trapouloxarta

 
 
-Καλημέρα Θοδωρή.
-Καλημέρα Πανάγο. 
-Σαν καλή μέρα μου φαίνεται σήμερα, ήθελα να πάω στο αμπελάκι για κλάδεμα και μου φάνηκε πως θα  έπιανε βροχή και δεν πήγα.

 Όπως σε βλέπω και με βλέπεις, μου φαίνεται πως τζάμπα την έχασα την μέρα…
-Έλα καημένε μου, δεν χάνεται ο καιρός, όλος μπροστά μας είναι, η μία μέρα κολλητά στην άλλη πάει.
-Ναι αλλά έπιασε ο Μάρτης κοντεύει να βγει η σαρακοστή και το αμπελάκι είναι ακλάδευτο και τι κρασί θα πιούμε, Πανάγο;
-Και εγώ ήθελα να πάω να βοηθήσω στη στάνη…
Βαρέθηκα, όλο τα ίδια και τα ίδια, είδα και την ημέρα έτσι και είπα να βγω από νωρίς στην αγορά, να συμμαζέψω και τούτα τα παλιάρβυλα να τους βάλλω καμιά προκαδούρα στο τσαγκάρη, να περάσει η κακιά εποχή, να ιδώ και κανένα φίλο καλό, να τα ειπούμε λιγάκι, να πιούμε κανά κατρούτσο, γιατί ο καιρός διαβαίνει και το αμπελάκι εκεί θα μείνει και τα κουδούνια στην στάνη θα κτυπάνε και εμείς θα φύγουμε Θοδωρή και δεν θα ειδωθούμε.
Και άρχισε ο γέρο Πανάγος να σιγοτραγουδάει το πιο κάτω τραγούδι:
«Αρρώστησα δεν ιδωθήκαμε, παντρεύτηκα δεν ήρθες, πεθαίνω δεν με είδες!... 
Τι να σε κάνω πια, για πατριώτη, για συγγενή, για φίλο, για κουμπάρο;… 
Τι σε θέλω που σε έχω;…» 
-Είναι έτσι, για δεν είναι Θοδωρή η ;…. Αύριο, μεθαύριο, φεύγουμε!...  
-Για πού το έχει σκοπό να πας Πανάγο; ... 
Ο γέρο Πανάγος δεν απλογήθηκε!... 
Περπάταγε αργά- αργά, σιγά- σιγά, αγάλια- αγάλια, σκυφτός και κούναγε την καλή την γκλίτσα  του σκεφτικός.  
Ο γέρο Θοδωρής, συνέχισε με ένα μειδίαμα, να τον ρωτάει… 
-Έχεις ετοιμάσει την φουστανέλα την καλή, το φέσι με την γαλάζια φούντα;… 
-Έχεις δοκιμάσει και τα τσαρούχια με τις καλές, τις μαύρες φούντες;… 
Την φέρμελη με τα τσαπράζια και τα χρυσά κεντίδια;…. 
Ετοιμάζεσαι να πας για τσολιάς στα ανάκτορα, στου βασιλιά το παλάτι; 
-Κουγιάλαμα μπίτι μου φαίνεται έχεις γίνει Θοδωρή, μπίτι δεν καταλαβαίνεις, στην στάνη ήθελα  να πάω. 
Είμαστε τώρα για τέτοια;… Που μέση για άρματα;… 
-Σιγά, κρατήσου Πανάγο, μη βιάζεσαι να πάς, γιατί εσύ είσαι βλέπεις λεβέντης, όμορφος και πρώτο μπόι! 
Θα σε φωνάξουνε, θα σε παρακαλάνε, δεν κάνουνε χωρίς εσένα….  
-Είμαι, δεν είμαι, ρε; 
Και τότε και τώρα και πάντοτε!... 
Όμορφος νιoς, λεβέντης, γέρος! 
Όποιος είναι όμορφος σαν…. Και εμένα… 
Δεν γίνεται και πολύ για να χαλάσει και nα χαλάσει η φάτσα του, μα η καρδιά, η ψυχή, το λέει!... 
Τα σημάδια για πάντα μένουνε!...  
Δεν ήμουνα, δεν είμαι κακοζάκανο σαν και…. 
-Ναι, για αυτό σε είχανε στα καζάνια στο Σαραντάπορο…. 
-Καλά που ήμουν εγώ εκεί και σου έδινα κρυφά και έτρωγες και κάτι παραπάνω και όχι μόνο έζησες, αλλά ετσάπωσες λιγάκι, ψυχόπιασες, που ήσουνα κολλημένο, μπίτι νιάνιαρο ήσουνα, ίσια, ίσια που σημάδευες για άνθρωπος, επήρες τότε κιόλας μονοκοπανιά, δύο, τρείς πόντους και τώρα μου κάνεις τον καμπόσο. 
Τότε, όλο από κοντά με πήγαινες και τώρα με αποφεύγεις, ούτε που λες να παίξουμε καμιά κολιτσίνα, αν δεν στο ειπώ εγώ...
Τώρα τι κάνουμε, την στρώνουμε μία; 
Το να γυρίσουμε στο σπίτι δεν το βλέπω, θα αρχίσουνε τα ντράβαλα, είτε το θέλεις, είτε όχι!...
Και να μη το θέλεις, θα έρθει το ντράβαλο από μόνο του…
Τι λες να κάνουμε; 
-Καλά τα λες, τα λέγανε και άλλοι πρωτύτερα από μας και σε μένα τον έξυπνο μη κάνεις…
Και έτσι το λέγανε με τις λίγες τις κουβέντες.
Ο άντρας στην γωνιά, [στο τζάκι] ο διάβολος στην πόρτα....
Το κατάλαβες τώρα;  Ή να στο ματα ειπώ;…
Άμα το κατάλαβες το κατάλαβες, άμα δε το κατάλαβες…
Άμα δεν το κατάλαβες βάλε το, να δουλέψει το νιονιό σου λιγάκι, θα το καταλάβεις.
Εσύ ήρθες από το Σαραντάπορο με τα πόδια και καταλάβαινες και βρήκες το δρόμο και δεν χάθηκες, αυτό δεν θα το βρεις, δεν θα καταλάβεις;
Έχεις νιονιό εσύ και κόβει το ξερό σου.
- Άστα εφτούνα τώρα, τούτην την ώρα, τι κάνουνε;
Θα την στρώσουμε, θα πληρώσεις, ή θα πληρώσω, να ιδούμε τι θα γίνει;
Έχεις τις δύο δεκάρες επάνω σου, έχεις ή δεν έχεις;
Και άμα δεν έχεις, έλα και άμα χάσεις, που θα χάσεις, τα βάζω εγώ και την άλλη φορά, παίζουμε το πάτσι και άμα έρθουνε τα πράματα ανάποδα και πάλι άμα έχω, εγώ πληρώνω…
Θα έρθει και η δική σου ώρα να πληρώσεις... Μη σκιάζεσαι για τούτο…
Έλα πάμε…

Εμπήκανε και δύο ακουμπισμένοι, ο ένας στον άλωνε, στου Παναγούλη το καφενεδάκι, καλημέρισαν, εκαθήσανε σε ένα μικρό τραπεζάκι, ξεφούσκωσαν, επήραν και δύο τους βαθιά ανάσα.
Το βλέπεις τούτο, λέει ο γέρο Πανάγος στο γέρο Θοδωρή. 
Ο Θοδωρής έκανε πως δεν έβλεπε, δεν κατάλαβε.
-Ποιο; τον ερωτάει…
-Τούτο εδώ! Εδώ που είναι επάνω, εδώ επάνω στο τραπέζι....
-Ποιο;… Τι;…
-Αυτό! Αυτό το λένε μάρμαρο!... Μάρμαρο, μάρμαρο, το λένε Θοδωρή και ξέρεις τι, τι λέει;….
-Τι; Τι;….
-Θέλω!... Θέλω!... Θέλει πλήρωμα! Και ποιος το πληρώνει;…
-Ποίος πληρώνει το μάρμαρο;
-Το μάρμαρο Θοδωρή το μάρμαρο, έτσι δεν λένε;
-Δεν ξέρεις ποιος;
Δεν σου είπανε, δεν έμαθες; 
Πάντα ο φτωχός και αδύναμος τον μάρμαρο πληρώνει!
Είδες εσύ κανένα πλούσιο να πληρώνει ποτέ;…
Την νύφη και το μάρμαρο, μόνο εμείς το πληρώνουμε, ο φτωχός ο κόσμος…
Εμένα και σένα κυνηγάει ο δραγουμάνος για τα στρεμματιάτικα και έρχονται και σου μετράνε τα αρνιά και τα κατσίκια για να πληρώσεις και σου το παίρνουνε το σιτάρι, από το αλώνι και για να σφραγίσεις και το πιστοποιητικό του μουλαριού και για δαύτο ακόμα πληρώνεις!...
Μέχρι και το κουτσό γαϊδούρι, ο κοτσιαύτης του Αποστόλη, γυρεύανε να πληρώσει!....και μη χειρότερα!....
-Αυτό πια είναι για να είναι!..
Που αυτό για να πάει και να γυρίσει από το μύλο με το άλεσμα στην ανηφόρα πρέπει να το στυλώνουν δυο, ένας δεν φτάνει.
Τα μόνα δίκια που πληρώνουμε, εμένα μου φαίνεται πως είναι για τον έρανο, για την φανέλα του στρατιώτη!… Χαλάλι!...Χαλάλι!... 
Εκεί μόνο νομίζω πως πιάνει τόπο, να μη τρεμοκουκουράνε τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας, του κόσμου τα παιδάκια από το κρύο, εκεί επάνω στα βουνά, μέρα, νύχτα!... που φυλάνε!... Να τους έχει την έγνοια της, να τα φυλάει η Παναγιά!... 

Σιωπή!… Κοιταγόσαντε αμίλητοι!... 
-Τρώνε, τρώνε, δεν θα τα φάνε ούλα, θα πάει και το κάτι τις για τους στρατιώτες!...
Αχ!... Αχ!...  Ας είναι…. Ας…
- Καθίσαμε, καθίσαμε,…. πιάσαμε Πανάγο την κουβέντα, παραγγείλαμε;…
-Δεν παραγγείλαμε;…
Τι κάθεται ο Παναγούλης όρθιος, στα ατσάλι, εμάς περιμένει, μη κοιτάς που ο άνθρωπος μας ντρέπεται και μέχρι τώρα κουβέντα δεν μας λέει…
-Τι λες;…
Θα τον καταφέρουμε να πιούμε ένα καφεδάκι στα δύο;...
Δεν κάνει για παραπάνω, μη μας πειράξει κιόλας!... 
Ο Παναγούλης έχει γνήσιο, καλό καφέ, είναι αρωματικός, βάζει και πολύ υλικό, αυτός δεν το νοθεύει...
Βάζει τόσο μπόλικο υλικό που κολάι και στο φλιτζάνι, δεν είναι ξέπλυμα!... 
-Τι λες Πανάγο να παραγγείλω;
-Τι το λες τόση ώρα και δεν το κάνεις, όλο το φοβερίζεις, κάντο ντε!
Όλο κουνιέσαι, και κουνιέσαι και στον ίδιο ντόπο, βρίσκεσαι!
-Είπα καημένε μου να σε ρωτήσω και εγώ μια φορά, να μη κάνω του κεφαλιού μου και πάλι βρήκα τον μπελά μου, δεν σε βρίσκει κανένας εσένα, πουθενά.
- Εμένα δεν με βρίσκεις ; Αμ!... Εδώ είμαι, δεν χάνομαι!...
Το καφεδάκι δεν βλέπω εγώ, δεν βρίσκω!..,
Και ώσπου να τον παραγγείλεις, θα με ξελιγώσεις!... και μετά άχρηστος θα είναι!... Τότε κάτσε και πιες τον μόνο σου!...
Να ιδώ μόνο θα σου πάει στην καρδιά, ή θα σου κάτσει στο λαιμό!
- Παράγγειλε στα γρήγορα τον καφέ !...
-Ένα στα δύο λέει στον Καφετζή.

Ο καφετζής, ο Παναγούλης αμέσως κατάλαβε…
Έβαλε το μπρίκι στην χόβολη, ρίχνει μέσα το νερό, καφέ μπόλικο για δύο καφέδες, και πληρωνότανε για ένα, όπως  ήταν η παραγγελία!
Τα γεροντάκια πολύ τα σεβότανε, τα αγάπαγε και από φτώχια, ανέχεια πολύ καταλάβαινε, ποτέ κανέναν δεν προσέβαλε, όλους τους αγάπαγε και αυτόν όλοι τον αγαπάγανε και μπαίνανε στο μαγαζί του.
Φτιάχνει τον καφέ στα δύο χοντρά φλιτζάνια, μερακλίδικο, με τριάντα τρείς φουσκάλες, τους τον πάει.
Ρουφάνε αμίλητοι δύο ρουφηξιές και ευφραίνεται η καρδιά τους!
Βγάζει ο Θοδωρής τις δύο τις δεκαρούλες από το γελέκο του και τους καφέδες κατά την παραγγελία πληρώνει.
Στην Τρίτη ρουφηξιά του καφέ λέει ο γέρο Πανάγος στον γέρο Θοδωρή: 
-Και τώρα τι κάνουμε Θοδωρή, δεν την παίζουμε και από μία;
-Και δεν μου λες ρε Πανάγο, μου φαίνεται πως σε τρώει, αφού ξέρεις πως θα σε κερδίσω!... 
Δεν κάθεσαι στα αυγά σου!... σε τρώει;… σε τρώει;...
-Όλο κουταμάρες λες!...
Δεν λες και καμία βολά καμιά κουβέντα της προκοπής, να αλατίζει!....
Την άλλη βολά εγώ σε κέρδισα και λες πως με κέρδισες εσύ, για να το ακούνε για να το πιστέψουνε, οι άλλοι…
Σε αφήνω να κερδίζεις και εσύ, καμία βολά στο τόσο και το παίρνεις απάνω σου...!
Δεν θέλω από την χασούρα σου να σε πιάσει το μαράζι…
- Έλα να την στρώσουμε να ιδείς τώρα, ποιος θα κερδίσει και άμα θέλεις να φωνάξουμε και μάρτυρες!
-Βγάλτην ντε, με τίνος θα παίξουμε, με την δικιά μου, ή την δικιά σου;
-Κάτσε, κάτσε να κανονίσουμε πρώτα και όποιος κερδίσει τον άλλον, τι θα κεράσει; 
-Τον καφέ τον πλήρωσα, άμα κερδίσω που θα κερδίσω, λεφτά δεν θέλω να μου δώσεις, στην τσέπη μου δεν τα βάζω! 
-Τι λες, παίζουμε το λουκουμάκι;
-Ναι, έλα, ριχτά, κόψε, πάμε…
-Που να πάμε, με τίνος θα παίξουμε, με την δική σου, ή με την, την δική μου; 
-Όχι με την δική σου, με την δική μου, την δική σου την έχεις σημαδεμένη, δεν κάνεις άλλη δουλειά και συνέχεια την μαραφουλάς, την ξέρεις, την γνωρίζεις!...
Θα μου διαβάζεις τα χαρτιά…
- Όχι δεν παίζουμε με την δικιά σου είναι πολυχρονίτικη, την ξέρεις την έχεις λερωμένη, σε ξέρω εσένα και με την λέρα ακόμα, την έχεις σημαδεμένη !
-Τώρα παίζουμε ενδιαφέρον και αστεία δεν χωράνε, η φιλία, φιλία το νιτερέσι, νιτερέσι και το χαρτί,χαρτί…. 
Ξέρεις φίλε, στο χαρτί δεν χωρατεύουν, έχει τους δικούς του νόμους, ήθη, έθιμα και συμφωνίες! 
Οι συμφωνίες είναι συμφωνίες και ο λόγος, λόγος, ανώτερος από συμβόλαια και τηρούνται!...      
Τα ακούς;...
Κάλιο λόγια στο χωράφι, παρά μάγγανα στο αλώνι;
Τα συμφωνημένα και τιμημένα!
- Έλα καημένε μου που δεν ξέρω γράμματα καλά, να τα γράψω ούλα αυτά που λέμε και σε ένα χαρτί, γιατί όπου, μιλάνε τα γράμματα, άλλα, λόγια δεν χωράνε…
-
Τα συμφωνήσαμε Θοδωρή;
- Ότι θέλεις, ένα να ξέρεις θα σε κερδίσω!...
-Μη το λες φτούνο, μη το λες…
Το χαρτί άμα σιάξει, σιάζει και μετά θα σε κοροϊδεύουνε… και δεν θέλω στον φίλο μου, τον αγαπημένο, αυτό να γίνει… 
-Τώρα δεν θα παίζουμε με την δικιά σου να την γνωρίζει και να σε γνωρίζει και να σου έρχονται σανστον μπούφι το πουλί, θα παίξουμε με το εργαλείο του καφετζή, που είναι ξένο και όποιος κερδίσει!.. 
Για να φανεί η αξιοσύνη του καθενός και ποιος έχει το περισσότερο μυαλό... Καλύτερη την γνώση..
-Το συμφωνήσαμε και τούτο; Και όπως είπαμε το λουκουμάκι!...
-Σε τούτο, από την αρχή το συμφωνήσαμε δεν πρόκειται να τσακωθούμε!…
-Έχε γούστο να γενεί και τούτο…
-Ε… τότε φώναξε τον Παναγούλη να φέρει την δική του…. 
Ο γέρο Θοδωρής φωνάζει τον Παναγούλη, τον καφετζή και φέρνει μια δικιά του.
Ήτανε καινούργια, γυαλιστερή και γλιστράγανε τα φύλα από τα χέρια.
Και οι δυο τους αισθάνθηκαν άβολα, με την καινούργια κολιτσίνα, αλλά δεν το έδειξαν για να μη τους κοροϊδεύουνε, οι δύο, τρείς, στο χωριό που κάνε τον καμπόσο!
Και με τρόπο έξυπνο είπε, ο ένας, στον άλλον και γέλασαν από καρδιάς, χωρίς να τους καταλαβαίνουνε οι άλλοι.
-Τα μεταξωτά βρα..χιολ..κ..ια...θέλουν χέρια και επιδέξι..ους..α .... κ.ω.ολ..τσίνα..!
-Πανάγο θα κόψεις, ή θα κόψω, θα κάνεις, ή θα κάνω, ή θα ρίξουμε τους βαλέδες;… Και όπου κάτσει η ντάμα....ή ο βαλές !
Και τι λες και εσύ, συμφωνείς, ότι:
Τα μεταξωτά βρακιά θέλουνε και επιδέξιους κώλους;...
-Καλά τα λες Θοδωρή:
Άμα ήσαν καλοί αυτοί, ο Βαλές, η Ντάμα και ο Ρήγας, θα κάθονταν στο σπιτάκι τους, δεν θα σεργιανάγανε ασύδοτοι, ολημερίς στους καφενέδες!...
-Τούτα εδώ, κλείνουν σπίτια δεν τα ανοίγουν!...
Και αυτή η Ντάμα…;
Τι να ειπεί κανείς για δαύτην...! 
Ξέρεις τι σου είναι;...
Άμα ήτανε καλή δεν θα καθότανε να την μαραφουλάνε σαράντα πέντε χέρια...  κάθε μέρα!... 
Πότε στον ένανε, πότε στο άλλονε!... Σαν την μπολιάρα…
Γίνεται προκοπή έτσι;… Αμ δεν γίνεται!….
Εσύ ξέρεις Θοδωρή τι γίνεται….
Η μπολιάρα γίδα μπορεί για λίγο να χαίρεται, να καλοπερνάει, αλλά όχι για πολύ , δεν χαίρεται...
Σύντομα πηγαίνει στην πόρτα του χασάπη…. 
-Έλα Πανάγο κόψε και μοίρασε, όποιος είναι άξιος θα βγει και το ποιος είναι άξιος ξέρουμε, από τώρα ποιος είναι…. 
Εξ άλλου θα φανεί στην πράξη, κοντός ψαλμός αλληλούια.
-Έκοψα μοίρασα, δεν βλέπεις;
Παίζει πρώτος... Παίξε..! 

Ρίχνει ο γέρο Θοδωρής το δέκα το καλό και παίρνει το δέκα το μπαστούνι και λέει φωναχτά:
-Μία κάνω Πανάγο, καλή αρχή να το θυμάσαι!
Παίξε Πανάγο, παίξε, μη κολλάνε τα χαρτιά στα χέρια σου.
Η καλή ημέρα από το πρωί φαίνεται. 

Ο γέρο Πανάγος μόλις τα άκουσε αυτά, κοκκινίσανε τα αυτιά του, ανοίξανε τα μάτια του να ειδή, είναι το δέκα το καλό, που κάνει μία;
Η μήπως τον κοροϊδεύει...;
Και μόλις το είδε, πως ήτανε το δέκα το κόκκινο, με το τετράγωνο, το ρομβοειδές το σχήμα, το δέκα το καλό, το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι, τα αυτιά του, πάνε, πάνω, κάτω. Κόμπος δέθηκε στο λάρυγγα του, δεν ήθελε να το πιστέψει, με την μία, να χάσει το δέκα το καλό! 
Προσπάθησε να καταπιεί, το σάλιο του δεν κατεβαίνει, ρουφά μια ρουφηξιά καφέ, τον καταπίνει και παίρνει βαθιά ανάσα και λέει στον γέρο Θοδωρή: 
-Η πρώτη είναι του ατζαμή και η δεύτερη του κλέφτη! 

Ο γέρο Θοδωρής του ανταπαντάει:
-Ρίξε εσύ και εγώ να παίρνω!...
Και τώρα ρίξε και το δύο το καλό, αυτό που εγώ το θέλω, σαν φίλος που είσαι και η μία, να γίνουνε δύο!...
Και μετά εσύ λέγε και εγώ σε ακούω! Καλά για να το μάθω, η πρώτη είναι του ατζαμή και ποιο κάτω…. δεν το ξέρω… πως το λένε… Ρίξε τώρα το δύο το καλό, καλά για να το μάθω.

Φυλάει ο γέρο Πανάγος το δύο το σπαθί, το καλό, για το μήπως του στρώσει το χαρτί και το πάρει!... Και είναι στο πάτσι!...
Και το χαρτί του έρχεται ανάποδα, το δύο το καλό του μένει στο χέρι!...
Και με οργή, στο μάρμαρο πετάει.
Και σιγανά με νεύρα ψελλίζει, μουρμουράει:
-Τί περιμένω εγώ πια, αφού πρωί- πρωί με είδε και είδα την ξεήγλωτη, την βοϊδούρο!...
Αυτή!...
Θα ήτανε άνιφτη...  με το κακό το μάτι… 
Μοιράζει τα χαρτιά και του γέρο Θοδωρή του έστρωσε το χαρτί και το δύο το καλό, ναζιάρικα με το εφτά το παίρνει.
-Τρίζουν, χωρίς να το καταλαβαίνει, τα δύο δόντια που του έχουνε απομείνει, από θυμό, δεν ξέρει ποιος του φταίει. Και με αυστηρή, δυνατή φωνή τον φίλο του διατάζει:
Παίξε, παίξε και γύρο σου μη κοιτάζεις, εδώ παίζουμε ενδιαφέρον!

Η πρώτη παρτίδα τέλειωσε!
Μετράνε τα φύλλα, ο γέρο Θοδωρής λέει πως τα έχει και λέει στον γέρο Πανάγο, γράψε εσύ που λες πως ξέρεις γράμματα, πέντε εγώ κάνω, μηδέν εσύ, και κόψε τα χαρτιά για να μοιράσω, εγώ κάνω...
 Ο γέρο Πανάγος, πήγε στην αρχή, με την πειστικότητα που το έλεγε ο γέρο Θοδωρής να υπακούσει, αλλά σαν κάποιος να του έλεγε, τα χαρτιά του να μετρήσει.
Καλά του λέει:
-
Θοδωρή σε εμπιστεύομαι, αλλά καλού, κακού, για να κοιμάμαι ήσυχος, κάλιο είναι να τα μετρήσω.
 Τα μετράει, τα βγάζει είκοσι έξη !
Κόβονται του λέει… 
Δύο - μηδέν γράφουμε και δεν το συζητάμε....
Αντίρρηση έφερε ο γέρο Θοδωρής, τα φύλλα πάλι μετράνε, τα βρίσκουνε τα ίδια.
Του είπε, πως του πήρε από τα δικά του και τα φύλλα κοπήκανε, που τα κρατούσε τα φύλλα του στα χέρια!...
Με τα πολλά το συμφωνήσανε να γραφτεί, όπως ήτανε το σωστό, το δύο - μηδέν. 

Αρχίζουνε την δεύτερη παρτίδα: 
Παίζει πρώτος ο γέρο Πανάγος και παίρνει το δύο το καλό, με το δύο και έβγαλε το άχτι του! 
-Αμέσως ο γέρο Θοδωρής στα γρήγορα λέει: 
Τρία και τέσσερα έξη, ρίχνει το έξη και τον παίρνει, και το παιγνίδι έτσι συνεχίζεται όλο φωνή και αντάρα, για να μη θυμάται και να μη βλέπει τα φύλλα ο άλλος. 
Και όποιος μπορεί, μπορεί τον άλλονε να κλέψει, να κοροϊδέψει! 
Όλα επιτρέπονται στα χαρτιά αρκεί να μη σε πάρει χαμπάρι ο άλλος… 
Τα χαρτιά έχουνε δικούς τους νόμους και θεσμούς! 

Τις δύο παρτίδες τις κέρδισε ο γέρο Θοδωρής, τις τρείς ο γέρο Πανάγος!... 
Και μόλις ακούμπησαν τα χαρτιά επάνω στο μάρμαρο, επήρανε και δύο τους βαθιά ανάσα .  
Κοίταξε ο ένας τον άλλονε στα μάτια σαν αγαπημένοι φίλοι.  
Ο αγώνας τέλειωσε! 
Και λέει ο Πανάγος στον Θοδωρή
-Τώρα πληρώνεις εσύ το μάρμαρο!... 
Πληρώνεις το λουκουμάκι ή το πληρώνω εγώ, ας έχασες εσύ; 
-Όχι του λέει:
Έχω! 
Παράγγειλε ο γέρο Θοδωρής το κέρασμα, το φέρνει ο καφετζής, βγάζει και το πληρώνει.
Το λουκουμάκι στον κύριο λέει και δείχνει τον γέρο Πανάγο και o καφετζής με το χαρτί το σπρώχνει το λουκουμάκι, κατά την μεριά του Πανάγου.

-
Ο γέρο Πανάγος, τον χαιρέτησε, του είπε στην υγειά του και ξανά πάλι την άλλη φορά, άλλη μια φορά από τα ίδια να είναι! 
Και ο άλλος, ο γέρο Θοδωρής είπε: 
-Ευχαριστώ!...Ευχαριστώ! 
Να είμαστε καλά και να έχω να κερνάω – να πληρώνω… 
Έχω ράμματα για την γούνα σου!..  

Ο γέρο Πανάγος έβγαλε από την τσέπη του τον Κολοκοτρωναίικο σουγιά, έκοψε στην μέση ακριβώς το λουκούμι με το μισό χαρτί και το έδωσε το μισό στο γέρο Θοδωρή. 
Δίπλωσέ το του λέει: 
Εμείς ήπιαμε το καφεδάκι μας ο Θεοδωράκης περιμένει! 
Δίπλωσαν το λουκουμάκι το βάλλανε στην τσέπη. 

Μετά από λίγο λέει, ο ένας, στο άλωνε:
Καλά για τα παιδιά κάτι θα τους πάμε, στις μπούτσιες; Τις ξεχάσαμε!...
Καλά λες, ψυχούλες είναι και αυτές!...
Ανάθεμα την ανέχεια, ας γλύψουνε και αυτές από κάτι, να γλυκαθεί η γλώσσα τους... 
Παρήγγειλαν πάλι ένα λουκουμάκι, το κόψανε πάλι στα δύο και πήρανε και πάλι, και για τις μπούτσιες, {τσιούπες - κορίτσια } από μισό ο καθένας!
Καταραμένη φτώχεια!... 
Πως κάνεις έτσι Θεέ μου, τα πλάσματά σου;...
Κάνε να μην υπάρχει πείνα!... 
Ή μήπως, δεν φταίει ο Θεός;… 
Και φταίνε μόνο, οι άνθρωποι;…
Οι σοφοί του κόσμου, αυτό ας το ειπούνε!...
Γιάννης Στ. Βέργος- Γορτύνιος