Συνέντευξη του Βασίλη Κων/ντή Σχίζα

με τον Παναγή Κωνσταντόπουλο του Λια

 

pan_kon_kai_sxizas_800  

Παν. Κωνσταντόπουλος στον Βασίλη Σχίζα: «Το κόλπο με την «κολοβή» το έκαναν παλιά κάποιοι μαστόροι, προ πάντων όταν έπαιρναν τις δουλειές φτηνά…».

 

Στην συντεχνία των ξακουστών(!) «Λαγκαδινών μαστόρων», δηλαδή των «χτιστάδων», ήσαν εκτός από τους Λαγκαδι(α)νούς και άλλοι «τεχνίτες της πέτρας», απ’ τα γειτονικά χωριά με πρώτο του Σέρβου. Έχουν λοιπόν οι σημερινοί Σερβαίοι πρωτογενή πληροφόρηση και τους δίνεται η δυνατότητα να αναδείξουν την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά την απορρέουσα απ’ τη ζωή, τις περιπέτειες και αγωνίες στα «ταξίδια» των μαστόρων, όπως περιγράφονται από τη ζώσα ακόμη αφήγησή τους.

Αίφνης, η «τέχνη» ήταν για τους μαστόρους το ανώτερο επιθυμητό επίπεδο μάθησης (ειδικότητα) για τους νέους που άρχιζαν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία σαν μαστορόπουλα δηλ. εργάτες. Με άλλα λόγια μαθαίνοντας την τέχνη, τότε γίνονταν μαστόροι- χτίστες.

Εκείνοι που είχαν γνωριμίες στα μέρη που πήγαιναν για δουλειά και είχαν και «διοικητικές ικανότητες», δηλαδή έκαναν καλό κουμάντο, γίνονταν πρωτομάστορες. Μάνατζερ τους λένε σήμερα οι…γραμματισμένοι «γιουνιβερσιτάδες».

O πρωτομάστορας, «μάνα», συγκροτούσε μια ομάδα, μπουλούκι όπως το έλεγαν, με χτίστες, πελεκάνους (λιθοξόους), μαστορόπουλα, νταμαρτζήδες (λατόμους) κ.ά. και ξεκινούσαν για το μακρινό «ταξίδι» προορισμού τους, με τα γαϊδουρομούλαρα φορτωμένα με εργαλεία, στρωσίδια, άλλα εφόδια και «ξηρά τροφή» δηλαδή «αρτοζήνο»= ψωμί, με προσφάι, («καούρι» = κρεμμύδι ή «μπορόγιαννη» = τυρί ή «λιγδερές» = ελιές ή «κομοντόρες» = ντομάτες, ή «κατάδικο» = χοιρινό παστό – άλιμα (τσιγαρίδα) ή «σκουράντζο» = ρέγκα κ. ά).

«Ταξίδι» για την ακρίβεια έλεγαν στη γλώσσα τους, όλο το πολύμηνο διάστημα που έλειπαν από το χωριό. Όλη αυτή η διαδικασία λεγόταν με μια λέξη «μαστοριά» ή συνθηματικά «κρεκονιά». Για να λένε τα μυστικά μεταξύ τους οι μαστόροι είχαν και συνθηματικές λέξεις, τα μπουλιάρικα.  

«Αχ κακομοίρα κρεκονιά» έλεγαν με καημό μπροστά στους νοικοκυραίους, δηλαδή στ΄ αφεντικά τους, κι έβγαζαν έτσι τον πόνο τους.

Με το πέρασμα των χρόνων αυτά χάνονται και σε λίγα χρόνια θα μείνουν στους νεότερους μόνο οι μακρινές αναμνήσεις όπως αυτές τις διηγήθηκαν οι πρόγονοί τους, αν αυτοί ήσαν μαστόροι.

Αναζητήσαμε, σε παλιούς μαστόρους στου Σέρβου να δώσουν μια ερμηνεία της συνθηματικής λέξης «κολοβή» ή «τράβα την κολοβή» που έλεγαν στη μαστοριά. Με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι δεν την ήξεραν οι 70ρηδες και 80ρηδες συνταξιούχοι σήμερα μαστόροι. Ήξερε όμως για την «κολοβή» ο 91χρονος Παναγής Κωνσταντόπουλος του Ηλία (Λια- Θοδωρόπουλου).

 

Βασίλης Σχίζας (Β.Σ.): Μπάρμπα Παναγή φαντάζομαι πόσο δύσκολα περάσατε στη μαστοριά, όλοι σας οι παλιοί μαστόροι.

Παναγής Κωνσταντόπουλος (Π.Κ.): Μη συζητάς, πολύ δύσκολα. Κάναμε ότι δουλειά φανταστείς, εκτός από τα χτισίματα.

 

Β.Σ.: Δηλαδή;

 Π.Κ.: Να σου ειπώ. Μια φορά ξεκινήσαμε, ένα ταξίδι κατά την Ολυμπία. Γυρίζαμε σε όλα τα χωριά και δεν βρίσκαμε δουλειά πουθενά. Σε ένα χωριό έρχεται κάποιος και μας λέει:

     - Τι είστε σεις ρε;

     - Μαστόροι, του λέμε.

     - Ερχόσαστε να οργώστε ένα χωράφι μου;

     - Θα ΄ρθούμε να το οργώσουμε, του είπαμε.

Βλέπεις είχαμε μεγάλη ανάγκη. Επήγαμε στο χωράφι και το οργώσαμε. Θυμάμαι είχε ένα σιδερένιο αλέτρι, βαρύ ασυγύριστο! Ψοφήσαμε στην κούραση! Ξέρεις τα αλέτρια που είχαμε εμείς στο χωριό ήσαν ξύλινα και ελαφριά.

 

Β.Σ.: Και τότε με την αναδουλειά τι κάνατε;

Π.Κ.: Αυτές οι ιστορίες δεν έχουν τελειωμό. Άλλη μια φορά γυρίζαμε δύο μήνες γύρω – γύρω στα χωριά και καταλήξαμε 10 ημέρες πριν το Πάσχα στην Τρίπολη. Το ταξίδι πριν το Πάσχα, όπως λέγαμε τότε ήταν για…το «κερί της Λαμπρής»! Εκεί στην Τρίπολη σκορπήσαμε άλλος δώθε και άλλος κείθε. Εγώ πήγα στο Χρυσοβίτσι και εκεί βρήκα και τον Κωνσταντή, τον πατέρα σου και δούλεψα μαζί του καμιά δεκαριά ημέρες. Οι Σερβαίοι το Χρυσοβίτσι το λέγανε «του Κωνσταντή το χωριό».

 

Β.Σ.: Η «κολοβή», έχεις ακούσει, τι ήταν; Ρώτησα εδώ στο χωριό παλιούς μαστόρους για να μου ειπούν και δεν ήξερε κανένας.

 Π.Κ.: Τι να ξέρουν αυτοί που ρώτησες; Οι περισσότεροι όταν πρωτοπήγαν στη μαστοριά ήσαν μαστορόπουλα δικά μας, των παλιότερων. Λοιπόν η «κολοβή» ήταν συνθηματική λέξη και ήταν η …ματσαραγκιά, πώς να στο ειπώ να το καταλάβεις, η απάτη που έκαναν οι μαστόροι, στο μέτρημα της δουλειάς όταν τελείωνε, και έπρεπε να πληρωθούν.

 

Β.Σ.: Δηλαδή, αν κατάλαβα, το κόλπο της «κολοβής» το έκαναν όταν τελείωναν το χτίσιμο.

 Π.Κ.: Ναι, αλλά δεν το έκαναν όλοι οι μαστόροι. Το κόλπο το έκαναν παλιά, όταν εγώ ήμουνα ακόμα μαστορόπουλο και προ πάντων όταν έπαιρναν τις δουλειές πολύ φτηνά. Πρόσεξε πως γινόταν.

Ένας μάστορας είχε φτιάξει μια μικρή θηλιά στην άκρη στο ράμα (Το ράμα ήταν μακρύς σπάγκος, και ήταν «εργαλείο» της δουλειάς). Κρατώντας λοιπόν το ράμα με το ένα χέρι, το τράβαγε από την μια άκρη του χτίσματος που μόλις είχαν τελειώσει, μέχρι την άλλη άκρη για να μετρήσουν την απόσταση, δηλαδή από το ’να αγκωνάρι μέχρι τ’ άλλο. Μετρούσαν με το ράμα γιατί εκείνα τα χρόνια δεν είχαν μετροταινίες. Το αφεντικό «ο κερές» ή «κότης» όπως τον έλεγαν συνθηματικά, ήταν μπροστά, παρών και παρακολουθούσε, «γκάβιζε» δηλαδή, αλλά δεν έπαιρνε χαμπάρι τίποτα.

Στο μεταξύ αυτός ο μάστορας είχε στη χούφτα του άλλου χεριού ένα άλλο κομμάτι ράμα που στη μια άκρη του είχε φτιάξει ένα χοντρό κόμπο. Το κοντό αυτό ράμα το έλεγαν συνθηματικά «κολοβή».

Ο μάστορας λοιπόν καθώς μάζευε το απλωμένο από το «μέτρημα» ράμα, περνούσε με δεξιοτεχνία τον κόμπο της «κολοβής» στη θηλιά που είχε φτιάξει στο μακρύ ράμα. Έτσι με απάτη αβγάτιζαν τους πήχες όσο ήταν το μάκρος της «κολοβής». Στην «κολοβή» έδιναν μάκρος ανάλογα με το μάκρος του χτίσματος. Αν για παράδειγμα μετρούσαν καμιά μάντρα που είχε μεγάλο μάκρος, τότε έβαζαν μακρύτερη «κολοβή». Φαντά σου τώρα τι γινόταν στο μέτρημα που υπολόγιζαν μαζί και την «κολοβή», και στις τέσσερες πλάτες του σπιτιού που είχαν χτίσει. Λέγανε «τράβα την κολοβή» ή «κόλα την «κολοβή» στο ράμα με το οποίο μετρούσαν. Να σου θυμίσω πως παλιά οι μαστόροι το μάκρος το μέτραγαν με τον τεκτονικό πήχη που ήταν 75 πόντους. Είχαν όμως και το πασέτο (μέτρο).

 

Β. Σ.: Δηλαδή στη «κρεκονιά» (μαστοριά) οι «κρέκονες» (μαστόροι) είχαν την κούρασή τους, την φτώχια τους, την αγωνία τους, τα «μπουλιάρικα» (συνθηματικά) τους, τα «κόλπα» τους…

 Π.Κ.: Ναι, εμείς την κυνηγάγαμε τη δουλειά, και τη λέγαμε αγιαδουλειά! Ο «ασημάκης» (χρήμα)   δεν έβγαινε εύκολα. Περνάγαμε δύσκολα μέχρι να γυρίσουμε στο χωριό, με το «καζάντι», (κέρδος από τις δουλειές στο ταξίδι)… Όταν ξεκινάγαμε για τα «ταξίδια»…λέγαμε «πάμε να καζαντίσουμε»…

Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς…