Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, αλλά, όταν η σκέψη μου ταξιδεύει στο παρελθόν, στα δύσκολα αλλά και όμορφα παιδικά χρόνια, με την οικογένειά μου, στο χωριό μας, στου Σέρβου, οι μνήμες ζωντανεύουν νοσταλγικά. Θυμάμαι… ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Τί ήμουν τότε; Μικρό κορίτσι ήμουνα, κάπου στα δέκα τέσσαρα-δεκαπέντε χρονών.

Με τη μάνα μου, κάναμε όλες τις αγροτικικές δουλειές, όργωμα, σπάρσιμο, βοτάνισμα, θέρισμα, αλώνισμα, σκάψιμο στους κήπους μας, φύτεμα, πότισμα, και στα αμπέλια μας, κλάδεμα, σκάψιμο, ράντισμα, και τρύγημα των σταφυλιών, και περιποίηση του μούστου για να γίνει καλό κρασί. Δουλεύαμε πολύ, δεν κάναμε σπατάλη, κάναμε για το νοικοκυριό μεγάλη οικονομία από παντού και από τα τσίπουρα ακόμα, με δική μας εφευρετική μέθοδο βγάζαμε τη ρακή, το τσίπουρο, που τότε απαγορευόταν χωρίς άδεια.

Μαζί πηγαίναμε στα χωράφια μας, που ήταν μακριά από του Σέρβου, στην Αράχωβα, με τα πόδια, δύο ώρες δρόμο και βάλε. Ξεκινάγαμε με το χάραμα, το πρωί, πριν την ανατολή του ήλιου και γυρίζαμε, δυο ώρες δρόμο, το βράδυ, με τη δύση του ήλιου, μαζί με το μουλαράκι μας, τη γκιοσούλα μας, τις δυο γιδούλες και τα δυο προβατάκια μας. Γυρίζαμε πίσω στο χωριό κάθε βράδυ, πάντα με το μουλάρι φορτωμένο χορτάρι από το βοτάνισμα στο στάρι. Οι γιδούλες και τα προβατάκια μας έβοσκαν όλη μέρα και ήταν τυλωμένα, με τις κοιλιές τους φουσκωμένες, και εμείς ζαλωμένες με ξύλα και σκυμμένες από το βάρος, αλλά, ευχαριστημένες, ανακουφισμένες, διότι κάναμε καλό βοτάνισμα στο σιτάρι και θα είχαμε καλή σοδιά το θεριστή για τη φαμελιά μας.

Θυμάμαι… Ήταν Μάης μήνας, καθώς ερχόμαστε από το χωράφι μας στην Αράχωβα, στις ψαρόλακες, άρχισε να αστράφτει και να μπουμπουνίζει στον Αρτοζήνο.

-Περπάτα, παιδάκι μου, λίγο πιο γρηγορούλια, να προκάνουμε μην πιάσει βροχή, να περάσουμε τη Γκούρα, πριν μας προφθάσει αυτή να κατεβάσει…

Σαλαγήσαμε τα ζωντανά μας και περπατήσαμε γρήγορα, αλλά για λίγο, η ζαλιά μας και η κούραση της ημέρας δεν μας άφηνε, τα πόδια μας σουρνώσαντε στη γη… Σε λίγο, μαύρα σύννεφα κατέβαιναν από τον Αρτοζήνο και σκέπασαν όλο τον ουρανό. Τα αστροπελέκια αυλάκωναν τον

goura 40-e8feb07b8d
                                      Φωτογραφία τέως Προέδρου ΔΣ,  Ηλία Χειμώνα

ουρανό μέχρι τη γη. Αρχίζει και πιάνει μια μπόρα αναπάντεχη, άγρια θεομηνία, άστραφτε φύσαγε και έβρεχε. Ροβολήσαμε το μονοπάτι και κατεβήκαμε στο ποτάμι, στη Γκούρα. Αλλά αργήσαμε… Η Γκούρα μας πρόφθασε… Τώρα, πώς θα μπορέσουμε να περάσουμε στην απέναντι όχθη; Γεφύρι ή βεργασούρα δεν υπήρχε, και όμως, έπρεπε να περάσουμε από μέσα από το ποτάμι… Να πάμε στο σπίτι που περίμεναν, εκεί πίσω, όλη μέρα μόνα τους τα μικρότερα αδέλφια μου, χωρίς την περιποίηση και τη φροντίδα της μάνας μας. Από πάνω μας, τέτοιες αστραπές, βροντές, μπουμπουνιταριά, που αντιλαλούσαν όλα τριγύρω τα ρέματα, τα φαράγγια, και η καταρρακτώδης βροχή όσο πήγαινε και πιο πολύ δυνάμωνε. Κάτω στα πόδια μας, το ποτάμι θολό μούγκριζε αφρισμένο, φουσκωμένο, πήγαινε πέρα-δώθε. Κάναμε το σταυρό μας…

-Παναγιά μου, βόηθα μας…, αναστενάζαμε.

Μπήκαμε στο αφρισμένο ποτάμι, μαζί με τα ζώα. Δεν είχαμε άλλη επιλογή και λύση. Έπρεπε να περάσουμε. Η μάνα μου έβαλε μπροστά το μουλάρι και τα ζωντανά. Τα ζωντανά προχώρησαν, μπήκανε στο ποτάμι. Το μουλάρι μας, που το νερό του πεταγότανε μέχρι την κοιλιά, διέσχιζε το ποτάμι αλαφιασμένο. Η μάνα μου πιάστηκε από την ουρά του και το μουλάρι την τράβηξε απέναντι. Εγώ πιάστηκα από την τριχιά που κρεμότανε από το σαμάρι του μουλαριού. Οι γίδες, φοβισμένες, μπήκανε κι αυτές μέσα, τί να κάνανε; Πηδήξανε από πέτρα σε πέτρα. Τα προβατάκια, τα καημένα, το ένα ήταν τυχερό και τα κατάφερε να περάσει απέναντι, το άλλο είχε τη μοίρα και το πήρε η Γκούρα. Με τα μαλλιά του φουσκωμένα πάνω στον αφρό, το κοίταζα ανήμπορη και αποσβολωμένη, καθώς έφευγε

goura 42-1c3dcd2d22
                                      Θέα Γκούρας, Φωτογραφία Μαρίνας Διαμαντοπούλου

μακριά, ώσπου χάθηκε από τα μάτια μας. Εκεί, χωρίς να το καταλάβω, δεν ξέρω, ξαμολήθηκα από την τριχιά. Παρασύρθηκα… Παρασυρμένη από τη δύναμη του νερού, δεν είχα τρόπο να βγω πέρα, προσπαθούσα με αγωνία να γραπωθώ από τις κοτρόνες και από ξύλα, και από ό,τι κατέβαζε το ποτάμι. Δοκίμασα να πηδήξω κι εγώ από πέτρα σε πέτρα, όμως, πάτησα σε μια πέτρα, που φαινόταν ότι ήταν σταθερή, αλλά ήταν σωρός από αμμοχάλικα. Μόλις πάτησα, βούλιαξα, και για κακή μου τύχη, έπεσα σε μια ρογκάλα. Βούλιαξα, χώθηκα μέσα μέχρι τις μασχάλες. Πάλεψα με το νερό που άφριζε και βούιζε, για να κρατήσω το κεφάλι έξω, με τα χέρια σηκωμένα ψηλά, αλλά έχανα τη δύναμή μου.
-Παιδάκι μου, πιάσε το χέρι μου.

Η μάνα μου, απελπισμένη, μπήκε πάλι μέσα στο νερό, για να με τραβήξει από την άμμο που με ρούφαγε. Είχα και μια βαρελίτσα μικρή, ζαλιά στον ώμο μου, για να πίνουμε νερό όταν ξαποσταίναμε, την πήρε κι’αυτή το ποτάμι. Μετά από πολύ ταλαιπωρία, με έσυρε η μάνα μου έξω, πέσαμε κάτω στη γη, με την ψυχή στο στόμα… Είμαστε δυο σωροί ταλαιπωρημένων ανθρώπων, με βρεγμένα ρούχα, και ίσα-ίσα που βαριανασαίναμε. Μετά από λίγο, σηκωθήκαμε... Από πάνω μας άστραφτε, μπουμπούνιζε, φύσαγε, έβρεχε και αχολογούσαν οι ρεματιές, και τρέμανε τα ρουμάνια. Βαριές και μουλιασμένες μέχρι το κόκκαλο όπως είμαστε, πήραμε τη μεγάλη ανηφόρα, τη στράτα - το δρόμο, από τον παλιόμπηλο για το χωριό. Νύχτωσε, σκοτείνιασε, μπροστά πήγαινε το μουλαράκι μας, η γκιοσούλα μας… Η μάνα μου, ζαλωμένη, πιάστηκε πάλι από την ουρά του μουλαριού και εγώ από την τριχιά, το σχοινί που ήταν δεμένο στο σαμάρι του… Το κράταγα τώρα σφιχτά, αμίλητη… Συνέχισε να αστράφτει και φωτοβολούσε ο τόπος, και τότε μόνο βλέπαμε για λίγο τη στράτα… Η μάνα μου έκλαιγε όλη την ανηφόρα για τα βάσανά της, τα δάκρυα αυλάκωναν πικρά - καυτά τα μάγουλά της και μόνο η βροχή, ίσως, της ξέπλενε και της μαλάκωνε την πίκρα στην καρδιά της.

-Αχ, κακόμοιρο προβατάκι μας, προβατινούλα μας, που σε περιμένει το μικρό σου το αρνάκι στο σπίτι. Τώρα, ορφάνεψε κι’ αυτό …

Βιωματική διήγηση και μνήμη,
Γεωργία Κων. Μπόρα (το γένος Στ. Βέργου)

(ΕΚΜ)