...Συνέχεια από (Β' Μέρος)

Εκείνη τη χρονιά, η Εμπορική και η Ιονική και Λαϊκή τράπεζα ίδρυσαν το ινστιτούτο οικονομικών και τραπεζικών μορφώσεων, για να επιμορφώσουν το προσωπικό, τους υπαλλήλους του ομίλου, στα καινούργια δεδομένα της διεθνούς οικονομικής αγοράς (Κοινή Αγορά) και στις τραπεζικές εξελίξεις και στα τραπεζικά, χρηματοοικονομικά προϊόντα.
Ο κύκλος σπουδών ήταν τριετής και η φοίτηση υποχρεωτική, απογευματινή, σε αυτούς που θα επιτύγχαναν. Η εισαγωγή ήταν κατόπιν εξετάσεων.
Αρχάς Αυγούστου, βγήκε εγκύκλιος της τράπεζας, που όριζε τη διαδικασία εισαγωγής και ρητά έλεγε:
« Καλούνται οι υπάλληλοι μέχρι του βαθμού βοηθού τμηματάρχη, όσοι επιθυμούν να συμμετέχουν στις εξετάσεις κλπ... και ρητά ανάφερε ότι καθηγητές θα είναι πανεπιστημιακοί και δ/ντές των τραπεζών και ό,τι όσοι αποφοιτήσουν θα έχουν δύο χρόνια βαθμολογική προώθηση.»
Ας σημειωθεί ό,τι με την αναγνώριση του πτυχίου πανεπιστημίου τετραετής φοίτησης, στην τράπεζα, η βαθμολογική προώθηση ήταν τρία χρόνια. Και με τα δύο πτυχία η προώθηση ήταν τέσσερα χρόνια. Η περίπτωση ήταν δελεαστική για εμένα, θα κέρδιζα τον χαμένο χρόνο που υπηρέτησα ως νυχτοφύλακας κλητήρας.
Έκανα αίτηση στην γραμματεία του ινστιτούτου και γραμματέας του ήταν ο κ Ψειράκης Λάμπρος. Της έριξε μια ματιά και αμέσως μου λέγει:
-Δεν την δέχομαι, διότι δεν προβλέπεται από την εγκύκλιο της Δ/σεως προσωπικού, που ρητά απευθύνεται προς το υπαλληλικό προσωπικό των πέντε τραπεζών, του τότε καθηγητή Στρατή Ανδρεάδη. Μου διευκρίνισε πως ο κλάδος των κλητήρων είναι υπηρετικό, βοηθητικό προσωπικό των υπαλλήλων. Με λίγα λόγια μου είπε, ότι είσαστε όλοι οι κλητήρες, υπηρέτες, θεληματολόγοι (για τα θεληματάκια) των υπαλλήλων, και με συγχωρείς, τους θεωρούν μειωμένης πνευματικής αντιλήψεως.
Και η εγκύκλιος ρητά λέει, να συμμετέχουν στις εξετάσεις μόνο οι υπάλληλοι. Θα ήθελα, αλλά δεν μπορώ...
Αμέσως, σχεδόν αυτομάτως, του είπα ότι εγώ δεν έχω σκοπό να μείνω υπηρέτης κανενός υπαλλήλου. Θέλω να με παρουσιάσετε στον Δ/ντή του ινστιτούτου.
Ο κ ψειράκης ήταν άνθρωπος μορφωμένος, με σπουδές στο εξωτερικό. Μου είπε πως Δ/ντής είναι ο καθηγητής κ Ραπίδης, να πληροφορηθεί αν είναι στο γραφείο του και να με παρουσιάσει. Για καλή μου τύχη ήταν εκεί. Με δέχτηκε. Με πηγαίνει.
–Κύριε Δ/ντα σας παρουσιάζω τον κ Βέργο που είναι κλητήρας, έκανε αίτηση για να δώσει εξετάσεις στο ινστιτούτο, αλλά δεν του το επιτρέπει η εγκύκλιος της Δ/σεως προσωπικού των τραπεζών.
-Πηγαίνετε στη γραμματέα μου και φέρτε μου την εγκύκλιο.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε σηκώσει το κεφάλι, τα μάτια του, ήταν σκεφτικός, στο ένα χέρι είχε ένα στυλό, στο άλλο χέρι μια πίπα και τράβαγε, τράβαγε, καπνό...
Επάνω στο γραφείο του, πολλά χαρτιά και ένα μεγάλο τασάκι που έμοιαζε με γαβάθα και γύρω – γύρω πολλές πίπες, άλλες σβηστές και άλλες ακόμα να καπνίζουν, και από τις πίπες και τα τσιγάρα που σιγοκαίγανε στη γαβάθα, ο καπνός ήταν πυκνός εκεί μέσα, λες και αγνιζότανε η Πυθία των Δελφών από τον καπνό της πικροδάφνης... Του έφεραν την εγκύκλιο και την είχανε υπογραμμίσει, προς το υπαλληλικό προσωπικό των τραπεζών...
Τότε σηκώνει το κεφάλι του, τινάζει απότομα τα μαλλιά του πίσω, που ήσαν κάτω σαν πράσα και έπεφταν μπροστά στο πρόσωπό του και μου λέει:
-Εσύ τι είσαι ρεεέ;... Δεν είσαι υπάλληλος (προσωπικό) της τράπεζας;... Και πού δουλεύεις;...
- Δεν είμαι υπάλληλος κύριε Δ/ντά, είμαι κλητήρας, και όπως μου εξήγησε ο κ Ψειράκης, ο κλητήρας είναι ο υπηρέτης των υπαλλήλων, και υπηρέτης μειωμένης αντιλήψεως...
-Τι είπες;... Τι είπες;... Υπηρέτης;...
Σηκώθηκε απότομα όρθιος, νόμισα ότι θα με πέταγε έξω...
- Υπηρέτης υπαλλήλων;...
-Τι είναι αυτά;...
Δεν είσαι υπηρέτης κανενός...
Όλοι μας είμαστε στην υπηρεσία της τράπεζας... Και σεβόμαστε την ιεραρχία της... Όλοι δουλεύουμε και φροντίζουμε για το καλό της, να προκόψει και από την προκοπή της να μας δώσει κάτι τις πάρα πάνω και σε εμάς το προσωπικό της.
– Εσύ τι γράμματα ξέρεις;... Έχεις τελειώσει το γυμνάσιο;...
-Μάλιστα κύριε Δ/ντά και κάτι λίγο πάρα πάνω...
- Το λίγο πάρα πάνω, τι είναι;
- Έχω περάσει στην ΑΣΟΕΕ, είμαι φοιτητής.
- Και σε έχουνε κλητήρα;
-Ναι.
Απευθύνεται στη γραμματέα του και της λέει:
-Να πάρει ο διάβολος... Τον διάβολο Έτσι θα κάνουμε προκοπή... [ και πολύ σιγανά... Έτσι πεδουκλώνοντας και το γοργοπόδαρο άτι (άλογο)]
-Για πάρε μου τον προσωπάρχη, τον Λυμπερόπουλο.
Τον πήρε.
-Έλα Λυμπερόπουλε, τι κάνετε με αυτή την εγκύκλιο που βγάλατε, απαγορεύετε σε κλητήρες που έχουν τελειώσει το γυμνάσιο να δώσουν εξετάσεις στο ινστιτούτο για να μάθουν κάτι πάρα πάνω;... Όταν έχουν βγάλει το γυμνάσιο, να δεχτείτε όλες τις αιτήσεις της συμμετοχής των στις εξετάσεις... Και άμεσα να βγάλετε εγκύκλιο...
Τι είναι αυτά;...
Απαγορεύετε τη μάθηση;...
Φραγμός στη μόρφωση;...
Πού είναι να ακουστεί;...
Να μην το μάθει ο καθηγητής και πάνω από όλα ο γέρος...
(Γέρο λέγανε τότε μεταξύ τους οι Δ/ντές, τον γενικό, τον κ Κυριακόπουλο, που ήταν σε πολύ μεγάλη ηλικία).
Και το κλείνει.
-Εσύ θα πας να αφήσεις την αίτησή σου στη γραμματεία, και θα έρθεις να δώσεις εξετάσεις...
-Την έχω αφήσει...
Τράβηξε εκνευρισμένος, δυο, τρεις, συνεχόμενες καπνό από την πίπα του και λέει:
-Έτσι θα πάμε μπροστά;...
Φραγμό στη μάθηση, στη γνώση, στην αξιοσύνη, στην προκοπή δεν πρέπει να υπάρχει...
-Τι μυαλό κουβαλάνε;...
-Είναι για να πάρει ο διάβολος, τον διάβολο...
-Πάρε τον Ψειράκη να μου φέρει την αίτηση του παιδιού εδώ.
Την έφερε...
Την παίρνει στα χέρια του και πάνω επάνω, με κόκκινη μελάνη γράφει, εγκρίνεται, υπογράφει και βάζει τη σφραγίδα του, Ραπίδης, καθηγητής Δ/ντης δικαστικού Ιονικής και Λαϊκής τράπεζας...
-Καλή επιτυχία και όσο μπορείς περισσότερο να διαβάζεις...
-Ευχαριστώ, κύριε Δ/ντά...
Υποκλίθηκα.
Έφυγα βιαστικός.
Έλεγα πότε να φύγω από εκεί μέσα...

Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, από την κάπνα...
Ο κ. Ραπίδης ήταν καθηγητής διοικητικού και συνταγματικού δικαίου, εξειδικευμένος καθηγητής στο δίκαιο τότε της Κοινής Αγοράς. Ήταν νομικός σύμβουλος του προέδρου του ομίλου, του καθηγητή Στρατή Ανδρεάδη, Δ/ντής δικαστικού και Δ/ντής του ινστιτούτο.
Είχε όψιν αυστηρή, σχεδόν αγρίου ανθρώπου, ήταν πολύ μορφωμένος, δίκαιος, με ευρεία αντίληψη, με ψυχικά χαρίσματα και ψυχή Αγγέλου!...
Ειδοποίησα και τα άλλα παιδιά που ήσαν κλητήρες και τους είπα πως ο καθηγητής κ Ραπίδης δέχτηκε την αίτησή μου και όποιος θέλει, να κάνει αίτηση για συμμετοχή του στις εξετάσεις.
Έκαναν αιτήσεις δύο τρεις φίλοι.
Έγιναν οι εξετάσεις.
Αν και στις εξετάσεις υπήρχαν ερωτήσεις εξειδικευμένες, τραπεζικής φύσεως, εμείς περάσαμε μεταξύ των πρώτων. Ο κ Ραπίδης που είχε παρακολουθήσει και έμαθε την εξέλιξη, μας κάλεσε εμάς τους κλητήρες και μας συνεχάρη. Χάρηκε σαν να είμαστε δικά του παιδιά.. Υπήρχαν τότε στην τράπεζα και τέτοιοι άνθρωποι...

Έγιναν οι εγγραφές, είμαστε περίπου εκατό σπουδαστές από όλο τον όμιλο των τραπεζών. Η αίθουσα διδασκαλίας ήταν στο δεύτερο όροφο του κεντρικού της Ιονικής... Ο κύκλος σπουδών ήταν τριετής, η φοίτηση ήταν κάθε ημέρα 7–10 βραδινή, υποχρεωτική. Καθηγητές του Ινστιτούτο ήσαν πανεπιστημιακοί, καθηγητές της νομικής του πανεπιστημίου, της ΑΣΟΕΕ και διακεκριμένοι Δ/ντές των τραπεζών, που είχαν γράψει συγγράμματα τραπεζικής –οικονομικής, φύσεως. Θα αναφέρω μερικούς από όσους θυμάμαι και τι δίδασκε ο καθένας τους. Τραπεζική τεχνική Ο Λώλος δ/της της Εμπορικής, Λογιστική ο Κουγιούλης Στατιστική ο Κεβώρκ ΑΣΟΕΕ, Αστικό δίκαιο ο Κων/νος Σιμήτης (μετέπειτα πρωθυπουργός), Δίκαιο Κοινής Αγοράς ο Χαλκιόπουλος Δ/της Τραπ Ελλάδος κλπ. Όλοι οι καθηγητές που δίδασκαν είχανε βγάλει συνοπτικά συγγράμματα, τα οποία η τράπεζα μας τα έδινε δωρεάν.
Τα μαθήματα ήσαν σχεδόν ίδια, κοινά, με αυτά που δίδασκαν στην ΑΣΟΕΕ. Οι σημειώσεις και τα βιβλία με βοήθησαν τα μέγιστα και στις σπουδές μου στην Ανωτάτη Εμπορική. Διπλό το όφελος!..
Οι σπουδές μου στην ΑΣΟΕΕ προχωρούσαν μαζί με την εργασία μου στην τράπεζα και την παρακολούθηση των μαθημάτων του ινστιτούτου.
Μετά από λίγο χρονικό διάστημα που πήρα αναβολή από την Ελληνική Βασιλική Αεροπορίας και επανήλθα στην τράπεζα, τοποθετήθηκα ως κλητήρας στο τμήμα καταθέσεων με Δ/ντή τον Δ/ντή κ Πλωμαρίτη. Εκεί, συνάδελφος φοιτητής στην ΑΣΟΕΕ ήταν και ο Κώστας ο Ναγκουλόπουλος. Σε διαλύματα για κολατσιό, ή καφέ, πηγαίναμε μαζί στο κυλικείο και στους διαδρόμους λέγαμε απέξω τα άρθρα του Αστικού Κώδικα. Επισημαίνω ότι τα ξέραμε όλα απέξω. Έχω και διατηρώ από τότε τον Αστικό Κώδικα σε πολύ μικρό βιβλίο της τσέπης. Είμαστε φοιτητές του καθηγητή κ Φουκιώτη και περάσαμε το μάθημα και οι δυό μας με την πρώτη και με καλό βαθμό (σπάνιο φαινόμενο).
Ήρθε η περίοδος των μετατάξεων, έδωσα εξετάσεις και πέρασα.
Η τράπεζα τότε είχε ανάγκη από ταμίες, παρά από υπαλλήλους του λογιστικού κλάδου. Η διαχείριση χρημάτων, (ο ταμίας) τότε ήταν σημαντικός. Είχε την διαχείριση μετρητών και αξιόγραφων. Τα είχε στα χέρια του και στην απόλυτη διαχείριση των μέχρι το μεσημέρι.

Ο ταμίας πρέπει να διακρίνεται για την τιμιότητα του, να μην έχει όπως λέγανε χούγια...( Να μην είναι χαρτοπαίκτης, να μην είναι σπάταλος και να μην δημιουργεί προσωπικές ανάγκες, μεγαλύτερες από την οικονομική του δυνατότητα και να έχει μέσα του το πνεύμα της αποταμίευσης.)
Ο πρώτος που μου ευχήθηκε, σαν να ήμουνα παιδί του, ήταν ο Δ/ντης Αντώνης Πλωμαρίτης.
– Δεν πειράζει που δεν θα σε έχω μαζί μου, εσύ θα προκόψεις. Να είσαι τίμιος κι μην φοβάσαι τίποτα...
-Έλα μαζί μου...

Πήγαμε σε ένα γκισέ γυάλινο, κλειστό, έως επάνω, που η πόρτα άνοιγε από μέσα. Στη σειρά ήσαν τα τέσσερα ταμεία. Το πρώτο δεξιά ήταν το ταμείο της κ Τασίας Πασπάλας, δίπλα ήταν του κ Γιώργου Παπανικολάου, του Νίκου Οικονόμου, ενδιάμεσα ήταν το γραφείο του υπαλλήλου, που έκανε την λογιστική και την ταμιακή συμφωνία όλου του Κεντρικού Καταστήματος και των χρηματαποστολών και διαθεσίμων των Καταστημάτων Αττικής, κ Γιάννη Οικονομίδη και του Τάκη του Πανούση.
Στο αριστερό χέρι μας, ήταν το γραφείο, με το πολύ μεγάλο χρηματοκιβώτιο, του Δ/ντού ταμειακών διαθεσίμων, αξιόγραφων, θησαυροφυλακίου της τράπεζας. κ Αλέκου Τσαούση.
Αυτός ήταν ψηλός, λιγνός, ασπρομάλλης, με τα μαλλιά του πάντοτε ανακατεμένα, από τις πολλές σκοτούρες.
Άνοιξε την πόρτα από μέσα, ήταν ασφαλείας...
-Αλέκο, αυτόν τον είχα για τον εαυτόν μου, αλλά, δεν το πήρα χαμπάρι και βγήκε εγκύκλιος, τον δρομολόγησαν για σένα.
Ένα μόνο σου λέω, είναι τίμιος, φιλότιμο, καλός και με σφραγίδα... Πρόσεξέ τον στην αρχή, δεν έχει μάθει με χρήματα...
Σιγά-σιγά να τον βάλεις, μην πάθει καμία ζημιάν το παιδί...
Τρέμουν τα χέρια του, δεν έχει πιάσει λεφτά...
-Καλά, Αντώνη... Από κοντά θα τον έχουμε, καλορίζικος, καλή προκοπή...
Παίρνει αμέσως τηλέφωνο τον κ Μουσούρη.
-Έλα εδώ του λέει:
Σε λίγο έφτασε.
-Πάρε τον αυτόν, είναι καινούργιος ταμίας... Όμωςν δεν έχει πιάσει λεφτά στα χέρια του... Από την Γορτυνία είναι, ξέρεις... Μάθε τον, δοκίμασέ τον να μετράει και όταν νομίζεις πως είναι καλά έτοιμος από σένα, μου το λες. Μόνο μην αργείς, διότι έχουμε μεγάλη ανάγκη. Εσύ τώρα ξέρεις...

Φύγαμε μαζί.
Πήγαμε σε ένα απόμερο δωμάτιο ασφαλισμένο, τα ανοίγματά του ήταν με διπλές πόρτες σιδερένιες και κάγκελα στο παράθυρο γκισέ, μασίφ. Εκεί, ερχόταν με βαλίτσες, τα διαθέσιμα, οι χρηματοαποστολές από όλα τα καταστήματα της Αττικής και γινόταν η καταμέτρησή των. Και μερικά από αυτό πήγαιναν για κατάθεση της τράπεζας, στην τράπεζα της Ελλάδος. Εκεί μέσα, ήταν ντάνες τα χαρτονομίσματα, εκατομμύρια πολλά...
Ήταν όπως ακριβώς ήσαν τα τούβλα της οικοδομής και οι τσιμεντόλιθοι.
Εκεί μέσα, κανένας τους δεν τους έδινε σημασία, λες και ήταν βρόμικη ύλη.
Μπαίνοντας μέσα από την πόρτα ένα πακέτο ήταν κάτω, με μια κλοτσιά το πόδι του το μεριάζει.
Θόλωσε το μάτι μου... Τι είναι εδώ μέσα είπα...
Δεν πρόφτασα να αποτελειώσω τη σκέψη μου και μου λέει:
-Βλέπεις τι γίνεται εδώ μέσα;...
Τα χρήματα είναι σαν τα τούβλα, τους τσιμεντόλιθους, της οικοδομής... Εδώ μέσα, για εμάς, δεν έχουνε καμία αξία... Έχουν αξία τόση, όση και τα τούβλα που χτίζει ο κτίστης... Ο χτίστης τα χτίζει να είναι σωστά και όμορφα στην οικοδομή... Και εμείς αυτά τα μετράμε, για να είναι σωστά και τίποτα άλλο...
Και για τη δουλειά που κάνουμε παίρνουμε το μισθό μας...
Αυτός ο μισθός έχει αξία για εμάς!...
Να, κάθισε εκεί δίπλα μου, να σου δείξω, πως πιάνουνε τις δεσμίδες και πως τις μετράνε. Με το πόσο γρήγορα και σωστά τις μετράς τις δεσμίδες, τόσο άξιος είσαι...
Τότε, δεν υπήρχανε τα μηχανάκια καταμέτρησης και αναγνώρισης της γνησιότητας των χαρτονομισμάτων, τότε, η αξιοσύνη σου ήταν στην αντίληψη, στην ταχύτητα, στα δάχτυλα, το μάτι, και η αφή...
Έπιασα τη δεσμίδα τα χιλιάρικα.
Έτρεμαν τα χέρια μου...
Ήταν 100χ1000 ίσον 100.000 χιλιάδες.
Ο νους μου θόλωσε, το βλέμμα μου αποσβολώθηκε, υπολογισμούς έκανα με το μυαλό μου.
Ο μισθός μου τότε ήταν 976 δραχμές, πέσε είπα πως είναι 1000 δρχ για να αποκτήσω εγώ 100.000 που τα έχω τώρα στα χέρια μου, πρέπει να δουλεύω και να περάσουν 8,5 χρόνια, χωρίς να ξοδέψω τίποτα, χωρίς να φάω, χωρίς να πιώ, να ζω μόνο με τον αέρα.
Και τώρα αυτά είναι στα χέρια μου...
Και μου λένε να τα μετράω, σαν να παίζω κομπολόγι και από πάνω να μου λένε δεν έχουν καμία αξία για μένα...
-Εεεεέ... Γιάννη τι έπαθες;...
Ήτανε να μην πάθω;...
Ήτανε να μην πάθω, εδώ τα εκατομμύρια πεταμένα και εγώ η τσέπη μου πανί με πανί... Ούτε τάλιρο...
- Δεν είπαμε ότι αυτά εδώ είναι βρωμερά ύλη, δεν έχουν αξία για εμάς όσο είμαστε εδώ μέσα;...
Δεν το είπαμε ότι είναι το εργαλείο της δουλειάς μας και τίποτα άλλο;...
Λέγε μου, σου αρέσει, να μετράς τα χρήματα και να έχεις άμεση επαφή μαζί τους, να τα διαχειρίζεσαι, ή δεν αντέχεις να το ειπώ στον κ. Δ/ντή, τον κ. Πλωμαρίτη, ότι δεν αντέχεις να είσαι ταμίας;...
Άμα δεν αντέχεις και δεν μπορείς, λέγετο να σε κρατήσει ο κ. Δ/ντής, ο κ Πλώμαρίτης, που σε θέλει, όπως έμαθα...
-Όχι-όχι... Δεν δηλώνω ανικανότητα, για οποιαδήποτε δουλειά... Είναι ντροπή για μένα...
- Πέτα τη δεσμίδα, να πάει στη γωνία μου είπε.
-Τι λέει αυτός είπα από μέσα μου.
Δίστασα, έμεινα ακίνητος...
-Πέταξέ την, σου είπα, τώρα...
Την πέταξα στην γωνία.
Διαλύθηκε, τα χιλιάρικα σκορπίστηκαν
Οι άλλοι συνάδελφοι γέλασαν...
-Πήγαινε τώρα και μάζεψε τα, μέτρα τα και πέσε μου πόσα είναι...
Πήγα τα μάζεψα σιγά, σιγά και τα μέτραγα, τα κρατούσα στο αριστερό χέρι και κουνιόταν σαν βεντάλια. Μόλις σήκωσα και το τελευταίο χιλιάρικο, είπα πιο δυνατά εκατό...
Τα πήγα να του τα δώσω.
-Να, πάρε αυτή είναι η χαρτοταινία των χιλίων, που λέει 100χ1000= 100.000, πάρε την και βάλε τα μέσα.
Την πήρα και προσπαθούσα να τα βάλω, αλλά αυτά πεισματικά δεν υπάκουαν στη θέλησή μου και δεν μπαίνανε.
Η χαρτοταινία σχιζόταν...
Άλλος εκνευρισμός μου...
Οι άλλοι συνάδελφοι με έβλεπαν κρυφογέλαγαν με την ασχετοσύνη μου, χωρίς να μου ειπεί κανένας, κουβέντα. Εκεί με άφησαν να βάλλω στη δεσμίδα ένα, ένα, και στα τελευταία η χαρτοταινία σχιζόταν.
Ίδρωσα περισσότερο από ότι ίδρωνα στην οικοδομή...
Μετά από λίγο, μου έκοψε το νιονιό μου...
Σταμάτησα την προσπάθεια και κοίταξα γύρο μου, τι έκαναν οι άλλοι καταμετρητές.
Αυτοί αφού τα μέτραγαν με μεγάλη ταχύτητα από μέσα τους, χωρίς να ακούγονται εκατό, εκατό τεμάχια, τα ίσιωναν από όλες τις πλευρές κτυπώντας τα επάνω στο γραφείο, μετά τα έπιαναν με το δεξί χέρι, τα γύριζαν μισό ημικύκλιο κυλινδρικό, έπιαναν την ταινία με το αριστερό χέρι, την άνοιγαν και έβαζαν μέσα το κυλινδρικό ματσάκι των χαρτονομισμάτων με δεξιοτεχνία, το έκαναν πλάκα και ήταν έτοιμη η δεσμίδα.
Έτσι το έκανα και εγώ.
Η πρώτη χαρτοταινία μου σχίστηκε, το πέτυχα με την Τρίτη.
Τότε, ο κ Μουσούρης μου λέει:
-Δεν είναι τίποτα, την άλλη φορά καλύτερα...
Μερικά πράματα, δεν θέλουν κόπο, αλλά τρόπο.
Εκεί θυμήθηκα και αυτό που λέγανε οι μεγαλύτεροι στο χωριό μου.
«Κάλιο ο ενεργητής παρά ο αντρειωμένος.»
-Είδες ότι αυτά είναι τα εργαλεία της δουλείας μας. Πιστεύω να κατάλαβες τώρα.
–Ναι.
-Εσύ ξέρεις και περισσότερα γράμματα, άμα είσαι καλός και τίμιος, θα προκόψεις θα γίνεις και γενικός ταμίας, θεματοφύλακας, θησαυροφύλακας, σαν τον Δ/ντή κ Τσαούση.
Αλλά, εμείς τότε δεν θα ζούμε να σε δούμε.
Επήρε τη δεσμίδα την ξαναμέτρησε για επαλήθευση, έβαλε τη σφραγίδα της τράπεζας και την υπόγραψε. Μου έδωσε και άλλη και άλλη, και τις επαλήθευε ο ίδιος.
Έτσι πέρασαν περίπου δεκαπέντε ημέρες.

Σε κάθε τομέα τραπεζιτικής δουλειάς, τότε η τράπεζα εκπαίδευε τους νέους υπαλλήλους της, ο αρχαιότερος υπάλληλος του τμήματος ήταν εκπαιδευτής του και υπεύθυνος, ο προϊστάμενος του τμήματος. Αυτοί και οι δύο έκαναν έγγραφο υπόμνημα στον Δ/ντή ότι είναι εκπαιδευμένος καλά για την δουλειά που πρόκειται να κάνει.
Η τράπεζα ήταν τότε ένα διαρκές σχολειό!...
Και οι υπάλληλοι της Ιονικής, ήταν περιζήτητοι τότε στην τραπεζική αγορά!...
Έφτασα στο επίπεδο ακρίβειας, ταχύτητας σχεδόν το ίδιο με τους άλλους... Χρονομετρήθηκα και είχα ξεπεράσει τον μέσο όριο χρόνου του δείκτη που είχε θέσει η τράπεζα.
Τα δάχτυλά μου απόχτησαν την απαιτούμενη ευκινησία.
Με παρουσίασε στον Δ/ντή θησαυροφυλακίου και χρηματικών διαθεσίμων, κ. Αλέκο Τσαούση.
– Από μένα, κ. Δ/ντά, είναι έτοιμος.
–Έτοιμος, τόσο γρήγορα;...
-Ναι, έτοιμος.
–Πολύ καλά.
Σηκώνεται και μου λέει, ακολούθησέ με, ανοίγει την πόρτα και με πηγαίνει δίπλα στον κ. Γιώργο Παπανικολάου.
-Γιώργο, δώσε του να μετράει τις δεσμίδες, και να τις μονογράφει... Και δοκίμασε τον... Αν κάνει λάθος, θα το πληρώσει... Ας προσέχει... Εκεί, αισθάνθηκα τη μεγαλύτερη υπευθυνότητα.
-Εδώ τώρα, το κάθε λάθος το πληρώνεις, Γιάννη...
Δεν υπάρχει γομολάστιχα να το σβήσεις... Και το λάθος δεν στο πληρώνει άλλος. Προσοχή...
Το μεσημέρι, μου έδωσε την αριθμομηχανή και κάτι χαρτιά γραμμένα, αυτά λέγονται παραστατικά, μήπως ξέρεις γιατί λέγονται έτσι;... Κατι σαν να καταλάβαινα αλλά... Έμεινα και πάλι αποβλακωμένος
-Δεν πειράζει που δεν ξέρεις, θα μάθεις... Τα λέμε έτσι, διότι κάτι είναι γραμμένο επάνω τους, κάτι λένε, κάτι είναι και κάτι παριστάνουν, κάτι παρουσιάζουν.

Τα χαρτιά, όπως βλέπεις, έχουν πράσινο και άσπρο χρώμα, για ευκολία μας. Αυτά που έχουν πράσινο χρώμα παρουσιάζουν, λένε, τις εισπράξεις, δηλαδή, όσα εισπράττει το ταμείο ( χρεώνεται) και τα άσπρα παρουσιάζουν, λένε όσα πληρώνει (πιστώνεται)
Να θυμάσαι ότι με τα πράσινα παίρνουμε λεφτά, αυτά που γράφει, και τα βάζουμε στο ταμείο και με τα άσπρα βγάζουμε όσα γράφει και τα δίνουμε... Έτσι, πρακτικά για να το καταλάβεις. Σιγά σιγά θα κατανόησης και τον διπλογραφικό λογιστικό μηχανισμό. Χρέωση-πίστωση...
Έκανα την άθροιση των παραστατικών, χώρια τα πράσινα, λαβείν (εισπράξεις- χρεώσεις) και άσπρα δούναι (πληρωμές- πιστώσεις) και τα επαλήθευσε και ήσαν σωστά.
Τώρα πρέπει να κάνουμε συμφωνία ταμείου.
Δηλαδή, τι είχαμε το πρωί, συν τι εισπράξαμε, μείον τι πληρώσαμε, μας κάνει, τι πρέπει σε χρήματα να έχουμε στο ταμείο μας ...Επήρε την πρόχειρη φυλλάδα ταμείου. Μου δίνει και εμένα ένα λευκό χαρτί και μου είπε:
-Γράψε, επάνω – επάνω ημερομηνία, από κάτω, ολίγον δεξιά, κοντά στην μέση, προηγούμενο υπόλοιπο δρχ 168.εισπράξεις 4815.000, μερικό συνολο 4.983.415 μείον πληρωμές 1.815.000 συν υπόλοιπον 3.168.415 Αυτά τώρα έχουν αξία να συμφωνήσουν με το δικό μας χρηματικό υπόλοιπο και με ό,τι λέει το λογιστήριο...
Ο κ. Οικονομίδης ο Γιάννης που κάνει τη λογιστική συμφωνία σε όλα τα ταμεία. Γράψε πιο κάτω. Καταμέτρηση μετρητών δέματα 1.000.000χ2= 2.000.000-500.000χ1=500.000, 100.000χ6= 600.000- 50 χ1000=50.000΄20χ500=10.000,50χ100=5.000 κέρματα 23415 συνολο3.168.415 κοιτάμε τα δύο αυτά νούμερα και συμφωνούν.
Τώρα, είμαστε εν τάξει, συμφωνήσαμε, παραδίδουμε τα χρήματα στο κιβώτιο και είμαστε ήσυχοι, κάναμε καλά την δουλειά μας. Έχουμε όλα τα παραστατικά και τα χρήματα... Δεν φτάνει, όμως, αυτό πρέπει να συμφωνήσουμε και με το υπόλοιπο που θα έχει βγάλει το λογιστήριο, όταν μας ειπεί, ο κ, τελείωσε η εργασία της ημέρας.
Η λογιστική συμφωνία ελέγχει το ταμείο και τον ταμία. Βρίσκει τυχόν λάθη και τα διορθώνει εάν διορθώνονται και ελέγχει τον ταμία, εάν οι εισπράξεις και οι πληρωμές είναι σωστές και το λογιστικό υπόλοιπο συμφωνεί με το χρηματικό υπόλοιπο.
Μη τυχών και ο ταμίας έκανε καμία κουτσουκέλα, ατιμία...και τότε πιάνεται στη φάκα...
-Το τυρί το βλέπεις... Όμως, τη φάκα τη βλέπεις;...
Για να γίνει κάποιος ταμίας περνάει από την ψιλή κρησάρα και διαλέγεται να μην έχει χούγια...-Κατάλαβες;...
-Κατάλαβα...
-Γιάννη κατάλαβες και κατανόησες καλά ότι αυτά είναι για εμάς τα εργαλεία της δουλειάς μας, η πρώτη ύλη, τα τούβλα του μάστορα και τίποτα άλλο...
Ο μάστορας που χτίζει βάζει τα τούβλα με τη λάσπη και χτίζει τον τοίχο και φτιάχνει το οικοδόμημα, το μεσημέρι, όταν σχολάζει δεν βάζει οπό ένα, δύο τούβλα και από λίγη λάσπη στην τσέπη του, τα αφήνει όλα στον τοίχο όμορφα στέρεα κολλημένα και τα άλλα στην ντάνα στην οικοδομή, για να χτίσει την άλλη ημέρα. Και ο εργολάβος, ο μηχανικός μετράει τη δουλειά του και ανάλογα με τη συμφωνία πληρώνεται.
-Κατάλαβες;... Δεν αγγίζουμε εκείνα που δεν πρέπει, αυτά που δεν είναι δικά μας. Αυτά εδώ μας τα εμπιστεύτηκαν, διότι νομίζουν πως είμαστε τίμιοι, να τα διαφυλάξουμε και να τα διαχειριστούμε, σύμφωνα με τις εντολές της τράπεζας.
Αν κάτι πάρουμε από αυτά, χωρίς να το δικαιούμαστε, είμαστε χειρότερα από τους κλέφτες, είμαστε καταχραστές...
Περισσότερα δεν σου λέω. Αυτά να βάλεις καλά στο μυαλό σου...
-Κατάλαβες;..
- Κατάλαβα...
- Δεν είναι μόνο να τα κατάλαβες, αλλά και επί της πράξεως να το εφαρμόσεις...

Μετά από τρεις τέσσερις ημέρες, όταν το πρωί πήρε το μικρό χηματοκιβωτιάκη και τη φυλλάδα συμφωνίας ταμείου, μου τα έδωσε και μου είπε:
-Γιάννη, να, πάρε το κλειδί. Προχώρα μπροστά, πήγαινε στη θυρίδα να ανοίξεις ταμείο. Κάθισε εσύ μπροστά και δούλεψε μπροστά και εγώ από πίσω. Εσύ σήμερα θα είσαι ο ταμίας και εγώ ο βοηθός σου... Δίστασα με τη φράση εγώ ο βοηθός σου, με κατάλαβε και πριν προφτάσω να μιλήσω με πρόφτασε και μου λέει:
-Έτσι πρέπει, κάνε αυτό που σου λέω...
Εγώ θα είμαι από πίσω σου, θα σε παρακολουθώ και αν θα θελήσεις βοήθεια, ελεύθερα θα μου το ειπείς και θα την έχεις... Εγώ θα σου επαληθεύω τις δεσμίδες. Εσύ σήμερα είσαι ο ταμίας, υπεύθυνος και υπόλογος. Έτσι πρέπει να γίνει και έτσι έγινε...
Ήρθε ο πρώτος πελάτης με δύο πράσινα χαρτιά στο χέρι.
–Μου λέει καλημέρα, του ανταπέδωσα την καλημέρα.
Μου ευχήθηκε καλό ριζικός στην τράπεζα και καλή σταδιοδρομία. Τον ευχαρίστησα.
Ήταν υπομονετικός.
Με κατάλαβε, ο ταμίας που ήταν πίσω μου ο κ Παπανικολάου του έκανε νόημα να έχει λίγο υπομονή, διότι ήμουνα αρχάριος... Τον εξυπηρέτησα σε ανεκτό χρόνο. Ήρθε ο δεύταιρος, ο τρίτος πελάτης κλπ και ο πίσω μου ταμίας κατεύθυνε τους πελάτες στα άλλα ταμεία, για να μη με πιάνει άγχος, για να εξυπηρετηθούν πιο γρήγορα, διότι ήμουνα πολύ αργός. Χωρίς σε εμένα να πει κουβέντα.
Ήταν πίσω μου αυτός, όλη μέρα όρθιος, παρακολουθούσε τις συναλλαγές, μην γίνει λάθος που δεν διορθώνεται...
Σε μια στιγμή που κόπασε η δουλειά και ήταν λάσκα μου είπε:
-Γιάννη, καλά, πολύ καλά τα πας, σαν πρώτη ημέρα...
Μην βιάζεσαι, εσύ θα βλέπεις μπροστά σου μόνο ένα πελάτη, ας είναι στην ουρά πολλοί, δεν θα κοιτάξεις τους άλλους και δεν θα τους μιλήσεις, ότι και να ειπούν για να μην σε πιάσει άγχος και κάνεις λάθος...
Στο ταμείο βλέπουμε μόνο έναν πελάτη, αυτόν που είναι μπροστά μας...
Καλά τα πας... Καλά ...Πρόσεχε, πρόσεχε, γιατί όπως θα σου είπανε και οι άλλοι, στο ταμείο γομολάστιχα, σβηστήρι δεν υπάρχει. Και αν υπάρχει γομολάστιχα, τα ταμιακά τα λάθη, δεν τα σβήνει... Τα λάθη στο ταμείο πληρώνονται και τα πληρώνει ο ταμίας.
Προσοχή- Προσοχή...
Όπως λέγανε στα χωριά μας...
«Τρεις μέτρα, και μία κόψε...»
-Το ξέρεις τι σημαίνει αυτό;
-Ναι το ξέρω.
-Για λέγε μου να δώ...-Έλεγε η γριά μοδιστρούλα, που δεν έβλεπε και καλά, στη νεώτερη μοδίστρα, όταν θέλανε να κόψουν το ντρίλινο ύφασμα να φτιάξουν τα μαστορικά τα ρούχα, να μετρήσει καλά, τρεις φορές, να το επαληθεύει και μετά να πάρει το ψαλίδι για να κόψει το ύφασμα, γιατί άμα κάνει λάθος στο μέτρημα, θα το κόψει λάθος, θα αχρηστέψει το ύφασμα και μετά διόρθωση δεν παίρνει...
Έτσι, πέρασε μαθητευόμενος, μία βδομάδα.
Την δευτέρα πρωί – πρωί, όταν παρουσιάστηκα ο ταμίας, κ. Παπανικολάου, με πήγε στον Δ/ντή κ, Τσαούση και του είπε:
-Κύριε Δντά, είναι έτοιμος, τρίβουν τα χέρια του, καλά τα πήγε... Ας κολυμπήσει και μόνος του, χωρίς σωσίβιο, θα τα καταφέρει... Σε δέκα πέντε ημέρες, θα είναι αετός, δεν θα πιάνεται. Έχει καλό μάτι, και τα δάκτυλά του καλά δουλεύουν...
-Τότε, Γιώργο, πήγαινε και φτιάξε του το ταμείο του.
Έφυγε.
Μετά από λίγο, γύρισε με ένα μικρό σιδερένιο κιβώτιο (χρηματοκιβώτιο).
Το άνοιξε, μέτρησε τις δεσμίδες, άνοιξε την κασετίνα με τα κέρματα, ήταν γεμάτη.
Μου το έδωσε και μου είπε:
-Γιάννη αυτό είναι το ταμείο σου, αυτά που έχει μέσα είναι ένα εκατομμύριο. Είναι δικά σου τώρα. Είναι τα υλικά με αυτά τα υλικά δουλεύουμε. Είναι δικά σου για εδώ μέσα και μέχρι το μεσημέρι... Το μεσημέρι, δίνεις λογαριασμό...
Περισσότερα εγώ δεν θα σου ειπώ, μου είπανε ότι τώρα σε εκπαίδευσαν, είσαι εκπαιδευμένος.
Εκτός εάν αυτά που σου είπανε δεν τα κατάλαβες καλά και θέλεις να με ρωτήσεις κάτι. Εγώ αμέσως θα σου το ειπώ, όχι μόνο τώρα, αλλά και όποτε νομίζεις ότι κάτι δεν ξέρεις και σε κάτι δυσκολεύεσαι.
-Προσοχή – προσοχή, λάθος στο ταμείο δεν επιτρέπεται, δεν συγχωρείται, δεν σβήνει...
Είναι από το αμάρτημα το ασυγχώρητο, πληρώνεται...
Και ποιος το πληρώνει;...
Το πληρώνει ο ταμίας...
Εσύ, όπως με διαβεβαίωσαν, τέτοια λάθη δεν θα κάνεις για να στενοχωρηθούμε όλοι μας...

Εγώ μόνο ένα σου λέω:
- Τη βλέπεις αυτή εδώ;
-Ναι.
- Αυτή ή είναι η κερματοθήκη που βάζουμε τα κέρματα.
Όλοι μας, όταν δουλεύουμε, έχουμε ανάγκη από ένα καφέ και παραγγέλνουμε στο κυλικείο και μας τον φέρνουν.
Σου λέω, ποτέ να μην απλώσεις το χέρι σου σε αυτή εδώ την κερματοθήκη για να πάρεις ένα κέρμα και να πληρώσεις τον καφέ σου...
-Πρόσεχε... Πρόσεχε...
-Πριν παραγγείλεις τον καφέ, θα βγάλεις από την τσέπη σου το αντίτιμο και μόλις θα σου τον φέρουν τον καφέ, αμέσως θα τον πληρώσεις... Αν έχεις θα παραγγείλεις καφέ, αν δεν έχεις δεν παραγγέλνεις.
-Τα ακούς;... Τα ακούς;... Δεν παραγγέλνεις...

Με οδήγησαν στο ημιυπόγειο σαλόνι, όπου ήσαν τα τμήματα των γραμματίων, το εξαγωγικό εμπόριο και τα ένσημα του ΙΚΑ. Άνοιξα ταμείο και εισέπραττα τις εισφορές των επιχειρήσεων και των οργανισμών για την αγορά των ενσήμων ασφάλισης των εργαζομένων και ήσαν οι κάτωθι κλάδοι και κατηγορίες βαρέα, ανθυγιεινά, μικτά και ασθενείας του ΙΚΑ.
Θεωρώ σκόπιμο να αναφέρω τα τμήματα που ήσαν στο ημιυπόγειο. Ήταν το τμήμα συναλλαγματικών και γραμματίων προϊστάμενος. ο κ. Πρόντζας. με το τμήμα δακτυλογράφων. Το τμήμα εξαγωγών με προϊστάμενο τον κ. Αλεξανδρή, ενθυμούμαι τότε μικροί υπάλληλοι ήσαν ο Παναγιώτης ο Λαϊνάς (προσωπάρχης) και ο Παναγιώτης Γιαννόπουλος και το τμήμα αλληλογραφίας.
Προϊστάμενο είχα τον Θανάση τον Καρδάση εις τον οποίο κάθε μεσημέρι παρέδιδα συμφωνημένα το απόθεμα των ενσήμων του ΙΚΑ, με τα παραστατικά τους...
Το χρηματικό υπόλοιπο του ταμείου κάθε μεσημέρι συμφωνημένο το παραδίδαμε εις τον Δντή των ταμιών, κ. Τσαούση, για έλεγχο και φύλαξη, εις το θησαυροφυλάκιο για να το παραλάβουμε κλειδωμένο την επομένη...
Ο θησαυροφύλακας ρύθμιζε την ταμιακή ρευστότητα της τράπεζας και το υπόλοιπο των ταμιακών διαθεσίμων το κατάθετε εντόκως εις την τράπεζα της Ελλάδος σε ειδικούς λογ/μούς για τη χρηματοδότηση ειδικών σκοπών, βιοτεχνία- βιομηχανία κλπ.

Οι ημέρες πέρναγαν ομαλά και όσο πήγαιναν τα δάκτυλά μου αποκτούσαν μεγαλύτερη ταχύτητα στο μέτρημα και στην αναγνώριση των χαρτονομισμάτων.
Ο ταμίας έπρεπε τότε να είχε καλή αφή στα δάκτυλα, καλή όραση και ταχύτητα... Εκτός των προαπαιτουμένων, του ήθους και της τιμιότητας... Ο ταμίας δεν έπρεπε να είχε χούγια... Διότι, όπως λέγανε τότε στα χωριά.... "Πρώτα βγαίνει και φεύγει η ψυχή και μετά το χούι."
Ενώ όλα μου πήγαιναν κατ ευχή, ο σατανάς με ζήλεψε και μου κρυβόταν, με παραφύλαγε να μου την φέρει στη λεπτομέρεια...

Μια μέρα στη δουλειά, με ζήλεψε τόσο πολύ και ήρθε απρόσκλητος στα καλά του καθουμένου. Ήρθε και έκατσε επάνω στο γκισέ σταυροπόδι...
Ήταν τέλος του μήνα, Ιούλιος καλοκαίρι, οι επιχειρήσεις προμηθεύονταν τα ένσημα του ΙΚΑ για τους εργαζόμενους εντός των καθορισμένων ημερομηνιών προθεσμιών. Κόσμος πολύς στην τράπεζα και φυσικά και μπροστά στο δικό μου ταμείο.
Κάποια ημέρα από αυτές και περίπου δώδεκα το μεσημέρι πλησίασε από το πλάι της σειράς μία όμορφη ξανθιά κοπέλα και μου ζήτησε ναζιάρικα να εξυπηρετηθεί κατ' εξαίρεση, εκτός σειράς...
Ο διάβολος, όταν θέλει να κάνει το κακό, πάντοτε ελκυστικός, προκλητικός, εμφανίζεται και επιμένει...
Έτσι, και αυτή επέμενε να εξυπηρετηθεί.

Εγώ, τίμιος, ειλικρινής, αυθόρμητος, δίκαιος και άπειρος το θεώρησα την απαίτηση της προκλητική και άδικη έναντι των άλλων, που ήθελε να τους πάρει τη σειρά. Στην αρχή, με ευγενικό τρόπο της είπα ότι δεν μπορώ να την εξυπηρετήσω, να περιμένει με τη σειρά της. Στην δεύτερη και Τρίτη απαίτησή της, με λίγο αυστηρό ύφος της το ξέκοψα, ότι δεν πρόκειται να την εξυπηρετήσω εκτός σειράς.
Όλοι οι παριστάμενοι πελάτες το ευχαριστήθηκαν με τη δίκαιη συμπεριφορά μου...
Αλλά το δίκαιο δεν ευλογείται...
Το δίκιο των αδυνάτων από τους τρανούς αδικία κάνει...
Επήρα την ευθύνη που δεν μου αναλογούσε.
Έπρεπε να την παραπέμψω στον προϊστάμενό μου για να επιλύσει αυτός το θέμα της και ανέλαβα την ευθύνη. Δεν το έκανα...
Η κοπέλα απειλώντας με έφυγε...
Μετά από λίγο ήρθε ένας κύρος και με ρώτησε.
Ήταν ψηλός γκριζομάλλης καλοφτιαγμένος.
–Κύριε ταμία...
-Ορίστε, κύριε... Τι θέλετε;...
-Προ ολίγου σε σένα ήρθε μία δεσποινίδα για να αγοράσει ένσημα του ΙΚΑ και την διώξατε...
- Ναι κύριε... Ήρθε και της είπα να περιμένει με τη σειρά της να την εξυπηρετήσω...
- Ποια σειρά της, από τις οκτώ το πρωί είναι εδώ στην τράπεζα και την ταλαιπωρείς μισή ημέρα τώρα...
-Όχι, κύριε, πριν λίγο ήρθε, και επέμενε να εξυπηρετηθεί εκτός σειράς. Τι έπρεπε να κάνω να παραβλέψω όλους τους άλλους που περίμεναν με τη σειρά τους για να εξυπηρετήσω τη δεσποινίδα;...
-Συμπεριφέρθηκες απρεπώς σε υπάλληλο δικό μου...
-Ποιος είσαι εσύ;... Ποιος είσαι;... Το ξέρεις πως εγώ σε πληρώνω;... Έτοιμος ήμουνα να τον αρχίσω... Αλλά, αμέσως μπήκε μέσα στο ταμείο μου ο προϊστάμενος μου και με συγκράτησε...
-Γιάννη- Γιάννη, μη... σε παρακαλώ... και με σκούντησε...
Ο προϊστάμενος ήταν ηλικιωμένος, σχεδόν γέρος σαν τον πατέρα μου, τον σεβάστηκα και δεν μίλησα... Ευτυχώς!...
–Δεν θέλω να τον ξαναδώ εδώ μέσα αυτόν τον υπάλληλο, είπε φωναχτά και έφυγε...
Συνέχισα να δουλεύω...
Μετά από λίγο έρχεται πάλι ο προϊστάμενος με έναν άλλον συνάδελφο υπάλληλο και κατέγραψαν τα υπόλοιπα των ενσήμων του ΙΚΑ.
Τα πήραν και άνοιξαν άλλη θυρίδα και συνέχισε αμέσως να εξυπηρετείται ο κόσμος. Με βοήθησαν έγινε καταμέτρηση του χρηματικού και συμφωνία του ταμείου μου και ήταν εντάξει. Υπέγραψαν το φύλο συμφωνίας και παραλαβής του ταμείου και επήραν το χρηματικό υπόλοιπο μέσα στο μικρό φορητό χρηματοκιβώτιο και τα κλειδιά του.
Κατάλαβα και ένιωσα πως κάτι γινόταν, πως ήταν η αποκαθήλωσής μου...
Όταν τελείωσε αυτή η διαδικασία, ήρθε ο υποδ/ντής στο βαθμό κ Αλεξανδρίδης, μου έφερε μια γραβάτα και μου είπε φόρεσε την.
Την φόρεσα. Και μετά με στενάχωρη φωνή μου είπε:
-Γιάννη, εντολή του κ. Προσωπάρχη του κ Λυμπερόπουλου να παρουσιασθείς αυτή την στιγμή εις το γραφείο του αναπληρωτή γενικού Δ/ντή του κ Παυλόπουλου...
Φόρεσε το σακάκι σου κούμπωσέ το.
Τώρα, πάμε...
Το γραφείο του αναπληρωτή γενικού ήταν το πρώτο αριστερό γραφείο της κεντρικής εισόδου όπως μπαίνουμε από την οδός Πανεπιστημίου.
Μόλις φτάσαμε για να μπούμε μέσα βγαίναν ο Δ/ντής των ταμιών, θησαυροφύλακας κ Τσαούσης, και η υπδ/τρια κ. Τασία Πασπάλα.
Ο κ. Τσαούσης με κτύπησε με μειδίαμα στον ώμο, χωρίς να μου πει κουβέντα.

Μπήκαμε μέσα, τον ενημέρωσε η ιδιαιτέρα του, μας άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε.
Χαιρέτησε και είπε:
-Σας τον έφερα κ, γενικέ.
-Καλώστον...
Χαιρέτησε και έφυγε...
Εγώ όρθιος περίμενα, εκεί έτσι όρθιος σε στάση προσοχής, αμίλητος και ακούνητος περίμενα περισσότερο από πέντε λεπτά.
Ο γενικός με μισό σκυμμένο κεφάλι με περιεργαζόταν, χωρίς να συναντηθούν τα βλέμματα μας.
Μετά από λίγο σηκώνει το κεφάλι του, με κοιτάζει στα μάτια και μου λέει:
-Τώρα, τι κάνουμε με σένα;...
-Κύριε γενικέ, μου επιτρέπετε...
-Τι να σου επιτρέψω, κύριε γενικέ και κύριε γενικέ το πας, τι θέλεις να μου πεις;... Θα μου πεις πως ο πελάτης, και η δεσποινίδα έχουν άδικο και εσύ έχεις όλα τα δίκια... Αυτό δεν θέλεις να μου ειπείς;...
-Κύριε γενικέ... Με έκοψε και μου λέγει:
-Άκουσε για να το καταλάβεις...
"Η σκόνη που αφήνει κάθε πελάτης εδώ στην τράπεζα που μπαίνει είναι καλή ωφέλιμη για εμάς... Από αυτή τη σκόνη ζούμε και αν είναι δυνατόν να μπορούσαμε να στρίψουμε την Πανεπιστημίου να περνάνε όλοι από μέσα και να βγαίνουν από την Πεσματζόγλου... Για να αφήνουν εδώ μέσα όλοι τους τη σκόνη από τα παπούτσια τους." -Το κατάλαβες ή δεν το κατάλαβες;...
Αυτά μέχρι τότε ήσαν ακαταλαβίστικα για μένα...
-Κύριε γενικέ, μου επιτρέπετε...
-Και εσύ... Εσύ διώχνεις τους πελάτες...
-Κύριε γενικέ, να σας εξηγήσω.
-Τι να μου εξηγήσεις και να μου εξηγήσεις και τι να μου ειπείς;...
Θα μου πεις πως, πως οι πελάτες είναι δύστροποι και έχουν άδικο και εσύ, εμείς έχουμε δίκιο...
Αυτούς τους δύστροπους πελάτες εμείς πρέπει με τον τρόπο μας, την καλή μας συμπεριφορά να τους κάνουμε καλούς... Δεν τους διώχνουμε... Διώξε τον έναν, διώξε τον άλλον... Θα μείνουμε μοναχοί μας και μετά, μετά, θα το κλείσουμε το μαγαζί με ... παλιούρια... Τα ξέρεις;...
-Κύριε γενικέ...
-Τώρα, τι κάνουμε με σένα;
Ακούνητος, αμίλητος εγώ στήλη άλατος...
-Να σε στείλω στην Καλαμπάκα, εκεί να σε βαρέσει στο κεφάλι, να μην έχεις τι να κάνεις, να παντρευτείς να πάρεις μεγάλη προίκα και καλές βελέντζες να βολευτείς...
Όρθιος σε στάση προσοχής εγώ, οι γροθιές μου έκαναν σπασμωδικές συσπάσεις, έτοιμος να εκραγώ... Έκανα υπομονή, υπομονή, άιντε, είπα να μη περάσει του διαβόλου...
Και συνέχισε:
-Ο γέγονε γέγονε... Η απόφαση έχει ληφθεί... Πού μένεις;...
-Στο Μπουρνάζι, κύριε γενικέ.
-Προς τα πού πέφτει εκείνο το Μπουρνάζι;...
-Προς το Περιστέρι, κύριε γενικέ.
–Τότε, από αύριο το πρωί να πας στο Περιστέρι να παρουσιασθείς στον εκεί στρατοπεδάρχη τον Δ/ντή τον κύριο Λαμπράκη, θα έχει ενημερωθεί σχετικά για να συμμορφωθείς και μετά από λίγο θα σε φέρω εδώ... Και το παράξενο με σένα... Όλοι, μα όλοι εδώ, λένε τα καλύτερα λόγια για σένα... Πώς το έκανες αυτό;
-Κύριε γενικέ...
-Τώρα το είπα... Το είπα και δεν το παίρνω πίσω, δεν πρέπει... Πήγαινε τώρα και να ακούσω και εκεί καλά λόγια για σένα... Υποκλίθηκα και έφυγα από το γραφείο καταϊδρωμένος.

Όταν βγήκα από το γραφείο, όλοι οι συνάδελφοι βουβοί με κοίταζαν με απορία και με συμπόνια ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Δεν ήξεραν τι έγινε. Επήγα στο γραφείο του Δ/ντου, κ. Τσαούση.
–Έλα, Γιάννη... Προσπαθήσαμε, αλλά ο κ. γενικός είχε πάρει την απόφαση. πριν ακόμα σε δει και ενημερωθεί από εμάς...
Ο κ. Πλωμαρίτης έτρεξε αμέσως, αλλά είχε δώσει εντολή στον προσωπάρχη για να μετατεθείς...
Δεν πειράζει... Εσύ είσαι εργατικός, φιλότιμος, τίμιος και θα προκόψεις. Να, πάρε αυτό το φάκελο, όπως είναι κλειστός και να το παραδώσεις στον Δ/ντή του καταστήματος τον κ Λαμπράκη και προσοχή... Σε λίγο καιρό, θα σε ξαναφέρω, εδώ. Στο καλό, Γιάννη, παιδί μου...
-Σας ευχαριστώ, κύριε Δ/ντά, για ότι κάνατε, για μένα...

Οι συνάδελφοι μικροί και μεγάλοι στο βαθμό με ρωτούσαν να μάθουν τι έγινε. Όλοι τους μόλις τους έλεγα ότι μετατίθεμαι στο Περιστέρι έλεγαν:
-Στο Περιστέρι; Στο Περιστέρι, πω... πω... Στο Νταχάου;... Στον στρατοπεδάρχη;... Στον Λαμπράκη;.. Πω πω... Απογοήτευση....
-Υπομονή, καρτερικότητα είπε, ο Γιάννης στο Γιάννη...
Σε ποιον να ειπείς τον πόνο σου, σε ποιον τα βάσανα σου;...
Δεν έχεις κανέναν...
Όταν κατέβηκα το τελευταίο σκαλοπάτι της μαρμάρινης σκάλας της κεντρικής εισόδου και έφευγα βουρκώσανε τα μάτια μου...
Και λέει ο Γιάννης στο Γιάννη.
-Άνθρωπος θα είναι και αυτός, δεν θα είναι κανένας κανίβαλος για να σε φάει... Και να θέλει να με φάει, να μου κάνει κακό, νέος είμαι, δυνατός θα τον αφήσω;...
Θάρρος, Γιάννη, θάρρος...
Εσύ, ρε Γιάννη, τα έβαλες με τον σατανά, τον διάβολο, στο βουνό, στον Αρτοζήνο και τον νίκησες, και τώρα θα φοβηθείς τον άνθρωπο; Τον Λαμπράκη, στο Περιστέρι;...


Ιωάννης Στ. Βέργος

.

Τραπεζιτικές θύμισες (Α΄ Μέρος)

Τραπεζιτικές θύμισες (Β΄ Μέρος)

Τραπεζιτικές θύμισες (Δ΄ Μέρος)

 

(EKM)