Του παππού το κλάμα.
Ο παππούς, επήρε την κάπα του ανάρριχτα στον ώμο, στο χέρι την μαγκούρα, σιγούλια- σιγούλια σηκώθηκε.
Και αφήνει το στρώμα ορφανό, στο παραγώνι.
Περπατάει σιγά-σιγά και βγαίνει...
Βλέπει τον ήλιο λαμπερό και τον ουρανό γαλάζιο....
Μονολογεί και λέει:
-Δοξασμένος ο Θεός!...
Μας πήρε και πάλι η Άνοιξη....
Θα μας βρει ζωντανούς το καλοκαίρι;
Ποιος τάχα τες μας, ξέρει;
Στρώνει την κάπα του στο ριζιμιό λιθάρι και γύρω, γύρω του κοιτάει.
Βλέπει τα χόρτα να ανασταίνονται, τα δέντρα να φυλλώνουν.
Ακούει τον κούκο να λαλεί, να ψάχνει και αυτός για ταίρι.
ψάχνει και αυτός να βρει εύκολη, καλή ζωή, σε ξένη φωλιά προκοπή να κάνει...
Τεμπέλικα, σελέμικα, σαν μερικούς και φέτος,να την βγάλει.

Και αναρωτιέται ο παππούς, μονολογεί και λέει:
-Να ήρθανε... θα έρθουν και φέτος τα χελιδόνια;
Η θα χαθούν,πέθαναν, στο δρόμο τους βρήκαν και πάλι, χιόνια;
Ο τζίτζικας θα αρχίσει ανέμελα να λαλεί, και οι μελισσούλες θα βγούνε ακούραστα να δουλεύουν, το μέλι τους να προσφέρουν;
Και τα μερμυγκάκια, τα άξια, τα εργατικά, θα αρχίσουν πάλι για αποταμίευση να μαζεύουν;
Για να τα φάνε σελέμικα, να τα κατασπαταλήσουν,οι ακαμάτηδες, οι άλλοι....
Θα κάνει και φέτος προκοπή η πλάση;....
Ο κόσμος θα χορτάσει;...
Θα έρθει και ο νοικοκύρης τώρα στο νοικοκυριό που τόσα - τόσα χρόνια τώρα λείπει;...
Δακρύζει..

Και εκεί που συλλογιζόταν και σάλευε ο νους του, ακούει βήματα γοργά...
Κοιτάει μακρυά....
Βλέπει από το κλάμα του θαμπά και λέει:
-Νάτος -νάτος....
Από μακρυά έρχεται και τώρα φτάνει!....
Να δούμε τι θα κάνει;
Έφτασε!...
Μπήκε γοργά και γρήγορα ο νοικοκύρης στον αυλή, στο νοικοκυριό, φουριόζος...
-Τώρα, που ήρθε και μπήκε ο νοικοκύρης στο νοικοκυριό !...
Και ο τσέλιγκας κίνησε, πηγαίνει στην στάνη...
Να ακούσουμε, να ειδούμε και να μάθουμε, θα υπακούσει, θα μπει σε καλή σειρά η σπάταλη η νοικοκυρά;...
Θα πλένει;
Θα ζυμώνει;
Θα φουρνίζει;
Τις κότες θα ταΪζει;...
Και θα προκόψει η στάνη;
Οι πιστικοί, το τι θα κάνουν;...
Θα βγάλουν, στα λιβάδια, θα πάνε για βοσκή τα πρόβατα, την στάνη;...
Τα τσομπανόσκυλα, τα τσοπανόπουλα, θα την φυλάξουνε;...
Από τον κακό τον λύκο, τους κλεφτοκατσικάδες;
Θα κοιτάξουνε όλοι τους για προκοπή;...
Ή, χορτάτα, όλοι τους τρώγοντας από τα δανεικά στο προσήλιο θα κοιμούνται;...
Και ο λύκος, αρπάζοντας, εύκολα από τα πρόβατα, και αυτός θα ευφραίνεται η καρδιά του...
Θα τρώει;..

Σαν κάτι πήγε βιαστικός, φουριόζος, ο νοικοκύρης να κουνηθεί, να βάλει άλλη σειρά και τάξη....
Και τότε επεμβαίνει, συνάμενη, κουνάμενη, λιγάμενη, η νοικοκυρά, η πονηρή, η γαργαλιάρα ....
Τον αγκαλιάζει, τον φιλεί, του λέγει:
-Καλός το νοικοκύρη μου!...
Κάτσε να πεις νερό, καλό κρασί, γλυκό φιλάκι να σου δώσω....
Που χρόνια, τώρα καιρό σε περίμενα, σε καρτέραγα, μου λείπεις!!!....
Και με τις γαλιφιές, τα καλοπιάσματα, τα καλλωπίσματα της, τα κολπάκια της, τα ναζιάρικα της, τα κατάφερε....
Στο νοικοκύρη του στρώνει πλουμπιδιστό κρεβάτι!....
Του βάζει πέντε στρώματα και οχτώ μαξιλαράκια, τον έπιασε στα χαϊδολογήματα, στα μανταλώματα, στις πονηρές,γλυκιές κουβεντούλες και εκεί τον αποχαύνωσε και αποκοιμήθηκε, αυτός, βοϊδάτα...
Και ακόμα εκεί στα χουζουρέματα, ακόμα εκεί αυτός κοιμάται...

Οι άλλοι, οι μπραζέριδες, που τα κάλη της κυράς του, θαυμάζουν, λιγουρεύονται, τριγύρω, γύρω την φέρνουνε, σαν σφήκες στο μέλι, την γλύκα της ρουφάνε....
Στου γινομένου σταφυλιού την κόκκινη ρογούλα όλοι τους τριγυρίζουνε και όλοι τους από το ξέφραγο, στο τρίστρατο, το αμπέλι, τσιμπολογάνε....
Και με τα λόγια τους, τα έξυπνα, τα γλυκά, τα πονηρά και τα χαϊδολογήματα τους, που της νοικοκυράς αυτά,πολύ - πολύ της αρέσουν, είναι στρωμένοι στα ... μαλακά και από τα δανεικά τρώνε - τρώνε και πίνουνε και από του κονακιού, αλίμονο - τρις αλίμονο, ακόμα - ακόμα και τα αγκωνάρια..... τρώνε...
Και τώρα όλοι τους ανέμελα, γλεντοκοπάνε....
Ο νοικοκύρης αφιονισμένος, αποχαυνωμένος, ακόμα αναπαύεται...
Κοιμάται....

Ο παππούς βλέπει αυτά, τα σπάταλα, τα απρόκοπα, που γίνονται, θέλει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, θέλει να βάλει πάλι σειρά και τάξη...
Σαν τότε!...
Εκνευρισμένος αντρειεύεται, κραδαίνει την μαγκούρα του, κάνει να σηκωθεί, αλλά στρεκλάει, παραπατάει και πέφτει...

Εκεί, κατάχαμα, αποκαμωμένος, κείτεται, κλαίει - κλαίει, ανήμπορος και με την συμφορά που γίνεται, δακρύζει....
Και πάλι εκεί κατά Γης, κατάχαμα, μονολογεί και λέει
-Θα σιάξει αυτό το νοικοκυριό;
-Θα σιάξει αυτός ο τόπος;.....
Τα δάκρυα του παππού, την Γη ποτίζουν.
Μακάρι αυτά τα δάκρυα να γίνουν αγιασμός, να γίνουν Θεία ευλογία....
Η Άνοιξη, η προκοπή, σε αυτό το Νοικοκυριό, σε αυτόν τον Τόπο να έρθει...
Θα έρθει;....

Γιάννης Στ Βέργος {gortynios. isv}
14/4/2016