Ο ποταμός κυλούσε ελεύθερος.

Οι πέτρες λείες, πελώρια  βότσαλα, στο διάβα του

Σιωπή παντού, μονάχα το νερό ακουγόταν, η ορμή του.

Περνούσα αργά στην άλλη όχθη αλαφροπατώντας πέτρα πέτρα

Κι έσκυβα στο νερό για να δροσίσω τα ξερά μου χείλη.

.

Ξάφνου, στη μέση μιας στιγμής

(που ήτανε και δικιά μου και ταυτόχρονα ήταν έξω από μένα)

πήδησε με ορμή μέσα στο λογισμό μου

η νόηση του παντός

κι όλα απομείνανε μετέωρα.

.

Αυτή η σκηνή διαδραματίζεται μια μέρα του Αυγούστου

του χίλια εννιακόσια εβδομήντα οχτώ

και είμαι βέβαιος ότι ακόμα διαρκεί

φυλακισμένη κάτω από το προσωπείο του χρόνου.

Τον τρόπο αν έβρισκα να την ελευθερώσω

ή να επιστέψω εκεί σ΄αυτή την κοίτη

απ΄όπου ξεκινούν οι διαδρομές των άστρων

κι η σκάλα του Ιακώβ

μπορεί και να κατάφερνα να πάρω άλλον δρόμο προς τα πάνω

 και όχι αυτή την κατωφέρεια όπου πάω.

 

Από την ποιητική συλλογή "Το προσωπείο του χρόνου" 

(ΧΙΜ)