«Τάϊ-θ-τη ρε Θανά-θ-η... Τον αντιθεό-θ-ου...Τόρικ-θ-ε-θ  θ-το κοιμηθιό...».

Η φωνή του μπάρμπα-Γιώκου αντήχησε στην χούνη, απέναντι από το χωράφι του "Κουμουστιώτη" στη "μακρυαλάκα". Εκεί είχαν φτιάξει το καμίνι για το χορίδι (έτσι λέγανε τον ασβέστη που χρησιμοποιούσαν για το χτίσιμο, για τους σουβάδες, για τα τζάκια και τις άλλες οικοδομικές εργασίες). Το τσιμέντο ήταν δυσεύρετο και πανάκριβο για τα πενιχρά οικονομικά της εποχής εκείνης. Ήταν εποχή της δεκαετίας του πενήντα. Ο ταλαίπωρος Θανάσης ήταν άγρυπνος σχεδόν τρεις ημέρες, όσες έκαιγε το καμίνι και είχε γείρει για λίγο πάνω σ΄ένα παλιοσάϊσμα σκεπασμένος με μια μισότριβη στρατιωτική κουβέρτα, απομεινάρι από τον Αλβανικό πόλεμο του σαράντα. Η προτροπή του μπάρμπα Γιώκου ήταν να τροφοδοτήσει τη φωτιά στο καμίνι με ξύλα, αφού αυτός με έναν άλλο Σερβαίο (δεν θυμάμαι το όνομά του) κουβαλούσαν τούφες από πουρνάρια και άλλα ξύλα "λιανά" και χοντρύτερα.

Ο μπάρμπα Γιώκος ήταν ο πιο ειδικός για ασβεστοκάμινα.΄Ανθρωπος έντιμος και πολύ εργατικός, φιλήσυχος, φιλότιμος, δίκαιος και πολύ πονόψυχος. Μαζί με άλλους δύο συγχωριανούς είχαν αναλάβει να φτιάξουν καμίνι για ασβέστη. Ο ασβέστης στη σημερινή εποχή παράγεται βιομηχανικά με την καύση πετρελαίου. Παλαιότερα και στην εποχή που αναφερόμαστε τον ασβέστη τον φτιάχνανε σε ειδικά καμίνια όπου ψηνόντουσαν οι πέτρες με ξύλα. Πολλά ξύλα. Γιατί το καμίνι έπρεπε να καίει για πολλές ημέρες, ώστε η θερμοκρασία να ανέβει σε τόσους βαθμούς που ο ασβεστόλιθος να μετατραπεί σε ασβέστη. 

Για να κατασκευαστεί το ασβεστοκάμινο θέλει ειδικές προδιαγραφές. Πρέπει να επιλεγεί κατάλληλη τοποθεσία που να είναι κοντά σε δασωμένη περιοχή, για να προμηθευτούν τα ξύλα και φυσικά να υπάρχει πέτρα που να εξορύσσεται εύκολα. Στο χωριό μας βέβαια οι πέτρες αφθονούν και ο ασβεστόλιθος είναι πολύ καλής ποιότητας, για να  γίνει ασβέστης. Μια τέτοια περιοχή επέλεξε ο έμπειρος μπάρμπα Γιώκος. Είχε διαλέξει ένα βαθούλωμα του εδάφους, στο δυτικό μέρος της "μακρυλάκας" όπως κατηφορίζουμε προς την περιοχή, που τη λέμε "αριές". Το βαθούλωμα διευκόλυνε γιατί χρειαζόταν λιγότερο σκάψιμο, επειδή το καμίνι πρέπει -κατά το δυνατόν- να είναι μέσα στο χώμα για να είναι προφυλαγμένα τα εξωτερικά του τοιχώματα και να είναι μονωμένα από την εξωτερική θερμοκρασία και έτσι να εγκλωβίζεται η πύρα της φωτιάς, στο θόλο του καμινιού.                          

Έσκαψαν λοιπόν ένα κυκλικό πηγάδι, ίσα με τρία μέτρα βάθος και αφού έστρωσαν τη βάση με πλάκες έκτισαν ξερολιθιά το θόλο του καμινιού κυκλικά, με τους ασβεστόλιθους, που μάζεψαν   τοπικά στην περιοχή του "ψηλόδεντρου". Ο θόλος του καμινιού ήταν κωνικός σαν ένα μεγάλο κουδούνι, όχι σφαιρικός όπως ήταν οι παλιοί φούρνοι. Στην κορυφή του θόλου υπήρχε στενό άνοιγμα για να βγαίνει ο καπνός και στο μπροστινό μέρος άνοιγμα με κλίση προς τη βάση του καμινιού, από όπου τροφοδοτούσαν με ξύλα τη φωτιά, που έκαιγε στο εσωτερικό. Η φωτιά θα έκαιγε μέρα-νύχτα για πολλές ημέρες με τα ξύλα που είχαν μαζέψει γύρω από το καμίνι και σχημάτιζαν μεγάλους σωρούς. Άλλοι σωροί από ξύλα ήταν μακρύτερα και ο μπάρμπα Γιώκος άρπαζε με τις χερούκλες -κάθε φορά- μια αγκαλιά από πουρνάρια (ικανή να φορτωθεί ένα μουλάρι "κατακάμπελα"!) και τάριχνε στη φωτιά.΄Ετυχε να παρακολουθήσω για λίγο την όλη εργασία που γινόταν στο καμίνι.

Η εργατικότητα του μπάρμπα Γιώκου με εντυπωσίασε πάρα πολύ ως παιδί. Τις αμέσως επόμενες ημέρες που βρέθηκα την Κυριακή στην εκκλησία και κοίταζα στον τρούλο την αγιογραφία του Παντοκράτορα, έκανα στο μυαλό μου το εξής συνειρμό. Παρομοίασα τα δάχτυλα του Παντοκράτορα στην αγιογραφία με τα δάχτυλα του χεριού του μπάρμπα Γιώκου. Τόσο μακριά μου φαινόσαντε. Εντύπωση επίσης μου έκανε και μια συζήτηση που άκουσα στο προαύλιο της κάτω εκκλησιάς. Κάποιοι Σερβαίοι που καθόσαντε στο τουράκι λέγανε πως στα χρόνια που δουλεύανε στα έργα διάνοιξης της σήραγγας της λίμνης του Λάδωνα, ο μπάρμπα Γιώκος εντυπωσίασε τόσο πολύ τους Ιταλούς εργοδηγούς, που έμειναν άφωνοι και έκπληκτοι μπροστά στην αποδοτικότητα του ακούραστου αυτού Σερβαίου. Είχε απόδοση σχεδόν διπλάσια από έναν συνηθισμένο εργάτη!. Δεν ήταν μόνο η σωματική του διάπλαση, όσο η σιδηρά του θέληση και το φιλότιμό του, που τον έκαναν ακούραστο.

Ας επανέλθουμε όμως στο καμίνι.  Έκαιγε λοιπόν η φωτιά για αρκετές ημέρες. Όταν κατάλαβε ο μπάρμπα Γιώκος ότι έχει ψηθεί  η πέτρα, έφραξε την πόρτα  του καμινιού με πέτρες και χώμα και το άφησε για μέρες να χωνέψει. Έτσι το χορίδι ήταν έτοιμο!. Για να γίνει όμως ασβέστης έπρεπε  να σβηστεί με νερό, μέσα  σε μεγάλους λάκκους. Έτσι άρχιζε η δεύτερη φάση της δουλειάς με το κουβάλημα νερού σε βαρέλια με τα μουλάρια αλλά και με ... ζαλωμένες γυναίκες.

Σήμερα, όπως ανέφερα στην αρχή, δεν υπάρχουν ασβεστοκάμινα με ξύλα και έτσι η τεχνική και τα μυστικά του μπάρμπα Γιώκου χάθηκαν, όπως και τόσες άλλες τεχνικές της παραδοσιακής οικοτεχνίας. Έμεινε όμως η μνήμη του αξέχαστου αυτού ακέραιου κατά τη γνώμη μου ανθρώπου, που νομίζω πως αξίζει να την μεταφέρω στις επόμενες γενιές.

                                                                                                                           Τουθεύς