Γιάννης Ν. Δάρας (Νταρόγιαννης)

Κοντά πέντε δεκαετίες πίσω…κάποιο καλοκαίρι στο χωριό…ο περισσότερος κόσμος είχε κιόλας ξεμπερδέψει με τ’ αλώνια. Τα γεννήματα είχαν κουβαληθεί και είχαν αποθηκευθεί στα κασόνια, τάχυρα είχαν στιβαχτεί στις πλόχτες και τα ζωντανά βοσκούσαν πια ελεύθερα στα θερισμένα χωράφια.

Είχε πια κοντολογίς, καταλαγιάσει η ένταση του θέρου και των αλωνιών και μόνο στον Αρτοζήνο είχαν μείνει ακόμα κάτι όψιμα. Κι έτσι, πρίν ακόμα βασιλέψει ο ήλιος, όταν τ’απόσκια αρχίζανε να πέφτουνε στού Λαχταρή, μαζευότανε σιγά-σιγά ο κόσμος στην αγορά. Τα παιδιά ελεύθερα κατά κανόνα εκείνη την ώρα, από τα διάφορα θελήματα, τρέχανε από δω κι από κεί, άλλα παίζοντας κυνηγητό, άλλα αμπάριζα (αμπάρα την λέγαμε τότε) και άλλα διάφορα παιχνίδια.

Θα ήταν όμως σοβαρή παράλειψη να μη θυμηθεί κανείς, ότι κάποια άξια παιδιά τοιμαζόσαντε να φύγουν για μαστοριά με τους πατεράδες τους, μια και είχαν τελειώσει οι δουλειές στο χωριό και είχαν διακόψει τις σπουδές τους, ή μερικά πιο τυχερά, θα γυρίζανε πίσω μόλις ανοίγανε τα σχολεία για να συνεχίσουνε.

Ήτανε θυμάμαι, ένα τέτοιο απόγευμα, που το χωριό βούιζε από ζωή. Πράγματι αν στεκότανε κανείς για λίγο στο Πλαγάκι, αγνάντιο στο χωριό , θα του ρχότανε στ΄αυτιά ο αχός από τις κουβέντες των μεγάλων στην αγορά, από τις φωνές των παιδιών, από τα βελάσματα των γιδιών, από τον θόρυβο που κάνανε τα γαιδουρομούλαρα με τις πεταλωμένες οπλές τους στα γκαλντιρίμια και ένα σωρό άλλα ακούσματα. Που ν΄ακούσεις τότε, θορύβους σαν τους σημερινούς που ακούμε στην πόλη. Ούτε αυτοκίνητα ούτε μηχανάκια ούτε οτιδήποτε άλλα μηχανήματα. Όταν ερχότανε ο Πέντερης , τέτοια ώρα περίπου, μας φαινότανε σπουδαίο γεγονός. Εμείς τα παιδιά και οι έφηβοι της εποχής εκείνης βλέπαμε το αυτοκίνητο του Πέντερη (ένα σαράβαλο μίνι-λεωφορείο ήτανε…) σαν ένα θαυμαστό τεχνικό επίτευγμα που μετέφερε τους ευτυχείς που έρχονταν και πήγαιναν στην Αθήνα και στην Τρίπολη με έναν τυχερό που το οδηγούσε. Μας έκανε μεγάλη εντύπωση και μας άρεσε και μόνο να το βλέπουμε. Εμένα τουλάχιστον έτσι μου φαινότανε…ακόμα και τώρα αναπολώ με κάποια αλλόκοτη ευχαρίστηση την μυρουδιά της βενζίνης ανακατεμένης με μπουχό, που άφηνε πίσω το αυτοκίνητο του Πέντερη.

Έτσι ήτανε κάπως τα πράγματα τότε, όταν για πρώτη φορά είδαμε φερτό νερό στο χωριό. Το έργο του υδραγωγείου δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα. Είχαν μπει οι σωλήνες και είχε κλειστεί η γράνα μέχρι το Λιατσιέκο χωράφι πάνω από το χωριό. Αλλά έπρεπε να γίνει και κάποια δοκιμή, που βέβαια περισσότερο από όλους ένοιαζε τον υπεύθυνο του έργου. Ήταν πράγματι τιτάνιο έργο με τα μέσα της εποχής εκείνης. Δεν υπήρχαν τότε (διαθέσιμα για τα βουνά τουλάχιστον) μηχανοκίνητες τσάπες και σφυριά. Δούλευε ο λιθαροκασμάς, η βαριά, το λοστάρι, η παραμίνα και...βάρδα φουρνέλο… Τέτοιο έργο πέρα από τ΄αργασμένα χέρια των δουλευταράδων Σερβαίων, χρειαζότανε για να γίνει και την στιβαρή επιστασία του φοβερού Γιώκου-Ντάρα. Επιστασία βέβαια όχι με τά χέρια στις    τσέπες , επιστασία με διπλάσια δουλειά από τους άλλους. Επιστασία που να εμπνέει με το παράδειγμα. Έτσι ο αείμνηστος Μπάρμπα-Γιώκος καιγότανε πιο πολύ από όλους να δεί το αποτέλεσμα. Παροχέτευσε το νερό στην Κοκκινόβρυση και  το νερό ήρθε στα πόδια μας.

Giokodaras
Ο Μπαρμαγιώκος με το γιό του Νίκο

Το νερο μπουρμπούλισε γάργαρο μες στη γράνα και μετά ξεχειλίζοντας πλημμύρισε στις καλαμιές του Λιατσιάκου. Ο ενθουσιασμός δεν περιγράφεται. Είμαστε εκεί με τον Μπάρμπα-Γιώκο σαν εθελοντές (να πούμε) βοηθοί του, τρείς- τέσσεροι τριότες (έτσι ονομάζανε τους έφηβους τοτε στην τοπικη διάλεκτο). Φάνταζε πράγματι στα μάτια μας μεγαλειώδες να βλέπεις μπόλικο πεντακάθαρο νερό να χύνεται τζάπα μέσα στα χωράφια, τη στιγμή που μας έβγαινε η γλώσσα και ιδιαίτερα στις γυναίκες να το κουβαλάμε ζαλιά από το Λεύκο, το Δεμοκοίτη ή τη Τρανηβρύση.

Το τραχύ και συνήθως αγέλαστο πρόσωπο του Μπαρμπα-Γιώκου φωτίστηκε, και με κείνη την ιδιόμορφη προφορά του (που μερικοί δεν την θυμούνται καλά και την παρομοιάζουν σε κάποιους φθόγγους με Ισπανική- ενώ δεν ήταν έτσι ) έβγαλε την χαρακτηριστικά ρωμαλέα φωνή του (πάντα όταν ήμουν μικρός προσπαθούσα από θαυμασμό να τον μιμηθώ , αλλά δεν τα κατάφερνα) και είπε «πού είναι οι πρόεδροι, ρέεε.., βαρέστε την καμπάνα ρέεε…, α ρε νάμουνα πρόεδρος …θάτρωγα ρέγγγους, θάπινα νερό…» . Τότε βέβαια, δεν νοιάστηκα να σκεφτώ τα λόγια του Μπάρμπα –Γιώκου. Αργότερα, πολύ αργότερα όταν άρχισε για τα καλά να με τριβελίζει η νολσταλγία για τα παλιά ανακατωμένη με μια δόση αυτοκριτικής, όπως είναι φυσικό, αλλά και κριτικής για τα δρώμενα εκείνης της εποχής, κατάλαβα ότι ο μακαρίτης εξέφραζε κάποιο είδος πικρίας, γιατί με κάποιο τρικ του είχανε πάρει την προεδρία της κοινότητας. Αδιάφορα όμως από αυτό, η περίσταση το καλούσε κατά το Μπαρμπα-Γιώκο, να φάμε ρέγγους πού ήτανε είδος πολυτελείας (καπνιστός σολομός να πούμε) και να πίνουμε νερό όσο θέλουμε, αφού δεν υπήρχε πιά περιορισμός (ξαφνικά το νερό φτήνυνε !!!) και η ρέγγα τράβαγε νερό, που με τις τότε συνθήκες και το νερό ήτανε ένα ζήτημα.

Αφού δοκιμάσαμε όλοι λίγο νερό χρησιμοποιώντας τη φούχτα μας (εμένα μου φάνηκε πιο νόστιμο το νερό από την Κοκκινόβρυση, και σα να γλύκιζε κιόλας λίγο… λογικό, αφού ότι κοκκινίζει είναι γλυκό…οι μούρες ,τα κεράσια, τα κοκκινάπιδα, τα μήλα…), μου έβαλε φωνή ο Μπαρμπα-Γιώκος. « Τι κάθεσαι ρε Νταρόγιαννη, τράβα να φέρεις ένα μπρίκι να πιούμε νερό». Πηδώντας τις μάντρες και τρέχοντας σα βολίδα βρέθηκα στο σπίτι να ψάχνω για κανα κύπελο. Με πρόλαβε όμως η μάννα μου και αφού με ρώτησε τι θέλω, με μάλωσε. «Μπρίκι θα του πάς του θείου σου του Γιώκου…πάρε δυο καθαρά ποτήρια και τη γυάλινη κανάτα και άϊντε γλήγορα…» . Δηλαδή, αν δεν ήτανε η μάννα μου στο σπίτι, θάβρισκα και θα πήγαινα κανά παλιόμπρικο, σύμφωνα και με την εντολή του Μπαρμπα-Γιώκου… Από τη άλλη όμως, αν έλεγα της μάννας μου και για ρέγγους, θα με έστελνε σίγουρα στο μαγαζί μας να πάρω και μια ρέγγα. Αυτά σκέφτεται κανείς άμα μεγαλώσει, τις νύχτες που δεν τον παίρνει ο ύπνος….Αυτό δεν έκανα καλά, κείνο έκανα λάθος, το άλλο ήταν μεγάλη βλακεία και πάει λέγοντας…

Τέλος πάντων, αφού χορτάσαμε νεράκι, νιφτήκαμε κιόλας, κάτσαμε όλοι χάμω να μας πει ο Μπαρμπα –Γιώκος καμιά ορμήνια …που κάθισε κι αυτός με το χαρακτηριστικό του τρόπο, επάνω στις φτέρνες του, με τα γόνατα να προεξέχουν από τον υπόλοιπο κορμό στο ύψος του κεφαλιού σαν μια γιγάντια ακρίδα… Και το νερό έτρεχε ελεύθερο τον κατήφορο ποτίζοντας τις καλαμιές.

Σφουγκίζοντας κανά δυο φορές με την ανάποδη της παλάμης του, μια παλάμη θεόρατη είναι αλήθεια με κάτι δάχτυλα χελωνόδερμα (σαν αυτό του Ε.Τ. του Steven Spielberg που είδαμε στο σινεμά), άρχισε ο μπάρμπα-Γιώκος τις ορμήνιες ¨ - Να μην είστε τεμπέληδες … Οσοι τεμπελιάζουνε τρώνε χαράμι το ψωμί … Όλα τα καλα πράματα γινόνται με την δουλειά, είδατε το νερό το φέραμε στο χωριό με πολύ δουλειά. Ο κόσμος έχει προκόψει με την πολύ δουλειά….

Κείνη την στιγμή πετάχτηκε κάποιος έξυπνος και ρώτησε . Με τη δουλειά μόνο όχι με τα γράμματα. Και ο μπάρμπα-Γιώκος με αυστηρο και επιτιμητικό ύφος (ύφος που αργότερα, μετα από μερικά χρόνια που συριάναγα τους κηνηματογράφους μού το θύμιζε το ύφος του John Wayne όταν ετοιμαζότανε για καβγά.. . αγριεμένο αλλα άκακο βλέμμα, γαλανά μάτια και οι λέξεις μία μία ) έκανε την επισήμανση. Και τα γράμματα ρε όρνιο δουλειά είναι και μάλιστα πιο άξια… Τηράτε να διαβάζετε πρώτα - πρώτα να γίνετε ανθρώποι...(και δείχνοντας ένα αεροπλάνο που περνούσε κείνη την στιγμή πού ψηλά στον ουρανό ) να και το αεροπλάνο κει πάνου με τα πολλά γράμματα το φτιάξανε…

Τέτοια και πολλά άλλα είπε ο μπάρμπα-Γιώκος , και απότομα πετάχτηκε επάνω και τράβηξε για την Κοκκινόβρυση, και για να σταματήσει το νερό αλλά και για έλεγχο.

Αργότερα έγινε και η δεξαμενή και το δίκτυο που κάλυπτε μεν όλο το χωριό αλλά χωρίς πρόβλεψη για τα σπίτια. Μας ήτανε τότε αρκετή μια βρύση στην κάθε γειτονιά. Μεγάλη δουλειά να μη το κουβαλάς το νερό από το Λεύκο, το Δεμοκοίτη ή την Τρανή-Βρύση…

Ακόμα περισσότερο η σημερινή ζωή, ακόμη και στο χωριό μοιάζει εξαιρετικά τρυφηλή σε σχέση με την ζωή που κάναμε τότε. Αισθάνομαι σα να έχω γίνει αυτό που λένε «λαπάς», αν συγκρίνω τον εαυτό μου με τους ανθρώπους της εποχής εκείνης. Και αναλογίζομαι καμιά φορά, είχε δίκιο ο μπάρμπα-Γιώκος που έλεγε ότι και τα γράμματα είναι δουλειά; … μου φαίνεται ότι δεν είναι πραγματική δουλειά. Μου φαίνεται ότι ο σωστότερος ορισμός είναι εργασία, γιατί η δουλειά είναι αυτό πού κάνανε οι πατεράδες μας από το λυκαυγές μέχρι το λυκόφως στα άγονα χωράφια μας και οι μαστόροι με τα μαστορόπουλα σε ξένους τόπους…

Δουλειά τίμια και το ψωμί τιμημένο, όχι χαράμι αλλά «τω ιδρώτι του προσώπου»…

5.5.2010