Γράφει ο "Τουθεύς" 

Οι δεκαετίες του σαράντα και του πενήντα, ήταν για το χωριό μας οι πιο σκληρές, από αυτές που εμείς οι μεγαλύτεροι θυμόμαστε γιατί ζήσαμε τη δυστυχία της κατοχής και ότι ακολούθησε. Μικρά παιδιά είμαστε  και είδαμε από κοντά την τιτάνια προσπάθεια των γονέων μας να εξασφαλίσουν τα αναγκαία για να ζήσουμε.

Η καλλιέργεια της άγονης γης δεν εξασφάλιζε τα αναγκαία για να ζήσουμε γι’ αυτό οι πατεράδες μας έπρεπε να ταξιδέψουν για μαστοριά. Να φέρουν κανένα φράγκο, ένα ζωντανό γουρνόπουλο για πάχυνση, ένα ντενεκέ με λάδι και  να εξασφαλίσουν την τροφή των μουλαριών, γιατί και τα άχυρα ήταν λίγα!

Έτσι λοιπόν μετά τη σπορά του φθινοπώρου οι Σερβαίοι έφευγαν για την Μεσσηνία, τη Λακωνία και καμιά φορά και την Πηνία.

  

Οι πιο πάνω περιοχές ήταν πιο πρόσφορες για τους μαστόρους γιατί είχαν ήπιο χειμώνα και μπορούσαν να βρουν βοσκή τα γαϊδουρομούλαρα.  Από το 1954-5 και μετά άρχισαν οι μαστόροι να ταξιδεύουν, για εργασία, και πέραν αυτών των περιοχών. Αφορμή στάθηκαν οι σεισμοί στα Επτάνησα   αλλά και οι ανάγκες για τεχνίτες στην ανοικοδόμηση της Αθήνας, που είχε αρχίσει να σημειώνει αύξηση λόγω της αστικοποίησης της Ελλάδας.

Μια παρέα λοιπόν από οκτώ Σερβαίους ήλθε σε επαφή με έναν εργολάβο να μεταβούν στην Στυλίδα της Φθιώτιδας για να κτίσουν με πέτρα στρατιωτικές αποθήκες. Στην παρέα ήταν ο μπάρμπα Γιάννης, ο Θανάσης, ο Βασίλης, ο αδερφός του ο Γιάννης, ο Λιάς, ο Μήτσος, ο Ντίνος και ο Παναγής. Τους μαστόρους αυτούς τους έφερε σε επαφή ο Ντόρος που είχε συνεργασθεί παλαιότερα με τον εργολάβο. Ο ίδιος όμως ο Ντόρος, ενώ αρχικά είχε δηλώσει ότι θα ήταν και αυτός στην παρέα τελικά για κάποιο λόγο δεν μετείχε του εγχειρήματος. 

Ετοιμάστηκε  λοιπόν η παρέα για το μακρινό ταξίδι γιατί πράγματι για να πάει κανένας, την εποχή εκείνη, από του Σέρβου στη Στυλίδα ήταν μεγάλη περιπέτεια.  Ο καθένας από τους μαστόρους ετοίμασαν την τσάντα τους με τα εργαλεία του κτίστη: το φρεσκοατσαλωμένο από τον Μπουρνά σφυρί, το μυστρί, το ζύγι, καλέμια, μια σιδερένια γωνιά, το μέτρο, ένα κουβάρι κερωμένο σπάγκο για ράμμα, ένα λευκοπλάστη για να καλύπτουν τα τραύματα στα χέρια που οι πέτρες έσκιζαν τα δάχτυλά τους, πρόκες κ.λ.π. Η τσάντα ήταν από καραβόπανο για να αντέχει στο βάρος και να μεταφέρεται εύκολα. Ετοίμασαν τα ρούχα τους που θα φοράνε και για τον  ύπνο: ένα μικρό σάγισμα μια υφαντή κουβέρτα, μια μπατανία, υφαντά εσώρουχα και μάλλινα πουλόβερ, πουκάμισα και παντελόνια,  όλα αυτά ρολό σε ένα σακί για να μεταφέρονται.

Ήταν  φθινόπωρο  και έπρεπε να είναι προετοιμασμένοι για το χειμώνα που θα ακολουθούσε.  Πήραν το λεωφορείο για την Τρίπολη και μετά από τρείς ώρες περίπου αλλάξανε λεωφορείο για την Αθήνα,  μέσα από τον Αχλαδόκαμπο και τον κωλοσούρτι.  Μια μικρή στάση στους Μύλους και μετά από πολλές ώρες ταξίδι φτάσανε στην Αθήνα.  Τρείς τέσσερες από την παρέα ξενύχτησαν σε συγγενικά τους σπίτια οι άλλοι σε ένα παλιό ξενοδοχείο κοντά στην πλατεία Βάθης. Την επομένη συναντήθηκαν όλοι στην Ομόνοια και πήραν το λεωφορείο για τη Λαμία.

Η δουλειά  ήταν μισή ώρα από τη Στυλίδα και εκεί έφτασαν αργά το απόγευμα. Στο εργοτάξιο υπήρχαν δύο κιόσκια με λαμαρίνες σκεπασμένες με τσίγκο. Εκεί έμελε να περάσουν τους επόμενους εξ μήνες. Με τα σημερινά δεδομένα οι καμπίνες αυτές δεν  θα ήταν κατάλληλες για να ζήσουν άνθρωποι, κυρίως το χειμώνα, αλλά οι Σερβαίοι είχαν συνηθίσει από κακουχίες, δεδομένου ότι και στη Μεσσηνία ή στη Λακωνία, όταν πήγαιναν για δουλειά, σε πρόχειρα καταλύματα κοιμόντουσαν. Οι χώροι που συνήθως έμεναν ήταν σε μύλους, σε λιοτρίβια, σε αποθήκες ακόμη και σε εξωκλήσια.

Η δουλειά στη Στυλίδα ήταν καλοπληρωμένη και το καλό κλίμα μαζί με την σύμπνοια που είχαν μεταξύ τους,  βοήθησε ώστε να προσαρμοστούν γρήγορα στις νέες πρωτόγνωρες για αυτούς συνθήκες. Στην αρχή κοιμήθηκαν κατά γης πάνω στα σαγίσματα που είχαν φέρει μαζί τους. Μετά από λίγο καιρό και αφού πήραν τα πρώτα χρήματα πήγαν στη Λαμία και προμηθεύτηκαν ξύλινα κρεβάτια εκστρατείας, τα γνωστά ράντζα. Ο μπάρμπα Γιάννης, σαν μεγαλύτερος, τους έβαλε σε τάξη. «Πράγματα που χρειαζόμαστε καθημερινά θα τα πάρουμε σε μεγάλες ποσότητες»,  τους είπε. Έτσι και έγινε. Πήρανε ένα ντενεκέ λάδι, ένα εξηντάκιλο βαρέλι κρασί , ένα βαρελάκι ελιές της περιοχής και ένα ντενεκέ φέτα.

Καθημερινά μαγειρεύανε και τη φροντίδα για το φαγητό την αναλάμβαναν εναλλάξ.  Το μενού ήταν περιορισμένο:  ρύζι, πατάτες, μακαρόνια και τούμπλαλιν. Καμιά φορά βάζανε στην κατσαρόλα και κανένα κοψίδι για βραστό. Τις πρώτες μέρες που πήρανε το βαρέλι με το κρασί προέκυψε πρόβλημα γιατί στην παρέα υπήρχαν και μανιώδεις πότες όπως ο Θανάσης αλλά και ο Μήτσος με το Λιά αποκοντά.  Αυτό το έλυσε ο μπάρμπα Γιάννης. Πήρε από τη Στυλίδα οκτώ ίδια μπουκαλάκια. Με τα ξύλα της οικοδομής έφτιαξε μια πρόχειρη αποθήκη και κλείδωσε με ένα λουκέτο το βαρέλι.!  Κάθε μέρα τους μοίραζε ένα μπουκαλάκι κρασί στον καθένα και έτσι λύθηκε η παρεξήγηση για το πόσο κρασί πίνει ο καθένας.

Τα έξοδα του φαγητού τα μοιράζονταν εξ ίσου και όλη τη διαχείριση την είχε ο μπάρμπα Γιάννης στον οποίο όλοι έδειχναν τον απαιτούμενο σεβασμό και του αναγνώριζαν την νοικοκυροσύνη που τον διέκρινε. Οι μέρες κυλούσαν ήρεμα και όλοι στην παρέα ήταν ευχαριστημένοι,. Μετά από ενάμιση μήνα στείλανε με το ταχυδρομείο και τα πρώτα λεφτά στις οικογένειές τους. Πλησίαζαν Χριστούγεννα και αυτό τους δημιουργούσε κάποια στενοχώρια γιατί θα αλλάζανε χρόνο μακριά  από τα σπίτια τους αλλά δεν ήταν εύκολο να μπορέσουν να διακόψουν τη δουλειά και να πάνε στο χωριό για τις γιορτές ήταν και η απόσταση μεγάλη. Έτσι λοιπόν πέρασαν τα Χριστούγεννα στη Στυλίδα.

Μια από τις ημέρες που δεν δούλευαν, λόγω αργίας, συμφώνησαν να πάνε όλοι μαζί στη Λαμία για να ψωνίσουν αλλά και να καθίσουν για φαγητό σε ένα εστιατόριο, να φάνε ένα φαγητό της προκοπής.  Τα μαγέρικα  τα γνώριζε καλά ο Λιάς γιατί κατά καιρούς πεταγότανε τα βράδια στη Λαμία πάντα με κάποια δικαιολογία. Θα πούμε περισσότερα παρακάτω για το Λιά. Ήταν η πρώτη φορά που αποφάσισαν να το ρίξουν έξω. Δεν ήταν συνηθισμένοι σε τέτοιες σπατάλες.! Ποτήρι στο ποτήρι πιάσανε τη συζήτηση με ντόπιους στο   διπλανό τραπέζι. Η πλαϊνή  παρέα είχε καταλάβει από την προφορά των δικών μας ότι πρόκειται για ξένους. «Από πού είστε πατριώτες»,  ρώτησε ένας από την παρέα και ο Βασίλης απάντησε: «από την ευρωπαϊκή Γορτυνία!». Η παρέα του διπλανού τραπεζιού έβαλε τα γέλια. Πρώτη φορά  φαίνεται ακούσανε αυτή τη φράση αλλά δεν ζήτησαν περισσότερες εξηγήσεις. Ο Βασίλης συμπλήρωσε «είμαστε από την Αρκαδία απόγονοι του Κολοκοτρώνη».  Το είπε με τόση σοβαρότητα που δεν χωρούσε καμία αμφιβολία.

«Πως βρεθήκατε στη Στυλίδα», ρώτησε ένας θαμώνας.

«Χτίζουμε τις στρατιωτικές αποθήκες εδώ πιο πάνω» απάντησε ο Γιάννης. Η ντόπιοι έδειξαν ενδιαφέρον για το γεγονός ότι μαστόροι από την Πελοπόννησο έφτασαν στη Λαμία για δουλειά και ζήτησαν περισσότερες λεπτομέρειες για τη ζωή στην Αρκαδία. Ένας από το διπλανό τραπέζι που φαινόταν πιο μορφωμένος συμπλήρωσε: «από την Αρκαδία λοιπόν. Ο Παπαρρηγόπουλος έλεγε για την Αρκαδία πως ήταν μητέρα θεών τε και Ηρώων.» Οι δικοί μας δεν το είχαν ακούσει βέβαια αυτό  φωτίστηκε το πρόσωπό τους από  περηφάνια. Ο Γιάννης ,όχι ο μπάρμπας ο άλλος,  είπε,  με  κάποια  έπαρση: «εμείς εκεί κάτω λέμε ότι είμαστε από τα άγια χώματα!». «Άγια και μαρτυρικά θα έλεγα» απάντησε ο συνομιλητής και συνέχισε:

«Τούτος ο τόπος όπως και ο δικός σας γνώρισε κατακτητές και κατακτητές. Όλοι μας θυμόμαστε τους Τούρκους που ήταν οι τελευταίοι επικυρίαρχοι σ΄αυτό τον τόπο. Ας σκεφτούμε όμως ότι από τότε που πάτησαν οι Ρωμαίοι σ΄αυτή τη χώρα και μέχρι το 21 είμαστε συνέχεια κάτω από ξένο ζυγό. Και πόσοι δεν πέρασαν μετά τους Ρωμαίους, Γότθοι, Βάνδαλοι και Βησιγότθοι, Σλάβοι και Σταυροφορίτες μέχρι που ήρθαν οι Φράγκοι και οι Βενετοί. Αυτοί χώρισαν τον τόπο σε τιμάρια, δουκάτα και βαρονίες που τις μεταβίβαζαν από οικογένεια σε οικογένεια με προικοσύμφωνα. Για να  πω για τη δική μας περιοχή κάτι που δεν το ξέρει ο πολύς ο κόσμος. Πριν έρθουν οι Τούρκοι εδώ σ΄αυτό τον τόπο είχαν εγκατασταθεί Καταλανοί από την Ισπανία!  Έμειναν 80 χρόνια και δυνάστευαν τον τόπο από το Δομοκό μέχρι την Αθήνα. Με κέντρο τη Βοιωτία έφτιαξαν ένα κρατίδιο, δουκάτο  με επίσημη γλώσσα τα καταλανικά.  Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να ασκήσουν κανένα άλλο επάγγελμα παρά μόνο του γεωργού, δεν μπορούσαν να μεταβιβάσουν την περιουσία τους στα παιδιά τους και  ουσιαστικά δηλαδή ήσαν δουλοπάροικοι.»

Αφού αντάλλαξαν κερασμένες κανάτες με κρασί συνέχισαν την κουβέντα. Οι ντόπιοι ζητούσαν να μάθουν για την Αρκαδία περισσότερα. Τι  παράγει ο τόπος, αν γίνονται έργα αποκατάστασης των δρόμων και άλλα. Από τη συζήτηση κατάλαβε η διπλανή παρέα  τη φτώχια των κατοίκων της άγονης Γορτυνίας και τον αγώνα του λαού για  επιβίωση. Τότε τα πολιτικά πάθη ήταν σε έξαρση και φρέσκιες οι πληγές από τον εμφύλιο.  Μερικοί στη συζήτηση απέδιδαν ευθύνες στον ξένο παράγοντα που επεμβαίνει και μας ανακατώνει. Πήρε ένας το λόγο και συστήθηκε δάσκαλος από το Μεσολόγγι και όλοι τον άκουσαν με προσοχή. « Ακούστε, μην τα ρίχνουμε στους ξένους κουβαλάμε σαν φυλή κουσούρια μισαλλοδοξίας  και έλλειψης προσωπικής ευθύνης. Για όλα μας φταίει κάποιος άλλος θεωρούμε την έννοια του κράτους κάτι υπερβατικό και όχι το σύνολο της κοινωνίας μας άρα και όλων μας συμπεριλαμβανομένων. Είπαμε προηγουμένως ότι ζήσαμε  για χρόνια για αιώνες θα έλεγα κάτω από ξένους κατακτητές. Να ξέρετε ότι επιζήσαμε χάρις στην αυτοοργάνωση του λαού σε μικρές κοινότητες που ο κόσμος μοιραζότανε τη φτώχια του και υπήρχε συμπόνια και αλληλεγγύη κάτι που από τότε που γίναμε κράτος τα χάσαμε.»

Κάπου εκεί τελείωσε η συζήτηση ήπιαν το τελευταίο ποτήρι ανταλλάσοντας ευχές και η παρέα των Σερβαίων έφυγε για τις παράγκες. Στο δρόμο ο Θανάσης είπε στο Γιάννη το νεώτερο:  «είδες τι κάνουν τα γράμματα Γιάννη. Πόσα πράγματα μάθαμε από το δάσκαλο. Εσύ δεν είχες όρεξη να μάθεις  γράμματα. Σε έστειλε ο μακαρίτης ο πατέρας σου στα Λαγκάδια και συ μάθαινες πρέφα. Το έμαθε και σε σταμάτησε αμέσως από το Γυμνάσιο». Ο Γιάννης δεν είπε τίποτα ξεροκατάπιε με πίκρα την αλήθεια.

Ακολούθησαν δυο-τρείς βδομάδες με σχετικά καλό καιρό και η δουλειά πήγαινε καλά αλλά ξαφνικά ενέσκηψε βαριά κακοκαιρία με πολύ κρύο και το χιόνι μέχρι τη θάλασσα. Οι μαστόροι δεν μπορούσαν να δουλέψουν. Οι μέρες περνούσαν και η στενοχώρια είχε κατακυριεύσει την ψυχολογία τους. Ο μπάρμπα Γιάννης τους έβαλε σε μεγάλο περιορισμό των εξόδων. «Θα κάνουμε εσωτερικό δάνειο» τους έλεγε. Έτσι βάφτισε την σκληρή οικονομία που τους έκανε. Εκεί δίπλα στις παράγκες  υπήρχε ένα στέγαστρο που δεν άφηνε το χιόνι να σκεπάσει το υγρό χώμα.  Σ΄αυτό το ξέφωτο έβρισκαν καταφύγιο τα πεινασμένα σπουργίτια αλλά και άλλα πουλάκια. Ο Ντίνος που ήταν και ο πιο σκαρτσοβιομήχανος,  έτσι τον έλεγε ο μπάρμπα Γιάννης,  σκαρφίστηκε μια ιδέα.  Στήριξε σε ένα ξύλο την κοσκίνιστρα που είχαν για να κοσκινίζουν τον άμμο,  έτσι να μοιάζει με πλακοπαγίδα. Έδεσε το ξύλο με σπάγκο και το  τράβηξε μέχρι την παράγκα. Έριχνε ψίχουλα κάτω από την κοσκινίστρα και παραφύλαγε   μέχρι να μαζευτούν όσο το δυνατόν περισσότερα πουλιά οπότε τραβούσε το σπάγκο έπεφτε  η κοσκινίστρα και εγκλώβιζε τα πουλιά. Πολλά έμεναν ζωντανά και ο Ντίνος τα πάταγε από πάνω για να τα αποτελειώσει!  Τα πουλάκια τα καθάριζε και ένα ένα τα κρέμαγε σε σχοινί και αφού στεγνώνανε τα μαγείρευαν. Με τα σπουργίτια λοιπόν κάθε μέρα πότε με ρύζι πότε στην κατσαρόλα με λάδι και πελτέ  βγάλανε πέντε έξι μέρες. Ο Βασίλης με τον Θανάση δήλωσαν μετά από λίγες ημέρες ότι σιχάθηκαν πλέον τα πουλιά δεν μπορούσαν άλλο ο Ντίνος ανταπαντούσε «δεν φτάνει που τρώτε κάθε μέρα  κρέας ,έχετε και παράπονο!».

Η βαρυχειμωνιά κράτησε κάπου 10 ημέρες. Στο διάστημα αυτό η δουλειά είχε μείνει στάσιμη και η σχετική μουρμούρα ήτανε καθημερινό φαινόμενο. Μόνο ο Λιάς ήτανε έξω καρδιά. Κάθε τρείς και δύο  έφευγε και πήγαινε  στη Λαμία. Μια μέρα δεν γύρισε το απόγευμα όπως συνήθιζε. Όλοι το βράδυ ανησύχησαν. Την άλλη μέρα ο μπάρμπα Γιάννης έφυγε για τη Λαμία  πήγε να ψάξει τι γίνεται με τον Λιά. Γύρισε το μεσημέρι ήρεμος. Θα μαζευτεί τους είπε μην σκιάζεστε  καλά είναι. Δεν είπε τίποτα στους άλλους εκτός από τον ξάδελφο του το Μήτσο. «πήγα στην ταβέρνα ρώτησα και κάτι ταξί που ήταν απέξω και τον ξέρανε, από ότι κατάλαβα παρηγορεί μια χήρα. Θα μαζευτεί αλλά μη πεις στους άλλους τίποτα».

Πράγματι το βράδυ της επομένης φάνηκε ο Λιάς κρατώντας ένα ξύλινο κουτί με λουκούμια. Τους κέρασε από ένα λουκούμι,  για το καλό όπως είπε. « Πού χάθηκες τόσες μέρες» του είπε ο Βασίλης. «Βρήκα ένα γνωστό μου από το στρατό και με κράτησε στο σπίτι του. Χιόνι είχε δουλειά δεν είχαμε έκατσα και γω να θυμηθούμε τα παλιά»,  απάντησε. Όλοι χαμογέλασαν γιατί ο Μήτσος, παρόλο που του είπε ο μπάρμπα Γιάννης να το κρατήσει μυστικό τόχε ξεφουρνίσει σε όλους.  Όταν το κατάλαβε ο μπάρμπα Γιάννης του έβαλε μια κατσάδα. «μα τίποτα δε χλιαίνει μέσα σου» του είπε ταυτόχρονα πήρε απόμερα το Λιά και τον έψαλε για τα καλά αφού ήξερε όλη την αλήθεια.

Ο καιρός έφτιαξε σιγά σιγά και πιάσανε πάλι τη δουλειά. Για να βγάλουνε τα σπασμένα δουλεύανε από τα χαράματα μέχρι το σούρουπο. Ο μπάρμπα Γιάννης τους είπε «και το φαΐ πάνω στο ντουβάρι θα το τρώτε στο χέρι και τάκα τάκα». Μπήκε η άνοιξη και με αιτιολογία ότι έπρεπε να οργώσουν τα χωράφια για αραποσίτι έφυγαν δυό τρείς από τη παρέα. Οι άλλοι μείνανε μέχρι τη μεγάλη βδομάδα. Την μεγάλη Τετάρτη μαζέψανε τα πράγματά τους για τη επιστροφή. Κάποια τρόφιμα που είχανε περισσέψει τα γυρίσανε στο μπακάλικο και πήρανε κάποια λεφτά που τα μοιράσανε μεταξύ τους.

Με το λεωφορείο ήρθανε στην Αθήνα και μόλις προφτάσανε το άλλο για την Τρίπολι. Φθάνοντας στην Τρίπολι το απόβραδο. Συζητήσανε το θέμα του ύπνου  ο Ντίνος πρότεινε: « λέω να ξενυχτίσουμε σε ένα απόμερο στην πλατεία Άρεως. Να σουρουπώσει πρώτα και μετά. Δεν είναι καιρός για έξοδα». Πράγματι αφού φάγανε σε ένα υπόγειο πήρανε τα μπογαλάκια τους και τραβήξανε για την πλατεία.  Μπήκανε μέσα στα δένδρα και πάνω στο φρέσκο χορτάρι στρώσανε,  ο ένας δίπλα στον άλλο για να κοιμηθούν. Ο καιρός ήταν καλός και βοηθούσε για ένα υπαίθριο ύπνο. Οι μαστόροι όπως ήταν κουρασμένοι από το ταξίδι πέσανε ξεροί. Κάποια ώρα περί τα μεσάνυχτα ένας χωροφύλακας που περιπολούσε κατάλαβε,  προφανώς από τα ροχαλητά, ότι κάποιοι κοιμόντουσαν πίσω στα δένδρα. Πήγε κοντά τους και σκούντησε τον πρώτο στη σειρά. «Τι είσαστε σεις», τους ρώτησε. «μαστόροι» απάντησε ο Μήτσος μισοκοιμισμένος. «Τι πάει να πει μαστόροι μαζεύτετα  και φύγετε από δω μη σας πάω μέσα», του είπε ο χωροφύλακας ιταμά. Αλαφιασμένοι οι δικοί μας μάζεψαν όπως όπως τα πράγματά τους γκρινιάζοντας τον Ντίνο για την κακή ιδέα που είχε και μέσα στη νύχτα περιδιαβαίνοντας βρήκαν μια εκκλησία. Στην έξω πλευρά της, σε μια εσοχή του ιερού στρώσανε και βγάλανε την υπόλοιπη νύχτα. Το χάραμα τους βρήκε κοκαλωμένους από το κρύο,  γιατί στην Τρίπολι την άνοιξη το βράδυ κάνει πολύ κρύο. Τέλος πάντων τέλειωσε και αυτή η περιπέτεια. Το μεσημέρι πήρανε το λεωφορείο για το χωριό. Ήταν πλέον μεγάλη Πέμπτη. Τα λίγα ψώνια για τα παιδιά που φέρανε στο σπίτι δόσανε τόνο και χαρά στα σπίτια των μαστόρων. Οι τρείς που είχαν φύγει ενωρίτερα ζητούσαν μερίδιο από τα λεφτά που πήρανε οι άλλοι για τα τρόφιμα που περίσσεψαν και τα δόσανε πίσω στον μπακάλη. Που να βρουν άκρη υπόλοιποι. Κάπου εκεί πάνω στο τραπέζι,  στ΄Αλούπη,  τα μοιράσανε. Τα κεράσματα γίνανε τη Δευτέρα του Πάσχα με αχνιστά πιάτα από βετούλι.