Γράφει ο Αθανάσιος Πανάγου Στρίκος                                       

    

     Είχε τ΄ όνομα του παππούλη του ο Δημητράκης. Του πατέρα του πατέρα του, του μπάρμπα Μήτσιου. Που σκοτώθηκε στον Άραξο στο αεροδρόμιο που δουλεύανε μαζί με τ΄ αδέρφια του, τον Χρίστο και τον Πέτρο, όταν οι Ιταλοί το σαράντα πρώτα και στερνά οι Ούννοι ήρθαν να σκιάξουνε την Ελλάδα. Τους έτρωγε βλέπεις το ψωμί κι έπρεπε να ρίξουν φωτιά και σίδερο.

     Μαστόροι ανθρώποι όπως ούλοι οι άντρες του χωριού. Μικροί μεγάλοι. Οι πολλοί από εννιά χρονώνε σου λέει στη μαστοριά! Και ποιος να το πιστέψει σήμερα τούτο! Δαρμένοι απ’ τη φτώχεια μπεζεράγανε (μπεζεράω ή γκεζεράω ή γκεζερίζω = πλανώμαι, περιπλανώμαι, γυρίζω από δω κι από κει, αποκάμνω, κοσμογυρίζω, κουράζομαι. ‘’Μπεζέρησα μαννούλα μου, μ΄ αυτόν το νωματάρχη/ κάθε μερούλα σπίτι μας και κάθε μεσημέρι.’’ Πιθανώς απ΄ το τούρκικο gezi = περίπατος ) στη Μεσσένια, τα χωριά της Σπάρτης, του Πύργου, της Αχαΐας, της Ζάκυνθος, της Σαντορίνης, της Λαμίας. Όπου λάχαινε. Παίρνανε τους δρόμους κι όπου βρίσκανε δουλειά. Και τί δουλειά! Λασποκοίλη.

     Θα μου ειπείς, δεν υπάρχουν χειρότερες; Υπάρχουν. Αλλά και τούτη ελεεινότερη από κακεργάτη. (Κακεργάτης και κατεργάτης και κακεργέτης = ο καταδικασμένος να δουλεύει ως κωπηλάτης ή ναύτης σε κάτεργο. Δηλαδή κωπήλατο ή ιστιοφόρο πλοίο εμπορικό ή πειρατικό. "Λήψῃ τὸ ἀργύριον εἰσφορᾶς… καὶ δώσει αὐτὸ εἰς τὸ κάτεργον τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου" λέει η Π. Διαθήκη. Ετυμ. κακόν  ἔργον κακεργέτης. Αντίθ. εὐ-εργέτης). Και κουβάλαγαν και ζωντανά μαζί. Γαϊδουρομούλαρα παλιότερα απαραίτητα για τη δουλειά σαν και τα σφυρόμυστρα, τους λιθαροκασμάδες, τις βαρυοπούλες, τα λοστάρια και τα τοιαύτα. Τα στερνά χρόνια μοναχοί τους και με τα πόδια. Και ξενυχτάγανε όπου τύχαινε. Σε εκκλησιά κανενός νεκροταφείου μέσα, σε χαλάσματα, σε καλύβια, όπου βρίσκανε. Κι από φαΐ ό,τι είχε βαλμένο στο σακούλι η μάννα ή η αδερφή ή η γυναίκα απ’ το χωριό για το δρόμο. Και για κολατσιό ʺτρεις ελιές ο μάστορης, μιάμισυ το μαστορόπουλοʺ, μολόγαγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου.

     Οι άνθρωποι αυτοί δεν νοιώσανε τίποτ’ άλλο στη ζωή τους από αδικία, φτώχια, δυστυχία, αγωνία, πόνο χωρίς αρχή και τέλος. Τόσο που να λες πως δεν υπάρχει στη ζωή άλλο από πόνος. Και αρκετές φορές γυρίζανε στο χωριό χειρότερα απ’ όταν φύγανε. Λιγότεροι. Άφραγκοι. Ή γιατί δεν βρήκανε πουθενά να δουλέψουν ή γιατί ό,τι βρήκανε ήταν τόσο αχαμνό, καμμιά χαμοκέλα, κανένας φούρνος να ειπούμε, καμμιά ξερόμαντρα ή κανένα μερεμέτι, που ό,τι παίρνανε δεν έφτανε ούτε για τους ιδιανούς. Κάποτε δουλεύανε αλλά ʺο εργολάβος δεν πήρε λεφτά και δεν έδωκε και σε μας τίποταʺ, ιδίως αν το έργο ήταν δημόσιο. Κι ήταν τότε μεγαλύτερος ο πόνος απ΄ όταν έφευγαν. Τότε τουλάχιστον τους στήλωνε η ελπίδα πως κάτι θα βρεθεί. Τώρα; Περίμεναν πίσω τους βερεσέδια, ξυπολισιά, γύμνια, υποχρεώσεις, μαυρίλα και συμφορές. Και εύχονταν να είχαν πεθάνει παρά να ζουν. Και όμως οι άνθρωποι αυτοί στάθηκαν όρθιοι στο μετερίζι της ζωής. Δεν λύγισαν. Την καταπάλεψαν τη ζωή όσο κανείς. Γιατί την έβλεπαν χρέος. Απέναντι στη γυναίκα και στα παιδιά. Στη μάννα, την ανύπαντρη αδερφή, στους γέρους γονείς, την πατρίδα. Κι εκεί να ιδείς ακρίτες και Διγενήδες να πολεμάνε το Χάροντα σε πετράλωνα καμωμένα από τα χέρια τους. Τα χεράκια του ανθρώπου! Που, όπως λέει ο τραγουδιστής, κι ο αητός θά ’δινε τις φτερούγες του να τα ανταλλάξει! Τί να τα λέμε τώρα!...

     Κι ο μπαρμπα-Μήτσιος σκοτώθηκε στον Άραξο μαζί με τ’ αδέρφια του, τον Πέτρο και τον Χρίστο, από τη βόμβα, ίδιο μανιτάρι τ’ ανάποδα, που άφηκε το ιταλικό σιδερένιο πουλί. Εκεί όπως δουλεύανε. Ενώ το παιδί του, ο Παναγούλης, μαστορόπουλο τότες, έζησε κείνο μα τί να το κάνεις που ούλη του τη ζωή ήτανε το μυαλό του κάπως σαλεμένο και μ’ ένα μάτι. Απ’ ούλο το συριολόι σωστός έμεινε μόνον ο Κωσταντάκος, το παιδί του Πέτρου, κι ήφερε τα μαύρα μαντάτα στο χωριό.

     Κι αφήκανε γυναίκες χήρες και παιδιά πέντε ο μπαρμπα-Μήτσιος, κι άλλα τόσα οι άλλοι στους πέντε δρόμους. Κι από σύνταξη κείνο τον καιρό ούτε κουβέντα. Δεν ήσαντε βλέπεις στρατιωτικοί αλλά μαστόροι. Και η περιοχή, όπως έλεγαν, ʺεκτός ασφαλιστικής ζώνηςʺ. Μα μήπως και στους στρατιωτικούς δίνανε σύνταξη τότε; Τό ’παθε ʺεξ ιδίου πταίσματοςʺ, έγραφαν στα πορίσματα. Ή ʺέπαθε κατά την υπηρεσίαν ουχί όμως ένεκα ταύτηςʺ. Δια ταύτα:ʺδεν δικαιούται συντάξεωςʺ.

     Και τους ταφιάσανε στον Άραξο τον μπαρμπα-Μήτσιο με τ’ αδέρφια του, τον Πέτρο και τον Χρίστο. Δίχως τραγούδια του Χάρου, δίχως κανένα δικώνε τους. Μόνο τα παιδιά, ο Παναγούλης με τον Κωσταντάκο, έκλαιγαν μ’ ένα κλάμα βουβό. Ο πόλεμος βλέπεις, όπως και η ξενιτιά, δεν είναι μόνο φονιάς της χαράς. Στερεί από τους ανθρώπους να δώκουν το στερνό φιλί στους δικούς τους, να τους τραγουδήσουν και ν’ αλαφρύνει ο πόνος. Και σαν ήρθανε στο χωρίο τα παιδιά, ο Παναγούλης μ’ ένα μάτι και μισοπαγαιμένος και κουβαλήσανε τα μαύρα μαντάτα, εκεί νά ’βλεπες τη Μήτσιαινα και τη Χρίσταινα και την Πετρού. Αλλά καλύτερα σου λέει να μην τις έβλεπε ανθρώπου μάτι. Δεν αφήκανε τρίχα στα κεφάλια τους. Σκουτί απάνω τους. Μοιρολόι να μην το σκούξουν. Κι ούλο το χωριό σαστισμένο. Κανείς δεν ήξερε τί θα φέρει τούτος ο πόλεμος μ’ όλους τους νέους άντρες φευγάτους στο μέτωπο… Μόνο ότι πολλά κεφάλια θα φορέσουν από δω και πέρα μαύρα μαντήλια.

     Και μετά τον πόλεμο πήγαν η Μήτσιαινα με τη Χρίσταινα και την Πετρού από κείνο το μαστοροχώρι της Γορτυνίας στον Άραξο με τα πόδια κι ήφεραν τα κόκκαλα των αντρών τους ζαλιά από κει με τα πόδια πάλι.

     Τ’ ακούς άνθρωπε; Τ’ ακώ να λες. Κι ούλη τους τη ζωή δε βγάλανε τα μαύρα μητ’ έφυγε η σκέπη της χήρας απ’ τα κεφάλια τους κι η θλίψη απ’ τις μορφές τους! Και βέβαια καμμιά δε σκέφτηκε να ξαναπαντρευτεί, όπως ούλες οι χήρες ’κείνο τον καιρό. Από κάτι τέτοια θα βγήκε η παροιμία ʺχήρα ν’ όντας εχήρευε κάλλιο να ψυχομάχαʺ. Τέτοια η ζωή τους από κει και πέρα.

     Στερνότερα η Μήτσιαινα είδε το σπίτι της να παίρνει φωτιά και να γίνεται στάχτη. Θυμάμαι την ημέρα σα νά ’ταν χτες. Την κόρη της να τρέχει αλλόφρονη. Και το χωριό όλο να προσπαθεί να τη σβήσει. Κανα καιρό ήρθε κι ο γιός της ο μικρότερος, ώρμησε στο κατώι να πάρει είπαν μια χειροβομβίδα που είχε κρυμμένη σε μια παραθούρα απ’ τον εμφύλιο, να μη σκοτωθούνε άδικα άνθρωποι.

     Και σαν παντρεύτηκε ο πρώτος γιός του σκοτωμένου -τρεις γιούς είχε και δυο τσιούπες- με μια συχωριανή, κορίτσι βουνίσιο και λαμπερό σαν τη δροσάτη αυγή, ήρθαν -βλέπω κι ο νους μου πίσω βλέπει- κι έμειναν δίπλα στο σπίτι μας, στη γειτονιά μας και γειτονιά του άντρα της. Θυμάμαι το γάμο τους σαν όλους κείνο τον καιρό. Κι ούλοι καμάρωναν και ευχιόντουσαν στα φτωχά, για καλή ζωή, γερά παιδιά κι ορθά γεράματα. Ήταν από τις πρώτες νερό χορτάτες παραστάσεις που έχω και δεν ξεράθηκαν ποτές. Ήμουν θαρρώ στις πρώτες τάξεις του σκολειού.

     Και στο παιδί τους δώκανε τ’ όνομα του σκοτωμένου παππούλη στον Άραξο από τη βόμβα του εχθρού που ήρθε ’πίβουλος να κατακτήσει την πατρίδα. Και στόλιζε τη γειτονιά το παιδάκι εκείνο. Όσο το θυμάμαι μου φαίνεται πως ομορφότερο πλάσμα δεν ξαναείδα. Χαριτωμένο. Ίδιος ο έρωτας με την όψη μικρού παιδιού εκείνος που ακτινοβολεί στη φύση, όπως τον συνέλαβαν οι δαιμόνιοι της τέχνης ζωγράφοι κι απεικόνισαν στους πίνακές τους. Αυτούς που στολίζουν τα μεγάλα μουσεία κι είδα αργότερα. Αυτό το παιδί, το Δημητράκη, μου ανάπλαθε πάντα η μνήμη. Σχεδόν ιδεατό, καθώς λένε οι γραμματιζούμενοι.

     Και μεγάλωνε το παιδάκι. Θά ’ηταν δε θά ’ηταν δυόμισυ χρονών όταν χάθηκε εκείνος ο άγγελος. Και να πως:

     Στο χωριό είχανε τρυγημένο. Μιαν ημέρα του Σεπτέμβρη η μάννα του μαζί μ’ άλλες δυο τρεις γειτόνισσες εκεί μέσα στο σπίτι της έβραζαν μούστο για κουλούρια, μουσταλευριές, πετιμέζια, σουτζούκια, όπως το είχαν συνήθειο. Να γευτούν τα παιδιά τους και η φαμελιά, και οι ιδιανές να δείξουν την προκοπή και την τέχνη τους. Έβρασε ο μούστος, κατέβασαν τον τέτζερη και τον βάλανε πέρα να κρυώσει. Ο ζωντανός άγγελος -ξέρετε δα πως είναι τα παιδάκια των δυο τριών χρονών και πόσο χάρμα που τα βλέπεις μόνο- στρουμπουλούλι, πανέμορφο, πεταχτούλι, όλο γέλια και χαρά πήγαινε πέρα δώθε κι οι γυναίκες το καμάρωναν μακαρίζοντας την καλομάννα.

     Όμως ποιος αρχαίος είπε όλα κρέμονται από μια τρίχα; (Ἀπὸ τριχὸς ἠέρτηται). Και πολλά γίνονται απ’ τη στιγμή που πιάνεις το ποτήρι μέχρι να το φέρεις στα χείλη σου; (πολλὰ πέλει απὸ κύλικος ἔως χείλεος ἄκρου). Και ποιός νέος ότι ʺείμαστε σχεδιασμένοι πάνω σε τραχούμενο νερόʺ; Και τί να ειπεί κανείς; Το μάτιασε το παιδί καμμιά σμιχτοφρύδα; Το γαύγισε; Κακιά στιγμή; Ότι όλα είναι τυχαία και μοιραία που φαίνεται να ’ναι ίσως το πιο σωστό και τίποτα δεν εξαρτάται από μας; Πάντως, όπως έπαιζε, πηγαίνοντας πίσω πίσω, οι κλιτσινάρες (το πίσω μέρος της άρθρωσης του γόνατος) στα ποδαράκια του βρήκαν στα χείλα του τέντζερη. Κι έτσι γυμνούλι που ήταν βρέθηκε ο κωλαράκος του όλος μέσα στον τέντζερη με τον καυτό μούστο.

                                                                                              ***

     Τα μετά τα καταλαβαίνετε. Έκαναν ό,τι μπόρεσαν η δόλια η μάννα του με τις άλλες γυναίκες. Ήρθε κι ο αγροτικός γιατρός. Ναι, είχε γιατρό εκείνο το κεφαλοχώρι, τότε που τούτος ο τόπος προσπαθούσε με νύχια και δόντια, μπράτσα και στήθια να σταθεί στα πόδια του στερνά από αμολόητες τρανές δέκα χρονώνε συμφορές. Και τί γιατρό! Ένα παλληκάρι από κάποιο χωριό του Άργους, τρίτος άγιος Ανάργυρος. Τί δεν έκανε; Ό,τι δεν τολμούν σήμερα παλιοί και ειδικευμένοι γιατροί σε μεγάλα νοσοκομεία με πλήθος μηχανήματα, εξετάσεις, ειδικότητες. Και γυναίκες ξεγένναγε και πύον τράβαγε από τις αμυγδαλές και τη βρογχοκήλη, και υγρό απ’ τα πνευμόνια με σύριγγα που βύθιζε πίσω στην πλάτη, και σπασμένα χέρια- πόδια έφτιαχνε και υγειονομικό κανονισμό με τον τρόπο του επέβαλε στο χωριό. Που τον τηρούσαν και τον εφάρμοζαν όλοι. Προπαντός όμως εσέβονταν το γιατρό που με την επιστήμη του, τη συμπεριφορά του και την προσωπικότητά του ενέπνεε σεβασμό.

     Ανέλαβε και το Δημητράκη. Δεν τον έστειλε στο νοσοκομείο της πρωτεύουσας του νομού. Έδωκε, εκτός από τις αλοιφές και τ’ άλλα γιατρικά, την ψυχή του. Μοναχός του ερχότανε κι έκανε τις αλλαγές. Στην αρχή δυο φορές την ημέρα. Μετά μία κάθε μέρα. Κανόνισε τα πάντα. Ακόμα και τι θα τρώει το παιδί.

     Όμως… τί να ειπείς ʺμωραίνει Κύριος ὂν βούλεται απολέσαιʺ; Και γιατί να βούλεται ο Κύριος απολέσαι εντελώς αθώους; Και γιατί να μωραίνει; Της μοίρας τα γραμμένα ή ό,τι άλλο; Τί είναι ο Κύριος; Εκδικητής; Όχι, δεν τα υπογράφω με τίποτα.

     Και μην ακούσω, καθώς λένε μερικοί, πως ο Θεός ζήλεψε το παιδί και θέλησε να το πάρει κοντά του. Ή πως τα μικρά παιδάκια σαν πεθαίνουν γίνονται τάχα άγγελοι και πάνε κοντά στο Θεό. Κατασκευάσματα του ανθρώπινου μυαλού. Γιατί όλα, όπως λέει ο στοχαστής, απ’ το σκοτάδι ως το Θεό τά ’καμε ο νους του ανθρώπου. Ο νους και η παίδεψη της ψυχής του. Για να βρει καταφύγιο η ψυχή του και προ πάντων το δάκρυ του. Αφού ο άνθρωπος δεν μπορεί να εξηγήσει κυριολεκτικά τίποτα. Και τίποτα δεν εξαρτάται απ’ αυτόν. Όλα, καθώς είπαμε, είναι τυχαία και μοιραία. Ακόμα και η παρουσία καθενός μας στον κόσμο συμπτωματική κι αυτή. Συμπτωματικά ήρθαμε και συμπτωματικά υπάρχουμε. Και όλα υπάρχουν όσο υπάρχει καθένας από μας. Και θα εξαφανιστούν όταν καθένας μας εξαφανιστεί.

     Όσο για το Θεό δεν μπορεί να μένει απαθής μπροστά σε τέτοιες αδικίες. Κι ας ήταν να ερχότανε μια φορά να μας απαντήσει έστω σ’ ένα απ’ αυτά τα ερωτήματα. Που έκαναν ως και τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο να αγανακτήσει κάποτε και να τον μαλώσει. Γιατί τί άλλο κάμνει ο Άγιος όταν μετά το θάνατο του μικρότερου αδελφού του Καισάριου, λέει ʺΤὶς νόμος; οἵα δίκη; θνητῶν ἄνα, πῶς τόδ’ ἔνευσας;ʺ (Ποιός νόμος; Ποιά δικαιοσύνη; Βασιλιά των θνητών -Θεέ- πώς σ’ αυτό εδώ που βλέπουμε μπροστά μας συγκατένευσες;)

{Είναι μνημείο τέχνης το επίγραμμα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στον τάφο του αδελφού του Καισαρίου.

«Όση Σοφία είναι εφικτή στο νου τ’ ανθρώπου – η γεωμετρία, των άστρων η θέση, της λογικής τα στρατηγήματα (ʺλογικής τέχνης τα παλαίσματαʺ), η γραμματική, η ιατρική, της ρητορικής η ορμή (ʺρητορικῆς τε μένοςʺ) –όλη ο Καισάριος και ο φτερωτός του νους την κάτεχε. Μα αλίμονο. Μια χούφτα σκόνη είναι πια. (ʺΑἰαῖ, πᾶσιν ὁμῶς νῦν κόνις ἔστ’ ὀλίγηʺ).» Για να ξεσπάσει με το: ʺ Τὶς νόμος; οἵα δίκη; θνητῶν ἄνα, πῶς τόδ’ ἔνευσας;ʺ , που αληθινότερο λόγο δίχως ίχνος ψεύδους, πιο ʺόρθια ηθικήʺ, με συγκλονιστική τέχνη δοσμένον, που κατέστησε αθάνατον και τον Καισάριον, δεν μπόρεσα να φανταστώ. Και σε κάτι τέτοια σταυροδρόμια βλέπω τον Χριστιανισμό να συναντιέται με τον Ελληνισμό κι έχουμε πια εκείνο που ονομάζεται ελληνοχριστιανικός πολιτισμός. Τη σύνθεση μόνον έτσι την εννοώ.}

     Κι έμειναν ερωτήματα και τέτοια θα μείνουν για πάντα για να αντιλαλούν την αγωνία μας των ανθρώπων, χωρίς ποτέ να απαντηθούν. Κι είναι τούτο η απόλυτη ανθρώπινη τραγωδία. Μόνο που δεν στεκόμαστε να την σκεφτούμε. Κι είναι τούτο χειρότερο από την ίδια την τραγωδία του που όσο πάει γίνεται όλο πιο τραγική. Και κάνει και μας τώρα να τα βάζουμε ως και με το Θεό χωρίς μάλιστα νά ’χω πει τίποτα ακόμα γι’ αυτή την αγανάκτηση.

     Ας τα πιάσουμε λοιπόν από κει που τ’ αφήκαμε. Η περίπτωση του παιδιού που κάηκε στο μούστο ήταν το μέγα γεγονός του χωριού κι ούλοι για τούτο λέγανε. Και για μέρες πολλές ρωτούσαν να μάθουν για το Δημητράκη. Και μάθαιναν και ήξεραν. Κι εύχονταν και χαίρονταν που πήγαινε καλά. Και καμάρωναν για το γιατρό τους. Μερικοί μόνο φοβούνταν μην τους τον πάρουν γι’ αλλού ή σε κανένα νοσοκομείο.

     Ώσπου μια μέρα που κείνος έλειπε για δουλειές του στην Τρίπολη -θαλαρχότανε το βράδυ για την αλλαγή- πέρασε από τη γειτονιά ο γερ-Αντώνης απ’ το κάτω χωριό. Είδε τη μάννα του παιδιού όξω στην αυλή και τη ρώτησε. Κι εκείνη:

     -Κόντεψε να το χάσω το μοναχοπαίδι μου μπάρμπα Αντώνη. Από του Χάρου τα δόντια γλίτωσε την τελευταία στιγμή. Δόξα τῶ Θεῶ. Βοήθησε ο Θεός κι ο γιατρός, ώρα του γλυκιά κι ευλογημένη όπου βρίσκεται, και τώρα πάει καλά. Κι ο γερ-Αντώνης:

     -Δεν ξέρω τί λέει και τί κάνει ο γιατρός, μια φορά να ξέρεις ότι η φωτιά παίρνεται με τη φωτιά. Καημένο δεν είν’ το παιδί σου; Έ, η φωτιά θέλει φωτιά, απεφάνθη ο γέρος απόφοιτος της σχολής Φραγκογιαννούς.  

     Και σύνεστησε στη μάννα να βάλει πάνω στο καημένο ασβέστη άσβεστο. Κι εκείνη η άλλοτρη πάνω στον πόνο και την αγωνία, την άγνοια και την ευπιστία της, τόκαμε. Τ’ ακούς άνθρωπε; Τ’ ακώ να λες.

     Απομεσήμερο πέρασε ο γέρος, απόγευμα βρήκε κι έβαλε τον ασβέστη. Πολύ – λίγο δεν ξέρω. Πάντως το παιδί όταν κατά το σούρουπο ήρθε ο γιατρός είχε πάρει δρόμο. Από λίγο ξεψύχησε στα χέρια του. Πήγε να βρει τον παππούλη ο εγγονός που είχε τ’ όνομά του, εκείνον που σκοτώθηκε απ’ τη βόμπα πόριξε το ιταλικό σιδερένιο πουλί. Τούτη τη βόμπα όμως, χειρότερη εκείνης, ποιός την έριξε; Την αυγή η καμπάνα βάρεσε λυπητερά για το Δημητράκη.

     Τά ’φερε η ζωή να πάρω δρόμους ώστε είδα θανάτους και θανάτους. Βίαιους, αιφνιδίους, κατόπιν εγκλημάτων, απ’ αρρώστιες. Τέτοιον όμως άλλον κανένα. Είδα και θρήνους πολλούς. Κοπετούς. Ρωμιοκομμούς μανιάτικους για νέους ανθρώπους και ήρωες αληθινούς. Μεγαλύτερον όμως θρήνο από τους θρήνους και τα τραγούδια που είπαν στο Δημητράκη άλλον κανένα. Και περισσότερο απ’ τη βαριόμοιρη τη μάννα του και τον πατέρα του Δημητράκη. Που είχε το όνομα του πατέρα του που σκοτώθηκε στον Άραξο από τη βόμβα του ιταλικού αεροπλάνου. Τί θρήνος ήταν εκείνος Θεέ μου!

Ο πατέρας αγκάλιαζε την τόσο μικρούλα νεκρόκασα του παιδιού γεμάτη δυόσμους και μυριστικά με μέσα το Δημητράκη του ίδια κούκλα πανέμορφη και ξέσπαγε σ’ ένα τρανταχτό κλάμα που έμοιαζε γέλιο. Κι ήταν τόσο παρατεταμένο. Στην αρχή γέλιο κακαριστό τό ’παιρνες. Και πέρναγε ώρα πολλή να καταλάβεις πως ήταν κοπετός. Κι απέ ακολουθούσαν όλοι. Συγγενείς και μη. Στεκόμουν θυμάμαι, παιδί χαμένο, όρθιος παρά πίσω κι έβλεπα. Μόνο έβλεπα κι έκλαιγα σα να είχα καταλάβει όλα τα μεγάλα μυστήρια που δεν θα ξεδιαλύνει ποτέ κανείς. Αργότερα πολύ, έμαθα τι έγραφε η πόρτα του Κεραμεικού για την ανθρώπινη ζωή. ʺΣτάθι καὶ οἴκτηρονʺ. Ποτέ μου δεν ξαναείδα τέτοιο κλάμα.

Αμ, μ’ εκείνη τη συφοριασμένη μάννα τι σκηνές ήσαν εκείνες; Το παιδί της να κλάψει ή τον εαυτό της; Τη χαρά της, τη λαχτάρα της, το μεγάλο της όνειρο που τό ’στειλε στο τάφο η ίδια; Πού στέκεται αλήθεια η θλίψη; Αφήτε την εκείνη. Οι κρωξιές της, οι θρήνοι της, ακόμα κι όταν σώπαινε κλαίγοντας βουβά, όλα της, ραγίζανε τα βράχια και τα βουνά. Και κανείς δεν είχε λόγο να της ρίξει αβανιά. Λίγοι μόνο μίλησαν για θεϊκή οργή. Αλλά πάλι γιατί; Κι ούλο της το λογικό σαλεμένο, αφού δεν καταλάβαινε πώς έχασε τέτοιο θησαυρό. Είχε παλαβώσει. Και ʺτραγουδούσεʺ με φωνή που δεν είχε πιο θρηνητική στον κόσμο.

Κι αυτό με σημάδεψε κι αποτέλεσε το μέτρο για να εννοήσω πώς ήσαν οι θρήνοι και τα μοιρολόγια από την αρχαιότητα ως τα σήμερα. Άλλο μέτρο δεν υπήρξε για μένα. Ποτέ απ’ όσα άκουσα, σ’ όποια τέχνη, όσο υψηλή, δεν ένιωσα λόγια πιο βαθιά ανάμεσα στην καρδιά του ανθρώπου. Τίποτα τραγικότερο, βαθύτερο, σοφώτερο. Εκείνος μου φαίνεται είχε πυκνώσει όλους τους θρήνους που είδα κι άκουσα και πάλι δεν τον φτάνουν. Και οι μεγάλοι ποιητές με τα περίτεχνα πραγματικά ποιήματά τους χλομιάζουν. Η ψυχή της δεν ήταν δική της. Του παιδιού της την ψυχή ακολουθούσε και εξέπεμπε. Σα να πήγαινε μπροστά το παιδί σε άγνωστο μακρινό κι ανεπίστροφο ταξείδι, κι εκείνη ήθελε να πάει μαζί να τού ’χει την έννοια. Μην κρυώσει, μην πεινάσει, μην κλάψει… Κι ένιωσα το μέγεθος της τραγικότητας της ανθρώπινης ζωής.

     Εκείνο όμως που δεν κατάλαβα είναι πως καμμιά μεγαλαυχία, περιφρονητική συμπεριφορά απέναντι στους θεούς, ύβρις καθώς λένε, δεν μπόρεσε ίσαμε σήμερα να απαντήσει στα δικά μου ʺγιατίʺ… και πολλές φορές αμφιβάλλω αν έτσι το θέλησε ο Θεός. Και χωρίς να θέλω να ταράξω τα ιερά αναπεταρίσματα κανενός, ούτε να πείσω, δεν κρύβω, σαν τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, πως κάποτε αγανακτώ. Και λέω: δεν μπορεί αυτόν τον κόσμο τόσο άδικο, σκληρό, απάνθρωπο κι ανελέητο να τον έφτιαξε κάποιος Θεός. Κι έτσι μόνο βρίσκω κάτι σαν απάντηση στα μεγάλα ερωτηματικά. Που όταν τα συζητάμε έχουν μια μεγαλοπρέπεια. Φέρνουν κι ένα είδος παρηγοριάς. Σα να φεύγεις απ’ τον πυρήνα, τη φωτιά και τη λάβα της γης που είναι στα σωθικά της και βρίσκεσαι στο περίβλημα με τα δέντρα, τα ποτάμια, τα λουλούδια, τα πουλιά και γαληνεύεις. Και σήμερα τόσο αδέξια καταπιάστηκα με τέτοια τραγωδία. Πώς τόλμησα; Συγχωρέστε με.

     Τώρα, πέστε το θεία δίκη, πεπρωμένο, μοιραίο, τυχαίο, όπως θέλετε, όταν δεν είχε σαραντίσει ο Δημητράκης και σκοτώθηκε και το ’γγόνι του γερ-Αντώνη, που είχε τ’ όνομά του. Εννιά χρονών παλληκαράκι και τούτο, από ’να σιδερένιο τόπι*, κατάλοιπο του αλληλοσπαραγμού που βρήκε κι έπαιζε.

Τ’ ακούς και τούτο άνθρωπε;

Τ’ ακώ να λες.

       

(*χειροβομβίδα)

.

(ΧΙΜ)