Η ψυχή και ο Χάρος.
 Ψυχή νεκρού, Ικέτις,  πήγε κι έκρουσε  του χάροντα την πόρτα.

Άνοιξε χάρε σου ζητώ μια χάρη να μου κάνεις,
άφησ' αν θες τ' απόβραδο  το παραθύρι ανοιχτό,
σαν το πουλί να πεταχτώ  εις τον επάνω κόσμο
μήτε να φάω και να πιω  μήτε να τραγουδήσω.

.
Παρά ναδώ τον τόπο μου  να πα' στο σπιτικό μου,
να ειδώ γειτόνους και γνωστούς  να τους καλημερίσω,
το ταίρι μου τ' αδέλφια μου, τι έχω παιδιά κι εγγόνια.
Να ειδώ πώς ζουν τι κάνουνε  στη ζήση πώς πορεύουν,
να βγω στις ράχες στις κορφές  αγνάντια στο χωριό μου,
να ειδώ τους φίλους τους πολλούς να ειδώ ποιος με θυμάται,
και μία σκόλη μια γιορτή  να ξαναρθώ στον Άδη.

.
Μεγάλη χάρη μου ζητάς, τις απαντάει ο Χάρος,
αφού δεν είσαι μόνο εσύ  που μου ζητάς να φύγεις.
Και πώς θα βγεις;  και πώς θα μπεις;
που θα σε αγροικήσουν  και θα ξυπνήσουν οι νεκροί,
και όλοι αυτό θα θέλουν  και όλοι αυτό γυρεύουν.
Αυτό ζητάει ο γεωργός  αυτό και ο τσοπάνης,
τους στάβλους θέλουν να ειδούν  τ' αμπελοχώραφά τους,
να πιάσουν αλετρόχερο  να σπείρουν να θερίσουν,
να ειδούνε τα κοπάδια τους  και τα νοικοκυριά τους.

.
Αχέ το μάθει κι ο παπάς  και φτούνος θα ζηλέψει
να βγει κι αυτός μια Κυριακή  μια μεγαλοβδομάδα,
αντάμα με τους ψάλτες του  να ειπούν το Κύριε ελέησον,
για να μοιράσει αντίδωρο  να του φιλούν το χέρι,
να στεφανώσει ανδρόγυνα  παιδάκια να βαφτίσει,
να πιάσει και το θυμιατό  να μοσχολιβανίσει.

.
Θα θέλουνε κι οι δάσκαλοι  κι ούλοι οι καλαμαράδες,
να παν ν' ανοίξουν τα σχολειά  να μάσουν μαθητάδες,
και να τους απομάθουνε  ότ' είχαν ξεχασμένο,
να έχουν πλέρια φρόνηση  και σέβας και αγάπη,
να τους ειπούν για τη ζωή  την πάνω και την κάτω,
να χαίροντε τα νειάτα τους  που σαν νερό περνάνε,
περνάν και δεν ματάρχοντε  όσο κι αν πεθυμάνε.

.

Και όταν θα 'ρθούνε οι παλιοί  σεβάσμιοι μεγάλοι
μπορώ σε δαύτους να ειπώ  πως καρτερούνε κι άλλοι,
οι αλυσίδες είν' χονδρές  κι οι κλάπες σκουριασμένες,
οι πόρτες είν' ασήκωτες  κι οι κλειδαριές σπασμένες.

.
Στα νειάτα όμως τι να ειπώ;  σε νειές και παλικάρια,
που θα ζητούν να τρέξουνε  στα πράσινα λιβάδια
να μάσουν μοσχολούλουδα  να πλέξουνε στεφάνια,
στεφάνια για τον έρωτα  που είναι στερημένα,
εκεί είναι ο πόνος ο βαθύς  όπου πονεί κι εμένα.


Μεγάλη χάρη μου ζητάς  πες μου πώς να το κάνω,
ν' αφήσω πόρτα ανοιχτή;  κι αν μπει το φως της μέρας;
θα γίνει αχ νεκροψυχή  μεγάλη φασαρία
και θα νομίσουν οι νεκροί  πως ήρθ' αυτό που καρτερούν,
δευτέρα..παρουσία !!


... ΛΕΩΝ. Η. ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ
( από τήν ποιητική συλλογή ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΑΣ )