπου από 4 έως 8 εκατοστά) και το έβαζαν μέσα σε καζάνι με κρύο νερό για να λευκανθεί. Σε άλλο καζάνι έβαζαν το υπόλοιπο για να καθαρίσει από τα αίματα και το άφηναν συνήθως ένα εικοσιτετράωρο.

 
Το πάστωμα
Ακολούθως γινόταν το πάστωμα. Έκοβαν σε μικρά κομμάτια χώρια το κρέας και χώρια το δέρμα με το λίπος και τα έβραζαν σε καζάνια. Αφού έβραζε το κρέας μέχρι ενός βαθμού, έβγαζαν τα κόκαλα από τα ψαχνά και στη συνέχεια έβραζαν όλα μαζί (ψαχνά και λίπος), μέχρι να πιει όλο το νερό και να μείνει το λίπος με το κρέας. Χώριζαν το πολύ λίπος (για να αρταίνουν τα φαγητά) και στο κρέας έριχναν μπόλικο αλάτι για να διατηρηθεί όλη τη χρονιά και πρόσθεταν μπαχαρικά, κανέλλα, γαρύφαλλο, φλούδα πορτοκαλιού κλπ. Τα αποθήκευαν σε στάμνες ή σε δοχεία (τενεκέδες).
 
Γουρνοσφαξιές 4Τα λουκάνικα
Μέσα στους ντενεκέδες έβαζαν και τα λουκάνικα, τα οποία έφτιαχναν από το  λεπτό έντερο του γουρουνιού. Έκοβαν δηλαδή κομμάτια εντέρου και τα γέμιζαν με κιμά, προσθέτοντας μπαχαρικά, πορτοκαλόφλουδα κλπ. Τα κρεμούσαν μέσα στο τζάκι μια-δυο μέρες για να καπνιστούν και λίγο πριν τελειώσει το βράσιμο του παστού τα έριχναν μέσα στο καζάνι να πάρουν μια βράση.
Ωματιές και πατσιά
Τα πνευμόνια τα έκοβαν μικρά κομματάκια και μαζί με σιτάρι, το οποίο έκοβαν πλιγούρι τρίβοντάς το επάνω σε μια πλάκα με μια πέτρα σε σχήμα κυλίνδρου, γέμιζαν το παχύ έντερο και το έψηναν στο φούρνο. Αυτές ήταν οι λεγόμενες «ωματιές» που ήταν ένα εκλεκτό φαγητό για την εποχή εκείνη. Το κεφάλι και τα πόδια τα έκαναν πηχτή (πατσά).Γουρνοσφαξιές 2 Άνοιγαν το κεφάλι στη μέση, πετούσαν το μυαλό (σε άλλες περιοχές το έτρωγαν) και μετά το βράσιμο έβγαζαν τα κόκαλα, έριχναν τα σχετικά μυρωδικά, σκόρδο και ξύδι ή λεμόνι και έτρωγαν την πηχτή ζεστή ή κρύα. 
"Το βασιλικό"
Αυτό γινόταν από το λίπος που υπήρχε στην κοιλιά του χοιρινού (μπόλια). Το χρησιμοποιούσαν σαν φάρμακο για να αλοίφουν τις πληγές. Επίσης, όταν είχε χιόνια, με αυτό το λίπος οι άνδρες που πήγαιναν για κυνήγι άλοιφαν τις αρβήλες τους.
Το σαπούνι.
Τίποτα σχεδόν από το χοιρινό δεν πετιόταν. Ότι δεν ήταν φαγώσιμο, οι νοικοκυρές το επεξεργάζονταν κατάλληλα και το έφτιαχναν σαπούνι και περνούσαν όλη τη χρονιά.
Το φαγητό της Αποκριάς.
Την πρώτη και δεύτερη εβδομάδα της αποκριάς έτρωγαν κρέας, την τρίτη (της Τυρινής) συνήθως έτρωγαν μόνο αυγά, γάλα και τυρί. Την Κυριακή της Τυρινής έφτιαχναν μακαρόνια με το χέρι στο πλαστήρι και μετά το 1950 και «αγοραστά». Το βράδυ της Κυριακής στο τζάκι γύρω στη φωτιά έψηναν αυγά, ένα για τον καθένα, ονοματισμένα ηλικιακά. Αν κάποιο αυγό έσκαγε και πεταγόταν και ήταν κοριτσιού, αυτό ήταν σημάδι ότι θα παντρευόταν εκείνη την χρονιά. Όποιου το αυγό ίδρωνε, αυτός θεωρείτο πως κουραζόταν πιο πολύ στην οικογένεια. Τα τσόφλια από τα αυγά που ψήναμε στη θράκα, τα ρίχνανε σε διπλανές αυλές, χωρίς να τους δούνε, για να ...τους στείλουνε τις ψείρες τους. 
Οι χοροί και οι μπούλες.
Το ποιό διασκεδαστικό στην περίοδο της Αποκριάς ήταν τα γλέντια και οι χοροί, που άρχιζαν από την Πέμπτη της πρώτης εβδομάδας. Χόρευαν σε διάφορα σπίτια (από 5-10 σε όλο το χωριό) σχεδόν κάθε βράδυ, με εξαίρεση μερικές φορές την Τετάρτη και Παρασκευή ή και τη Δευτέρα. Πάντως τα Σαββατοκύριακα, Τρίτη και Πέμπτη γινόταν χαμός από χορούς, φαγοπότι (προπαντός κρασί).  Πολύ εντυπωσιακό ήταν το φαινόμενο με τις Μπούλες (μόνο άντρες, ντυμένοι μασκαράδες, ακόμη και γυναικεία ρούχα): Τσολιάδες, αρκουδιάρηδες, παπάδες, γιατροί, ακόμη και το διάβολο έκαναν και επισκέπτονταν όλα τα σπίτια, όπου χόρευαν. Τη δε Κυριακή της Τυρινής ντύνονταν από το πρωί, επισκέπτονταν όλα τα σπίτια, μάζευαν συνήθως αυγά και το απόγευμα το έριχναν στο γλέντι. Οι μπούλες είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά τους με ένα διαφανές μαντήλι (μεσίνα), διότι μάσκες τότε δεν υπήρχαν. Τα άτομα που λάμβαναν μέρος σε αυτές τις εκδηλώσεις ήταν αρκετά, γύρω στα 40-50, χωρισμένα σε ομάδες. Κατά τις μέρες αυτές, που γίνονταν οι χοροί, γίνονταν και πολλά συνοικέσια.
Τα ψυχοσάββατα
Στην περίοδο της Αποκριάς υπήρχαν και τα Ψυχοσάββατα (τρία). Το πρώτο τη δεύτερη εβδομάδα της Αποκριάς και το τελευταίο των Αγίων Θεοδώρων, που λειτουργούσε ο παπάς στο Νεκροταφείο.
Την Καθαρή Δευτέρα δεν υπήρχαν ιδιαίτερες εκδηλώσεις.
Όλα αυτά συνέβαιναν στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και την δεκαετία του 1950. Στη συνέχεια  που άρχισαν οι πατριώτες να μεταναστεύουν για την Αθήνα ή άλλες πόλεις, περιορίστηκαν αυτές οι εκδηλώσεις και το 1966 που έφυγα για την Αθήνα, γίνονταν πολύ λίγες.
Μπορεί να υπήρχε φτώχεια εκείνη την περίοδο στο χωριό, ο κόσμος όμως ζούσε τη ζωή του και διασκέδαζε πραγματικά.
 
(ΧΙΜ_7-3-11)