Ηλία Χειμώνα, υποπτεράρχου, ιατρού καρδιολόγου (1945-2010)

Εκείνα τα χρόνια οι γυναίκες κάνανε πολλά παιδιά στο χωριό. «Όσα έδινε ο Θεός». Αντισυλληπτικό χάπι δεν υπήρχε ούτε και προφυλακτικά. Συνεπώς η αντισύλληψη δεν ήταν εύκολη. Βέβαια αυτό ήταν σωτήριο για την ανανέωση του πληθυσμού, γιατί τότε η βρεφική και η παιδική θνησιμότητα ήταν ιδιαίτερα υψηλή. 

Μερικές γυναίκες γεννούσαν δέκα ή και περισσότερα παιδιά, από τα οποία επιζούσαν μόνο τα πέντε ή καμιά φορά και μόνο τα δύο. Η έγκυος γυναίκα δούλευε στα χωράφια και στο σπίτι μέχρι την προχωρημένη εγκυμοσύνη. Δεν ήταν σπάνιο η γυναίκα να φύγει από το χωράφι όταν άρχιζαν οι πόνοι της γέννας.

 

Διηγούνταν οι παλιότεροι μάλιστα ότι κάποια γυναίκα (πολύτοκη βέβαια) γέννησε στο δρόμο έφερε το παιδί στο σπίτι μέσα στην ποδιά της. Γιατρός τα παλιότερα χρόνια δεν παραβρισκόταν στη γέννα. Υπήρχαν όμως μαμές που ήταν ιδιαίτερα πεπειραμένες. Η θεια-Λιού η Μάρθα (του Ηλία Χρονόπουλου) από τους Αράπηδες ισχυρίζεται ότι ξεγέννησε εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες γυναίκες και με υπερηφάνεια λέει ότι δεν έχασε κανένα παιδί ούτε γυναίκα. Γνώριζε να κάνει χειρισμούς και να βγάζει το παιδί, ακόμη και αν αυτό ερχόταν ανάποδα.

Σύμφωνα με το βιβλίο του Θοδωρή Τρουπά "Σκαλίζοντας τις Ρίζες μας" μαμές στο Σέρβου ήταν η γρια Κωσταντού Αναστασόνυφη (μάνα του Κουτσιοτασιούλη), η Μητροπανάγαινα ή Μητροκανέλλα, η γρια- δασκάλα Σκίζαινα, η Θυμιακολιού και η Παναγιωτίτσα. Τα μετέπειτα χρόνια τις περισσότερες φορές καλούσαν γιατρό από τη Δημητσάνα ή τα Λαγκάδια, οι οποίοι γνώριζαν να βοηθήσουν σε ένα δύσκολο τοκετό και να χειρίζονται εμβρυουλκό.

Όταν γεννιότανε το παιδί, αφού το έπλεναν, το τύλιγαν στα σπάργανα και συνήθως το έβαζαν να κοιμηθεί σε ένα κεραμίδι, μέχρι να ετοιμασθεί το μπεσίκι.. Το ύστερο το έθαβαν στο χώμα και μαζί έθαβαν και το μαχαίρι με το οποίο το είχαν κόψει, γιατί εθεωρείτο «μαγαρισμένο». Μέχρι να κατεβάσει η λεχώνα γάλα, έδιναν στο μωρό ζαχαρόνερο ή μια κρέμα που έφτιαχνα με μια κουταλίτσα αλεύρι, μια ζάχαρι και με λίγο νερό που τα έβραζαν. Μετά τη δεύτερη ή τρίτη ημέρα άρχιζε να θηλάζει. Ο θηλασμός συνεχιζόταν αρκετούς μήνες, μέχρι που το μωρό μπορούσε να τρώει φαγητό. Μερικά παιδιά τα απόκοβαν από το θηλασμό αρκετά μεγάλα, ίσως και μετά τα πρώτα γενέθλια. Γάλα από το εμπόριο σπάνια είχαν. Αν η μητέρα δεν είχε γάλα και δεν ήταν εποχή που τα γιδοπρόβατα είχαν γάλα, υπήρχε σοβαρό πρόβλημα. Ο μόνος τρόπος να ζήσει το μωρό ήταν να το θηλάσει άλλη γυναίκα που έτυχε να γεννήσει την ίδια εποχή και της περίσσευε γάλα. Τέτοιες περιπτώσεις υπήρχαν αρκετές.

Όταν γεννιόταν το μωρό του έδεναν το κεφάλι με μια λουρίδα πανί, στην οποία έβαζαν και αλάτι. Γιατί το έκαναν αυτό δεν είναι βέβαιο, θεωρούσαν φαίνεται ότι έτσι θα γινόταν το κεφάλι στρογγυλό και συμμετρικό. Πάντως λέγανε ότι «αλατιζόταν το μυαλό» και για όποιον δεν ήταν αρκετά έξυπνος λέγανε περιπαικτικά ότι «ήταν ανάλατος». Μέχρι να γίνει περίπου δυο χρονών το μωρό κοιμόταν στο μπεσίκι. Το μπεσίκι ήταν ξύλινη κατασκευή που έμοιαζε με σκαφίδι αλλά είχε πόδια σαν της κουνιστής καρέκλας για να κουνιέται και ένα λεπτό καδρόνι την επάνω μεριά κατά τον επιμήκη άξονα για να συγκρατεί τα σκεπάσματα μακριά από το πρόσωπο του μωρού. Το μωρό όταν κοιμόταν αλλά και όταν ήταν ξύπνιο και το κρατούσαν αγκαλιά ή το μετέφεραν το είχαν «δεμένο» στη σπαργανίδα, για να μη «πλαταρωθεί». Αφού το έντυναν με ένα λεπτό λινό φανελάκι, του έβαζαν το «κωλόπανο», δηλαδή ένα καθαρό πανάκι που έπαιζε το ρόλο της σημερινής πάνας, το τύλιγαν μέχρι τους ώμους με ένα χονδρό κομμάτι ύφασμα που το έλεγαν σπαργανίδα και το έδεναν με ένα ειδικό σχοινί, τη φασκιά και με ειδικό τρόπο, όπως περίπου δένουμε τα κορδόνια των παπουτσιών.. Το μωρό ήταν μέσα στη σπαργανίδα με τεντωμένα τα χέρια και τα πόδια και τόσο σφιχτά που δεν μπορούσε να κινηθεί καθόλου. Μόνο το κεφάλι έμενε ελεύθερο. Επειδή προφανώς μούδιαζε το μωρό έτσι σφιχτά δεμένο, όταν το έλυναν του έκαναν μαλάξεις στα χεράκια και τα πόδια (ήπιες εκτάσεις και κάμψεις). Λυτό το άφηναν μόνο λίγη ώρα, ξαπλωμένο και υπό στενή επιτήρηση.

Τις πρώτες εβδομάδες και σε τακτά διαστήματα «ξυράφιζαν» τα μωρά στις πλάτες, τους γλουτούς και τις φτέρνες. Με ένα ξυράφι έκαναν μικρές τομές, σε αρκετό βάθος για να βγάλουν αίμα. Μετά του έβαζαν επάνω ένα καθαρό πανάκι και το έδεναν στη σπαργανίδα πάλι. Το μωρό βέβαια πονούσε και έκλαιγε, αλλά πίστευαν ότι ήταν για το καλό του. Όλοι όσοι μεγαλώσαμε στα χωριά πριν πεντέξι δεκαετίες έχουμε σημάδια από ξυραφιές στην πλάτη. Γιατί το έκαναν αυτό δεν είναι γνωστό. Υπήρχε η άποψη ότι βγαίνει το ακάθαρτο αίμα και ότι αν δεν το ξυράφιζαν το παιδί θα έβγαζε «μουντζούλια» στο κεφάλι.

Η αυξημένη βρεφική θνησιμότητα και το εύθραστο της υγείας της λεχώνας τις πρώτες μετά τον τοκετό ημέρες είχαν δημιουργήσει φόβους, προλήψεις και δυσιδαιμονίες που πολλές φορές ήταν ωφέλιμες γιατί είχαν ενσωματώσει μέτρα υγιεινής που η πείρα είχε διδάξει, άλλες φορές όμως ήταν απλώς γραφικές τελετουργίες. Τις πρώτες 40 ημέρες η λεχώνα και το μωρό δεν έβγαιναν από το σπίτι, προπαντός μετά το ηλιοβασίλεμα, για να μη τους πειράξουν οι νεράϊδες. Μάλιστα και τα ρουχαλάκια του μωρού που στέγνωναν στη φράχτη, έπρεπε να μαζευτούν μέσα στο σπίτι πριν δύσει ο ήλιος, για να μη τα «μαγαρίσουν» οι νεράϊδες. Τη φασκιά την έπλεκαν με ειδικό τρόπο, με πέντε κορδόνια και την έλεγαν "αναποδοφασκιά". Οι νεράιδες δεν ήξεραν αυτό τον τρόπο του πλεξίματος και δεν μπορούσαν να λύσουν τη φασκιά και να κάνουν κακό στο μωρό. Πάντως η φασκιά, με τον ειδικό αυτό τρόπο του πλεξίματος, ήταν πεπλατισμένη σα λωρίδα και συγκρατούσε καλύτερα τα σπάργανα, χωρίς να τραυματίζει το μωρό, όπως θα έκα;νε ένα στρογγυλό σχοινί. Επίσης απαγορευόταν οι επισκέψεις άλλων γυναικών στη λεχώνα (πλην της μαμής και της στενής οικογένειας) για να μη τη ματιάσουν. Μια γυναίκα στο Λυκούρεση που βγήκε το βράδυ την τρέλαναν οι νεράϊδες και παράτησε το μωρό της και έφυγε στα βουνά. Προφανώς η δύστυχη έπαθε επιλόχεια ψύχωση και ο κόσμος τη θεώρησε νεραϊδοπαρμένη.

Μόλις σαράντιζε η μητέρα πήγαινε με το μωρό στην εκκλησία και ο παπάς διάβαζε μια ευχή. Μέχρι τότε η λεχώνα δεν επιτρεπόταν να μπει σε εκκλησία, ούτε να κοινωνήσει. Μετά τις 40 ημέρες η μητέρα έβγαινε και στις εξωτερικές δουλειές. Το μωρό, επειδή έπρεπε να το θηλάσει, το έπαιρνε μαζί της στη νάκα (μια κατασκευή σαν μικρό φορείο φτιαγμένο με δυο παράλληλα ραβδιά και δέρμα. Τη νάκα την κουβάλαγε στον ώμο και στο χωράφι την κρέμαγε σε κάποιο δένδρο για να προστατεύεται το μωρό από ζώα και από ζωύφια.

Όταν άρχιζε το παιδί να περπατάει δεν φόραγε παπούτσια ούτε βρακάκι. Ακόμη και τα αγοράκια δεν φορούσαν παντελόνια αλλά ένα είδος σα φουστανάκι, για να μη βρέχονται. Μόνο όταν μάθαιναν να ελέγχουν τους σφιγκτήρες τους φόραγαν κυλοτάκια ή παντελονάκια. Για παπούτσια, ίσως όταν πήγαιναν στο δημοτικό σχολείο, αν η οικογένεια ήταν σχετικά εύπορη.

Γενικά η ανατροφή του παιδιού ήταν δύσκολη τα χρόνια εκείνα, συμμετείχε όμως σε αυτό όλη η οικογένεια. Τα μεγαλύτερα παιδιά φρόντιζαν τα μικρότερα και οι γονείς ξόδευαν αρκετό χρόνο με τα παιδιά τους αν και είχαν πολλές δουλειές. Συζητούσαν μαζί τους και τα δίδασκαν με τις πράξεις και το παράδειγμα. Το παιδί συμμετείχε στις ευθύνες της οικογένειας και γινόταν εργατικό και υπεύθυνο. Επειδή ένοιωθε ότι είχε υποχρεώσεις από μικρό και ότι ήταν χρήσιμο, ανέπτυσσε την αυτοεκτίμηση. Έτσι δεν είχε ανασφάλειες ούτε άγχος, παρά την ανέχεια, τις στερήσεις και τις υποχρεώσεις. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Πολλά προς το καλύτερο, άλλα όμως προς το χειρότερο.


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.