Από μικρός φαινόταν ο Θανάσης, πως έχει την Θεία κλίση, το κάλεσμα του θεού να τον υπηρετήσει.  Όταν  σιγά, σιγά η γιαγιά  του με το λαδικό στο χέρι πήγαινε  να ανάψει στο εικονοστάσι  της Παναγιάς, στο σπίτι το καντήλι, από κοντά και αυτός κούτσα,  κούτσα  πήγαινε με το λιβανιστήρι.   Σαν άκουγε το ηλιοβασίλεμα να κτυπά της εκκλησιάς η καμπάνα.
Και σαν μεγάλωσε και τσάπωσε λιγάκι και πήγαινε στην εκκλησιά την Κυριακή να λειτουργηθεί,  είδε εκεί του Άγιου το θυμιατήρι, με ευλάβεια και σέβας πολύ στην  λειτουργιά ο παππάς να το κουνάει και από εκεί να βγαίνει ο καπνός πολύς, το θυμίαμα, λιβάνι μυρωδάτος,  σύννεφο  να τον περικυκλώνει και τότε του φάνηκε πως τον παππά, στα ουράνια τον σηκώνει.

Και όταν σχόλασε η εκκλησιά,  αμέσως στο σπίτι του πηγάνει και με ένα γαλακτοκούτι, φτιάχνει και αυτός το θυμιατό του.
Έβαλε μέσα μπόλικη την θράκα, στην φωτιά, μια χούφτα το λιβάνι και άρχισε το θυμιάτισμα, με ψαλμωδία να κάνει. Μισό, μισό να λέει το Κύριε ελέησον,  ψευδά από την βιασύνη του, το αλληλούια.Μπούκλωνε το σπίτι από καπνό και η γειτονιά, λιβάνι μυρωδάτο και όλοι λέγανε, πως ο Θανάσης σαν θα μεγαλώσει, καλός παππάς θα γίνει. 
Ο Θανασάκης μεγάλωνε και στο σχολειό για γράμματα πηγαίνει. Από όλα, τα άλλα μαθήματα, μόνο τα θρησκευτικά του αρέσουν, τα θέλει και από του δασκάλου του, την διδαχή, μόνο την ψαλμωδία. Και σαν μεγάλωσε  στο μοναστήρι πήγε από μόνος του και κάθισε, εκεί να μάθει για τα καλά την Θεία λειτουργία.
Ο ηγούμενος το αγάπησε, σωστά τον συμβουλεύει, του λέει στο χωριό του να παντρευτεί, να βρει καλή κοπέλα, για  παπαδιά να κάνει και  για οικογένεια . Αυτός θα τον βοηθήσει, θα  ειπεί στον δέσποτα  και θα τον παρακαλέσει  χωρίς να τον ταλαιπωρήσει  στο χωριό του, που έχει και ανάγκη παππά να τον χειροτονήσει.
Την συμβουλή ο Θανάσης την άκουσε,  την άφησε στην άκρη, για αργότερα, για να την πιάσει. Και αφού στην ζωή ταλαιπωρήθηκε,  πόνεσε , δίψασε, ίδρωσε και πείνασε, έφτιαξε καλύτερο τον χαρακτήρα του. Ένοιωθε πιότερο τώρα τον ανθρώπινο τον πόνο.Τότε σκέφτηκε του ηγούμενου την συμβουλή που στην άκρη είχε αφήσει και χωρίς πολύ διαδικασία,  για να τον βοηθήσει.
Με την βοήθεια του γέροντα του ηγούμενου, στο χωριό του διάκος, παππάς χειροτονήθηκε.  Ο Θανάσης έγινε οικογενειάρχης καλός, παππάς ταπεινός, σεμνός, σεβαστικός, ευλαβής ,   λειτουργός ωραίος.  Για  το καλό του χωριού είχε μεγάλο το ενδιαφέρον του, για  την ομορφιά της  εκκλησιάς, με τον περίγυρό της  πολύ το είχε μέσα στο νου του.  Κάθε χρόνο από λίγο-λίγο, έφτιαχνε και από ένα μικρό εργάκι. Και όλο προσπαθούσε τα άσχημα και τα στραβά να συμμορφώσει.
Εκείνο το χρόνο βάλθηκε  στο προαύλιο της εκκλησιάς, το τουράκι να επισκευάσει. Να το φτιάξει με πέτρα πελεκητή με όλον το άλλο,  το περιβάλλον να ταιριάζει. Διάλεξε τον μάστορα τον καλόν,  να είναι πελεκάνος, καλλιτέχνης, και την δουλειά του έδωσε καλά συμφωνημένη. 
Ο μάστορας  έφερε τα σύνεργα, τα υλικά  και άρχισε  την πέτρα να πελεκάει, να φτιάχνει, κατά τα συμφωνημένα. Την πρώτη πέτρα που έβαλε ο μάστορας, να κτίσει, να και ο παππά Θανάσης από επάνω του με το θυμιατό να τον ευλογήσει. Να εύχεται  το έργο με το καλό, με υγεία να τελειώσει. Και χίλιες ευχές ψελλίζει !.. 
Εύχεται και προσεύχεται οι γέροντες εκεί, χαρούμενοι να κάθονται, και τα παιδιά πολλά στην αυλή της εκκλησιάς να παίζουν και από τον ήλιο, όταν κουράζονται,  στον ίσκιο της μουριάς να ξαποσταίνουν!...Να τρώνε  και να πίνουν, από το βιός τους, τους κόπους τους, το ψωμί, το κρασί,οι γέροντες, τους  νιους να ορμηνεύουν!..  Και εκεί όλο χαρές να γίνονται, να στήνονται χοροί μεγάλοι!... 
Μόλις τέλειωσαν  οι ευχές, τα θυμιατίσματα,  μπαίνει ο παππάς στην εκκλησιά , κρεμάει το θυμιατό του, αφήνει στην θέση του το πετραχήλι. Αμέσως έξω πετάγεται, το έργο να επιβλέψει!...Είχε μεγάλη την αγάπη του στην εκκλησιά, υπέρμετρο το ζήλο, το αίσθημα ευθύνης. Σε όλα ανακατευότανε,  την γνώμη του έλεγε παντού και από την μεγάλη αγάπη του, ήθελε η γνώμη του να του γίνει, να του περνάει. Και τις περισσότερες τις φορές, επειδή η γνώμη του ήταν πάντοτε αυθόρμητη, άδολη   ας μην ήτανε η καλύτερη, οι άλλοι του κάνανε την χάρη!...Το χατίρι!... Γιατί είχε ο παπάς το θυμιατήρι! 
Βλέπει το μάστορα γρήγορα να προχωρά, την μάντρα να την χτίζει , του φάνηκε πως δεν την χτίζει καλά, θέλει να τον συμβουλέψει!...
Αρχίζει να του λέει: Μάστορα, αυτή την πέτρα δεν την έβαλες καλά, δεν δείχνει καλή η φάτσα της, δεν κάνει καλά σταυρώματα και φοβάμαι το τουράκι με τον καιρό, θα γκρεμιστεί, θα πέσει!..
Ο μάστορας με αυτά που άκουσε, τα σάστισε, δεν πίστευε στα αυτιά του. Και είπε από μέσα του: Ο παππάς σήμερα, είναι στα συγκαλά του;
Αμέσως σήκωσε την μέση του, με την μισή την λάσπη στο μυστρί,  η άλλη μισή, του πέφτει!... Στο άλλο χέρι κρατά την πέτρα, που ήθελε να χτίσει. 
Κοιτάει στα μάτια τον παππά για να σιγουρευτεί, αυτά που άκουσε, αν τα άκουσε, σωστά, στα αλήθεια! Και με τον τρόπο τον έξυπνο, τον μαστορικό, τον ερωτάει: 
Το πώς τα βλέπεις παππά τα πράγματα;… Καλά την πάνε οι πέτρες την σειρά τους;… Ή μήπως έχεις το παράπονο; … Κάνουν και αυτές, την διαβολιά τους !...Αν κάτι τέτοιο εδώ συμβαίνει;…Εδώ είμαι εγώ!...Πες το εσύ, και εγώ θα τις μαλώσω!...
Ο παππάς από τα μαστορικά τα λόγια, τα φερσίματα, τίποτα δεν καταλαβαίνει!...Με αυτά τα λόγια που άκουσε, πιότερο το θάρρος παίρνει. Καλά τα λες μάστορα!... Οι πέτρες σου, μου φαίνεται πως δεν σε ακούνε!... Εσύ τις βάζεις στην σειρά με το ράμμα για ίσια να πηγαίνουνε και αυτές κάνουνε ότι θέλουνε, ασύδοτες, στραβά τις βλέπω να περπατούνε !... 
Για πες μου, ρε παππά!... Ποια βλέπεις να είναι απείθαρχη, να κάνει του κεφαλιού της;  Εγώ να την βάζω στην σειρά και αυτή έξω  να πετάγεται, σαν την μπολιάρα, την λουλού, ασύδοτη να βγαίνει. Εδώ έχω το σφυρί, με αυτό θα την βαρέσω! 
Ο μάστορας, σήκωσε πιο πάνω το κεφάλι του, κοιτάει το ουρανό, βγάζει με το ένα το χέρι του, την σκούφια του και με ανάποδο τον αντίχειρα του, από το κούτελο σκουπίζει τον ιδρώτα του και παίρνει βαθιά μια ανάσα. Ευκαιρία είπε μέσα του,  να ξαποστάσω  λίγο, να ειπώ και ένα καλαμπούρι, να ιδώ και ο παππάς για πού το πάει; Συνέχεια από πάνω μου σαν τον χαρχάγγελο στο κεφάλι μου θα τον έχω και αυτόν, μέχρι που την δουλειά να τελειώσω;...
Ο παππάς παίρνει ακόμα, πιο πολύ τα θάρρετα, για το καλό νομίζει ότι πασχίζει και στον μάστορα γρήγορα του λέει και του δείχνει από δύο, τρεις ,τις πέτρες, που φαίνονται πως δεν τις έβαλε καλά, ο μάστορας στην σειρά τους.
Ο μάστορας τον κοίταξε και με χαμόγελο του λέει:  Αφού δεν σου αρέσουν οι πέτρες έτσι παππά, εγώ αμέσως, από την θέση τους θα τις βγάλω και όπου μου ειπείς εσύ, με το σφυρί θα τις βαρέσω, να σκιαχτούν και να συμμορφωθούνε, για να τους μπει πιότερο η γνώση!...Να  έρθουν στα συγκαλά τους, να μη κάνουν τα δικά τους…Και εκεί που θα τις βάλω ξανά, φρόνιμα και ωραίες να στέκουν !
Το συμφωνήσαμε και αυτό παππά, πως έτσι πρέπει να γίνει;…Εγώ να κτίζω και εσύ να τα γκρεμίζεις;…
Ο παππάς, καλοκάγαθα, από την βιασύνη του, πρώτα είπε το ναι, αμέσως μετά λέει το όχι!...Και δύο τους, στα γέλια ξεκαρδίστηκαν. Ο μάστορα, έβγαλε την πέτρα από τον τοίχο, παίρνει στα χέρια του το σφυρί και με  τέχνη την κτυπάει, η πέτρα να μη σπάσει. Μία σφυριά στην πέτρα δίνει αλαφριά, μία με δύναμη δίπλα στην άχρηστη την άλλη δίνει, για να ευχαριστήσει τον παππά, που νομίζει πως από τέχνη, πολλά κατέχει - καταλαβαίνει. Τώρα τι λες εσύ παππά, καλά την έχω συμμορφώσει ; Τί λες; Στην θέση της τώρα, να την βάλω;…Ό, τι μου ειπείς εσύ, εγώ θα κάνω! … 
Και ψιθυριστά σχεδόν από μέσα του  λέει:  Σε λίγο να ιδείς, όπως το πας εσύ παππά το πράγμα, δεν θα είναι μακριά, που θα έρθει η ώρα, η στιγμή που και εγώ θα σου ειπώ, πώς να κουνάς τον θυμιατό, τους Άγιους να λιβανίζεις!... Να ιδούμε τότε θα σου έρχεται καλά! Να πιάσω και εγώ το λιβανιστήρι; 
Ναι, του λέει ο παππάς: Η πέτρα τώρα είναι καλή στην θέση της να την βάλεις. Αλλά όμως σαν κάτι να άκουσα, να είπες!.Τί είπες;… Τί;… 
Αφού δεν το άκουσες παππά, καλύτερα είναι, να μη το ακούσεις!...  Αστα όπως είναι, να μη τα κάνουμε… μαντάρα. Με τα δύο τα χέρια του πιάνει την πέτρα την βαριά, σαν πούπουλο την σηκώνει και με την μία την κίνηση στην θέση της, την βάζει και με το μυστρί με μαϊστρικές κινήσεις, της βάζει γύρω , τριγύρω την λάσπη. Ερώτηση κάνει στον παππά του λέει αν, τώρα του αρέσει και απάντηση, παίρνει το ναι!  
Ρίχνει  στα απόσκια την ματιά και αμέσως καταλαβαίνει, πως με την κουβέντα η ώρα πέρασε, κοντεύει μεσημέρι και στην  δουλειά δεν έχει απόδοση, το μεροκάματο  όπως το πάει, δεν βγαίνει, στην φαμελιά να πάει. 
Αμίλητος σφυρίζει, με το σφυρί την πέτρα, την φτιάχνει με το καλέμι και με γρήγορες κινήσεις στο τοίχο τις κτίζει.  Κάτι κάνει να ειπεί ο παππάς , κάνει πως δεν τον ακούει,  μόνο του λέει, αν θέλει να βοηθήσει, στην δουλειά να είναι ωφέλιμος, το τουράκι για να γίνει πιο καλό, πιο στέρεο από ότι το έχουν συμφωνήσει και περισσότερο για να τον απασχολήσει, να μη στέκεται στο κεφάλι του, του λέει: 
Ρίξε στην λάσπη, παππά νερό να ντώσει και  μετά βάλε ασβέστη  και τσιμέντο και ανακάτευτει μέχρι να γίνει παππά, σαν αλοιφή. Και για να μαθαίνεις παππά, τότε μόνο η λάσπη είναι για την δουλειά καλή ,όταν κολλάει στο φτυάρι! 
Ο παππάς μόλις το άκουσε, του άρεσε το μυστικό του μάστορα,  της καλής της λάσπης, έμαθε κάτι που δεν το ήξερε, σε άλλους τον μάστορα τον καλό και αυτός να κάνει. Παίρνει τσιμέντο μπόλικο, αλύπητο τον ασβέστη, σηκώνει τα ράσα του και μέσα στην λάσπη τα ρίχνει και αρχίζει με το φτυάρι να ανακατώνει. Και όλο του φαινότανε πως η λάσπη δεν είναι καλή και με τσιμέντο και ασβέστη όλο την συμπληρώνει και πάλι, πολλές φορές από τα ίδια κάνει. 
Ο παππάς ίδρωνε, και φούσκωνε και ο μάστορας ευχαριστιόταν, όχι μόνο για την καλή την λάσπη που έφτιαχνε  και έκτιζε, αλλά που ο παππάς βρήκε απασχόληση και ησύχασε και έφυγε πάνω από το κεφάλι του. Δεν πρόφτασε να αποτελειώσει την σκέψη του, να σου ο παππάς με το φτυάρι στο χέρι,  τα ράσα του γεμάτα λάσπες  και από τα γένια του να στάζει μπόλικος ιδρώτας, να στέκεται στην άκρη της μάντρας,στο τουράκι.
Ο μάστορας που το αντιλήφθηκε, το τί να ειπεί; …Και τι να κάνει;...Έξυπνα το σκέφτηκε!  Του λέει:  Μπράβο! Μπράβο, συγχαρητήρια παππά, για την λάσπη που έφτιαξες, το τουράκι, θα γίνει τώρα πιο στέρεο και από την Ακρόπολη ακόμα. Όμως η λάσπη τέλειωσε και άλλη τέτοια, πρέπει να φτιάξεις! 
Ευχαριστώ, μάστορα εγώ για τα παινέματα… Αλλά, μου φαίνονται πως οι πέτρες, πάλι στραβά πηγαίνουν!...
Ο μάστορας σαν το άκουσε  από τα νεύρα του, του  πέφτει το μυστρί από το χέρι. Το μυστρί καρφώνεται στην λάσπη! Τινάζει τα χέρια του, στο παντελόνι του, τα καθαρίζει και κάθεται κάτω επάνω στην πέτρα, αμίλητος.  Έβγαλε την σκούφια του και την κουνάει, κάνει στην μούρη του αέρα, ακουμπάει την παλάμη του στο σαγόνι του, κοιτάει τριγύρω του και του παππά του λέγει: 
Εσύ παππά μου φαίνεται πως είσαι άνθρωπος του Θεού, όπως λένε οι γραφές, τον λένε και τα ευαγγέλια! Έτσι είναι, ή μήπως κάνω λάθος; Εγώ δεν ξέρω και γράμματα πολλά, δεν πήγα πολύ σχολείο, με το ζόρι έβγαλα την Τρίτη την τάξη!... 
Και συνεχίζει: Για να γίνεις παππάς εσύ, πρέπει να είναι να έχεις το κάλεσμα του Θεού, για να τον υπηρετήσεις. Είναι έτσι;  Ή δεν είναι έτσι;
Ο παππάς, τι μπορούσε να ειπεί; Κρύος ιδρώτας τον έπιασε. Έμπλεξε, το τι  να απαντήσει;... Ναι!... Έτσι ακριβώς, όπως εσύ τα λες, τα λένε  και οι γραφές. Πως έτσι είναι!...
Εσύ παππά μου, όπως το λένε και οι γραφές, έχεις την θεία φώτιση, μπορείς να συνομιλείς με τις Θεϊκές δυνάμεις, να πηγαίνεις και να έρχεσαι στον ουρανό και από εκεί  ψιλά,   ούλα να τα βλέπεις και τίποτα να μη σου ξεφεύγει! Είναι έτσι παππά ,ή δεν είναι έτσι;  Ή μήπως και κάπου δεν μου το είπανε καλά και λάθος το ξέρω; …και κάνω;..Εσύ είσαι ο άνθρωπος, ο κατάλληλος! Ποίον άλλονε, καλύτερο να ερωτήσω;
Του παππά του καλάρεσε, χωρίς πολύ να σκεφτεί του  λέει: Ναι!...Όπως τα λες!...Κάπως έτσι είναι!...Μάστορα, μου φαίνεται πως είσαι διαβασμένος….
Ο μάστορας τώρα καλά κατάλαβε, πως σήμερα με την κουβέντα και την απασχόληση το μεροκάματο στο σπίτι , λειψό πηγαίνει. Η ημέρα προχώρησε, έφτασε το ντάλα μεσημέρι. 
Βλέπει στο διπλανό χωράφι έναν γάιδαρο και αμέσως του πέρασε από τον νου, ότι και αυτός κάνει υπομονή στου αφεντικού του τις ορέξεις, όταν φορτωμένος πηγαίνει και έρχεται, με το άλεσμα στο μύλο και κάνει και τόσες άλλες από δουλειές...
Και  είπε στο εαυτόν του!...Σε αυτόν, σε τούτη την περίσταση, πρέπει να μοιάσω και υπομονή να κάνω και με τα αστεία και σοβαρά μέχρι η δουλειά να τελειώσει, με τον παππά δεν πρέπει να μαλώσει και να τον κακοκαρδίσει. Γιατί, αυτός θα έχει το άδικο, και ο παππάς το δίκιο! Έτσι θα κρίνουν, ούλοι του χωριού οι άνθρωποι!...Δεν ξέρουν όμως, τι εγώ τραβάω…Αυτόν, ολόκληρο το χωριό τον αγαπάει, και αυτός για το καλό της εκκλησιάς και του χωριού πασκίζει, τόσο ξέρει από μαστορική δουλειά και τόσο καταλαβαίνει.<< Αγάπα τον πλησίον σου, με τα ελαττώματά του>>
Ας προσπαθήσω όμως να του διορθώσω το ελάττωμα, να στρέψω αλλού τον νου του, μήπως και βγει το μεροκάματο γεμάτο.
Για κοίτα εκεί παππά, στον ίσκιο της μουριάς από κάτω, τον γαϊδαράκο που σταλίζει. Την κεφαλή του έχει στο ίσκιο της μουριάς και το κορμί του στο ήλιο. Ευλογημένο από ότι έχω ακούσει είναι τούτο το ζωντανό. Και να, και αλλιώς το λένε και είναι το όνομά του, που το καβάλησε ο Χριστός, όταν και αυτός ήταν κουρασμένος! Και αν το θυμάμαι, καλά τον λένε :<< Πόλο  όνο >> Και αυτό το ζωντανό, μεγάλη υπομονή έκανε και κάνει στου αφεντικού του τις ορέξεις!... Γαϊδουρινή υπομονή!... όπως την λένε!... Τα αφεντικά και η εξουσία, ότι θέλουν κάνουν! 
Και εσύ παππά μου, είσαι και από τα δύο! Και αφεντικό... και εξουσία!... Και τί εξουσία;… Εξουσία του Θεού!... Μέχρι και τις αμαρτίες των ανθρώπων να συγχωράς, έχεις την άδεια, την εξουσιοδότηση να τις αθωώνεις!...Να στέλνεις τον κόσμο στον παράδεισο!... Ούτε ο εισαγγελέας έχει την τόση την δύναμη, την μεγάλη, την εξουσιοδότηση, μόνος του να αποφασίζει!...
Εγώ σε βλέπω εσένα νε  παππά, πόσο καλός είσαι!... Όλους, για τον παράδεισο τους έχεις!... Κανέναν στην κόλαση δεν τον πηγαίνεις!...
Του παππά του άρεσαν αυτά που άκουσε και από τα γέλια του πέφτει κάτω το φτυάρι που κράταγε στα χέρια... Έτσι και εγώ πρέπει να κάνω υπομονή για να ζήσω την φαμελιά μου ,και τι υπομονή;... Γαϊδουρινή!....
Αλλά για κοίτα παππά εκεί, ο γάϊδαρος μου φαίνεται, είναι στις δόξες του… Παίζει με το δοξάρι του  το βιολί του και πολύ χαίρεται,  με την ψυχή του!..Τι λες εσύ παππά;  Εσύ που ξέρεις!...Εσύ που επικοινωνείς , και πηγαινόρχεσαι εκεί, επάνω στα ουράνια!...Εμένα, όπως μου φαίνεται και το στραβό δοξάρι από το βιολί, της δόξας του γαϊδάρου, άμα το κοιτάς από εκεί ψιλά, από τον ουρανό για ίσια, σαν την τρίχα της ουράς του φαίνεται!...Έτσι είναι στην φύση στην πλάση του Θεού, όλα τα πράγματα να φαίνονται, αλλιώς, άμα τα κοιτάς από αλλού. Να μη τρελαθεί ο κόσμος με τις παραξενιές του!...  Έτσι  είναι;   Ή δεν είναι ;…Εσύ που ξέρεις;…
Και ο παππάς τι να ειπεί;… Του λέει: Εσύ όπως τα λες, φαίνεται πως έχεις το δίκιο!...
Τότε παππά, αντί να κάθεσαι επάνω στο κεφάλι μου, εσύ βέβαια, για καλό πασχίζεις και το καλό νομίζεις πως το κάνεις.  Αλά εγώ φυλάγομαι, όταν πελεκά την πέτρα και δεν την βαρά με το σφυρί δυνατά, να γίνει όπως πρέπει, γιατί φοβάμαι μη πεταχτεί κομμάτι  της πέτρας και σε στραβώσει. Τότε, το κρίμα θα το έχω εγώ σε όλη την ζωή μου, δεν ξέρω, δεν λέω και για παρέκει!... Μήπως, και τα φταιξίματα τα ρίξουνε σε μένανε; Που δεν σου είπα, να σηκωθείς να φύγεις…Αλλού είναι εσένα η δουλειά σου. Αν συμβεί άθελά μου το κακό!...Τότε και εσύ ίσως, εμένα δεν με συγχωρέσεις!...Και θα είμαι ο μόνος, που στην κόλαση θα στείλεις!...Και τι να κάνω μοναχός μου!..Πώς θα περνάει εκεί η ώρα;…Και δεν θα είναι και λίγος ο καιρός ,υπομονή να κάνω!... 
Και όπως δουλεύω τεμπέλικα με την κουβέντα στην δουλειά, το μεροκάματο, το ψωμί της φαμελιάς, παππά μου και ας με συγχωρέσει ο Θεός δεν βγαίνει και  η  κούραση μου ας είναι μεγάλη!...Και τότε ποιος με γλυτώνει από την γκρίνια της γυναίκας;... Νομίζω παππά μου, πως δίκιο θα έχει, όταν πεινάνε τα παιδιά!...Τότε και εγώ τι άλλο, έχω να κάνω;... Σε  σένα θα την στείλω, με όλα τα κουτσούβελα, δουλειά και εσύ να έχεις να  κάνεις και να ιδώ και εγώ πως θα τα βγάλεις πέρα, με δαύτη!... 
Αυτά   που θα γίνουν, θα είναι  τα στραβά  παππά και  τα ανάποδα και διόρθωση δεν θα παίρνουν, στα ίσια για να ερθούνε... Και εδώ, δα, vα, θέλω την εξυπνάδα σου, για να μου ειπείς τον τρόπο για να προφτάσουμε το  κακό, γιατί διόρθωση και ίσιωμα μετά, δεν παίρνει!... Όχι , που μου λες, για το ίσιο της μάντρας που από το ράμμα, το ζύγι, χιλιοστό δεν φεύγει…
Και αν ακόμα φαίνεται ότι φεύγει: Αυτή εκεί θα μένει χρόνια πολλά, περισσότερα από των Μυκηνών τα κυκλώπεια τα τοίχοι!...
Οι πολλοί που θα το βλέπουν που δεν ξέρουν και δεν καταλαβαίνουν και το στραβό για αυτούς ίσιο, καλό θα είναι! Δεν πρόκειται και να μιλήσει, να φωνάξει, να βαρέσει και την καμπάνα να ακουστεί.
Οι λίγοι, οι ειδικοί, αυτοί ,αυτά  τα ασήμαντα δεν τα κοιτάνε καθόλου και να τα ιδούν, αν δεν πληρωθούν, δεν λένε κουβέντα! Να δώσουν τσάμπα την ορμήνια τους, για να διορθωθεί κανένα στραβό. Αυτό, με όρκο σου λέω δεν το κάνουν! 
Εσύ παππά, από όλα όσα, λένε τα βαγγέλια που διαβάζει, τα ίσια, τα καλά, ούλα, όπως τα λένε  τα κάνεις;…Δεν σου ξεφεύγει κανένα;…
Ο παππάς, έγιρε το κεφάλι!...
Μη κοιτάς που είναι ο Θεός,  ο Χριστός μας  καλός και η Παναγιά μας φιλεύσπλαχνη και εσένα  κανένας τους  δεν σε μαλώνει!...
Εγώ τουλάχιστον προσπαθώ, ιδρώνω ξεϊδρώνω και την στραβή, την άσχημη την πέτρα,  όμορφα την πελεκάω και ίσια  την χτίζω! Νομίζω πως καλά τα καταφέρνω…Έλα μου τώρα εσύ εδώ και λέγε μου, που είσαι και παππάς, λογικός, καλός και ωραίος! Ποιος είναι πιότερο, καλύτερος;  Αυτός που προσπαθεί και όλο πασκίζει, να κάνει τα στραβά, ίσια, καλά και  δεν του γίνονται τόσο καλά και τα μισά τα καταφέρνει;...Ή αυτός,  που δεν προσπαθεί καθόλου;...Ή μήπως είναι ακόμα, περισσότερο καλύτερος, αυτός που τα ίσια, επίτηδες κατά το συμφέρον του,  στραβά τα κάνει;…
Άσε με, παππά μου, άσε με!... Κολάστηκα!...  Κολάστηκα!...Πλιότερο μη με κολάζεις!... Αυτά έλεγε ο μάστορας και έκτισε στο ντάλα μεσημέρι και πήγαινε ο ίδρωτας καρέλα.  Ο λάρυγγας του στεγνός ανεβοκατέβαινε, δύσκολα κατάπινε το σάλιο! 
Φέρε μου παππά, λίγο από αυτό, το νάμα της εκκλησιάς να πιω, από λίγο αν έχεις, να στυλωθεί η καρδιά μου. Ξέρεις εσύ, από αυτό το κρασάκι που φτιάχνεις την Θεία κοινωνία. Και εγώ την Κυριακή που έρχεται, δεν χρειάζεται να κοινωνήσω, με τον  ιδρώτα που χύνω, από πάνω μου κάθε ημέρα, για να αναθρέψω τα παιδιά μου, ξεπλένονται οι αμαρτίες μου, όσες και αν έχω!  Ασεμε, παππά Θανάση, άσε με!
Ο  παππάς του έριξε μια ματιά, τον είδε και τον ένοιωσε πως ήταν βαφτισμένος στον ιδρώτα. Έσκυψε το κεφάλι, μπήκε στην  εκκλησιά , έφερε το κρασί, το νάμα και με γρήγορη κίνηση του το έδωσε, και όλο το δρόμο σιγά- σιγά ψελλίζοντας, λόγια δικά του... Ίσως την συγχωρητική ευχή. 
Ο μάστορας το άρπαξε, το σίμωσε στο στόμα του, ο λάρυγγας κουνήθηκε ρυθμικά, επάνω κάτω, πέντε έξη φορές. Ύστερα του το έδωσε, αμίλητος στον παππά. Κοιταχτήκανε στα μάτια για λίγο!...Είπανε πολλά… με την σιωπή, ακόμα περισσότερα!...
Ο παππάς σκυφτός μπήκε μέσα στην εκκλησιά και ο μάστορας έσκυψε να δουλέψει!....
Και οι δύο τους προσπαθούσαν!...
Νομίζω, για το καλό πάσκιζαν!...
Μεγάλη Παρασκευή 02.04.2010
Γιάννης Στ Βέργος{Γορτύνιος}