Από το βιβλίο «ΕΥΘΗΜΑ ΚΑΙ ΣΟΒΑΡΑ» του Δ. Κουκουζή (από Λευκοχώρι).

Η παραπάνω εντολή-προτροπή που έδινε η μάννα στο παιδί της όταν εκείνο, φτωχό όπως ήταν, «πρόβαρε» ένα νέο ρούχο (καινούργιο ή μεταχειρισμένο), που μοίραζε τότε η ΟΥΝΤΡΑ ή που του στέλνανε κάποιοι συγγενείς από την πόλη ή που ήταν αποφόρι από άλλο παιδί ήταν απόλυτη και …τελεσιγραφική!  Με αυτό το ρούχο που σου έτυχε θα βγάζεις από δω και πέρα το χειμώνα και το καλοκαίρι και θα «βολευτείς» όπως σούρθε επάνω σου!  Μην περιμένεις να στο φτιάξει ο ράφτης στα μέτρα σου, παραγγελία. Με άλλα λόγια προσαρμόσου γρήγορα στη νέα κατάσταση που βρέθηκες. Αν ήταν στη θάλασσα θα του ’λεγε: 

σκάσε και κολύμπα!

 Έτσι το παιδί με το νέο του παλτό ή παντελόνι που τούλαχε θα πρέπει να βρει τρόπο να συμβιώσει μαζί του επί χρόνια με όλες τις καιρικές συνθήκες, χωρίς αντίρρηση, χωρίς παράπονα, χωρίς γκρίνιες, είτε αυτό του βγήκε στενό και τον σφίγγει, είτε του βγήκε μακρύ και θέλει κόντεμα. Παλιότερα σε ανάλογες περιπτώσεις στη καινούργια νύφη που ερχόταν στο νέο σπιτικό της τα πεθερικά της, της έλεγαν:

«Νυφούλα, όχι όπως ήξερες, αλλά όπως βρήκες»!

Προσαρμόσου και μη μιλάς. Κάποτε, όταν πηγαίναμε ακόμα στο Δημοτικό Σχολείο, ο πατέρας μου μας έγραψε από τη μαστοριά ότι θα μας έστελνε ένα δέμα… Ασυνόδευτο! Αυτή η λέξη «ασυνόδευτο» δεν ξέραμε τι μέρος του λόγου ήτανε, ούτε τι ακριβώς εσήμαινε. Πάντως, όπως μας λέγανε, κάτι καλό, κάτι ευχάριστο ήτανε. Θα ήταν -λέει- ένα δέμα, να όπως ένα μεγάλο κοφίνι ή ένα μεγάλο σακούλι που μέσα θα είχε διάφορα είδη «ρουχισμού και υπόδησης» και ότι αυτό… το ασυνόδευτο θα ερχόταν μόνο του, χωρίς να το κρατάει κανείς στα χέρια του. Θα το ‘φερνε -λέει- το λεωφορείο του 6ου ΚΤΕΛ Τριπόλεως, που κατά τις τέσσερες η ώρα το απόγευμα ο εισπράχτορας του θα το άφηνε στη στάση έξω από το καφενείο του Κανέλλου του Χούπα. Κάθε απόγευμα λοιπόν περίμενα με τα αδέρφια μου στη στάση του Κανέλλου το λεωφορείο της Τρίπολης και ονειρευόμαστε να δούμε και να παραλάβουμε ...το ασυνόδευτο!

Κάποια μέρα το πολυπόθητο δέμα ήρθε με το λεωφορείο του Τροπαιάτη μπάρμπα Κώστα Στασινόπουλου. Το κατέβασε ο εισπράχτορας, το παρέδωσε στο μπάρμπα Κανέλλο και εκείνος μας είπε: ετούτο είναι το ασυνόδευτο! Το πλησιάσαμε με αγωνία και το... μετράγαμε με τα μάτια μας. Ήταν ένα μεγάλο γκρίζο σακί, σαν αυτά που κουβαλάμε το γέννημα από τα αλώνια της Χοτούζας, τίγκα σε ρούχα, που απέξω έγραφε με τα χαρακτηριστικά γράμματα του πατέρα μου τις λέξεις: ασυνόδευτο, Καίτη Κουκουζή, Λευκοχώριον Τριπόλεως. Είχαμε μπροστά μας πια χειροπιαστό το …ασυνόδευτο και ετοιμαζόμαστε να το …απομυθοποιήσουμε! Το πιάσαμε λοιπόν από τα μπουζιάνια του και με αγωνία το φέραμε στο σπίτι μας, όπου γρήγορα το ανοίξαμε και απλώσαμε όλο το περιεχόμενό του μονομιάς στο πάτωμα του «σαλονιού». Όλο το πάτωμα γέμισε ρούχα, παπούτσια, παντελόνια, φανέλες και άλλα… σκουτιά παντός φύλου, μεγέθους, σχεδίου, μάρκας, σχήματος, αρχαιότητος, προελεύσεως, ποιότητος και χρώματος! Παντός καιρού που λέμε!

Ο πατέρας μας είχε ξεσηκώσει όλο το …Μοναστηράκι! Η όλη φάση θύμιζε τις πραμάτειες που απλώνουν σήμερα κατάχαμα στις Λαϊκές οι Ρώσοι! Η χαρά μας και η ευτυχία μας δεν λέγεται. Ο καθένας άρπαζε όποιο ρούχο ή παπούτσι ήθελε, το «μπούρλιαγε» επάνω του και αμέσως… κοιταζότανε στο καθρέφτη του σαλονιού (ο καθρέφτης μας μάρανε!) για να δει αν ήτανε στα μέτρα του. Αν δηλαδή του ‘πεφτε… ταμάμ! Αλλουνού αυτό που διάλεγε του ερχόταν κουτί (όπως λέμε: κουτί της Λιούς, καπάκι της Αγγέλως), αλλουνού τουρχόταν μακρύ και αλλουνού κοντό. Από εδώ βγήκε το ρητό:

 ο ένας το μακρύ του και ο άλλος το κοντό του!

 Η… σωματοδομή μας όμως και η ποικιλία των ρούχων και των παπουτσιών ήταν τέτοια που το κάθε παιδί, αγόρι ή κορίτσι, στο τέλος μετά από αλλεπάλληλες εναλλασσόμενες πρόβες και μετά από μικροέριδες περί τον «διαμερισμό των ιματίων και υποδημάτων», έπαιρνε ένα και δύο και τρία και τέσσερα …κομμάτια και όλοι έμεναν ικανοποιημένοι. Τίποτα δεν πήγαινε χαημένο! Κάθε μέγεθος και σχέδιο έβρισκε επάνω μας τη θέση του. Δεν μας ενδιέφερε η μάρκα τους και αν το θερινό σακάκι... κάλιαζε ή όχι με το χειμερινό παντελόνι! ή αν τα παπούτσια θέλανε… πάτους ναρθούν στα μέτρα μας. Τώρα αν κάποιο από αυτά που μας άρεσε πολύ, ετύχαινε να μας είναι κοντό, στενό ή μακρύ ή απλοχωρούλι, η μάννα μας θέλοντας να σταματήσουμε τα παράπονα και τα παραμουσιουλέματα μας απόπερνε με το αφοπλιστικό παράγγελμα:

Μακρύ σου βγήκε φόρεστο, κοντό σου γίνει λιώστο.

Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαμε και άλλη επιλογή ούτε περιθώρια αλλαγής, βελτίωσης κ.λπ. Μικροπαρεμβάσεις βέβαια κοπτοραπτούδικες αναγκαστικά γινόντουσαν αφού το ψαλίδι, η βελόνα και η ρουκέλα δεν έλειπαν από κανένα σπίτι.

 Ο μύθος δηλοί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις της ζωής μας δεν έχουμε περιθώρια να παραγγείλουμε τη «φορεσιά» μας στα μέτρα μας. Υπάρχουν ορισμένοι εξωγενείς παράγοντες (φυσικοί - ηθικοί - εθιμικοί) που ορίζουν την πορεία μας και τη μοίρα μας κατά τέτοιο τρόπο που εμείς θα πρέπει το κουστούμι που μας έλαχε να το φορέσουμε όπως ράφτηκε και να το λιώσουμε όπως είναι. Μένει σε μας να είμαστε ευκολοπροσάρμοστοι, όπως τότε, βολικοί και έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε με ψυχραιμία και ανοχή χωρίς παράπονα, μεμψιμοιρίες και γκρίνιες το όποιο μακρύ ή κοντό ρούχο μας έρθει με δέμα… ασυνόδευτο! Ειδικότερα τώρα με τον καινούργιο χρόνο θα μας τύχει και το κοντό (ανομβρία, παγετός) και το μακρύ (καύσωνας, πυρκαγιές).

Για άλλους ο νέος χρόνος θα είναι μακρύς, αργόσυρτος, κουραστικός, «δίσεκτος» και δεν θα περνάει εύκολα. Ιδίως για αυτούς που συνταξιοδοτούνται στο τέλος του χρόνου και δεν βλέπουν την ώρα να …ελευθερωθούν. Για άλλους θα είναι κοντός, γρήγορος, ευχάριστος (πότε κιόλας πέρασε). Περιθώρια για παρεμβάσεις μας ή διαμαρτυρίες δεν υπάρχουν. Για όλους θα περάσει και θα φύγει. Οι μόνες δυνατότητες που έχουμε είναι να εφαρμόσουμε τις συνταγές που λέγαμε πέρσι σαν τώρα:

...να μην στεναχωριόμαστε,  να μην κουραζόμαστε -να διασκεδάζουμε-,  να …βλαστημάμε - να μην παίρνουμε τα πράγματα με το μέσα μυαλό - και να προσπαθούμε να έχουμε υγεία.

Γιατί άμα έχουμε υγεία και το μακρύ μπορούμε να αντέξουμε και το κοντό να αντιμετωπίσουμε. Όπως τότε φέρναμε βόλτα τα όποια ρούχα μας έστελναν με το ασυνόδευτο!

.

(χιμ)