Γεωργίου Δ. Βέργου

(Τα ονόματα Λιας και Μήτρος δεν είναι πραγματικά ονόματα, ανθρώπων του χωριού). 

 

1.    ΤΟ ΑΒΓΟ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ.

Πάει το παιδί του Λιά (11-12 χρονών) στη μάνα του:

 

-Πού είσαι ρε μάνα; Δόμου λεφτά ρε να πάρω ένα τετράδιο.

-Δεν έχω παιδάκι μου. Πού να τα βρω; Άιντε στο κοτέτσι, αν έχει κάνει κανά αβγό η κότα, να το πάρεις και να πας για το τετράδιο.

-Μόνο ο φώλος είναι ρε μάνα, τι να κάνω;

-Κάτσε εκεί στην ακρούλα και τώρα κάποια κότα κακαρίζει, θα γεννήσει το αβγό να το πάρεις

 

ΓΔΒ-augoΈτσι και έκανε το παιδί. Πήρε το αυγό και πήγαινε στο μαγαζί. Στο δρόμο όμως, πεινασμένο όπως ήταν σκέφτηκε πως μπορούσε να φάει το αυγό και να πάρει και το τετράδιο. Ήξερε πως μπορείς να ρουφήξεις το ωμό αυγό, αν του ανοίξεις δυο τρύπες. Γυρίζει πίσω, παίρνει μια βελόνα που έραβε η μάνα του, τρυπάει με προσοχή το αυγό (να μη σπάσει) στους δύο πόλους, και το ρουφάει. Μετά βάζει νερό σε μια τέσα (μεταλλική λεκάνη), ακουμπάει τον ένα πόλο του αυγού μέσα και ρουφώντας από τον άλλο γεμίζει το τσόφλι με νερό και …κατευθείαν στο μαγαζί. ( Ήταν συνηθισμένο εκείνη την εποχή να πηγαίνουν τα παιδιά στο μαγαζί με ένα αυγό, να πάρουν ένα τετράδιο).

 

-Δόμου ένα τετράδιο μπάρμπα.

-Κάτσε να ιδώ αν έχω. Έλα, βρήκα, πάρτο.

-Πού να αφήκω το αυγό μπάρμπα;

-Άστο εκεί στο καλάθι, που είναι και τα άλλα.

 

Αφήνει το παιδί το αυγό, και έγινε «μπουχός».

Μετά από κάποια ώρα, όταν κάποιος άλλος πήγε με αβγό να ψωνίσει κάτι, είδε τ’ αβγά βρεγμένα και το αβγό που του πήγε το παιδί άδειο. Τότε κατάλαβε ο μαγαζάτορας τι του είχε κάνει το παιδί.... Το κυνηγούσε ένα μήνα....

(Ήταν συνηθισμένο εκείνη την εποχή στο χωριό, να ρουφούν ωμά τα αβγά, προ παντός όταν ξενυχτούσαν σε γλέντια, στους γάμους κλπ, για να καθαρίσει η φωνή τους).

 

2. ΤΑ ΡΕΣΤΑ

Ο Μήτρος δεν γνώριζε τι αξία έχει ένα χάρτινο ή μεταλλικό νόμισμα και πόσο κοστίζει ένα πράγμα, που ήθελε να αγοράσει. Ερχόταν λοιπόν στο μαγαζί του πατέρα μου (Μήτσιου Βέργου) και ζητούσε αυτό που ήθελε. Αφού το έπαιρνε και έδινε τα λεφτά, δεν έφευγε. Περίμενε για λίγο όρθιος, με το χέρι απλωμένο, μήπως του δώσει ρέστα, ο πατέρας μου. Αν πέρναγε η ώρα και δεν του έδινε, ή του έβαζε στο χέρι κάτι, …τότε έφευγε!.

 

3. ΤΟ ΜΙΣΟΦΟΡΙ

ΓΔΒ-ΚΟΜΠΙΝΕΖΟΝΚάποια χρόνια ήμουν γυρολόγος-μικροπωλητής στα χωριά της Ηραίας, με υφάσματα. Με το μουλάρι μας, τη «Σίβα», φορτωμένο με τις κάσες-ντουλάπες, ξεκίναγα αχάραγο, να προλάβω να γυρίσω τα χωριά.

Βρισκόμουν στο χωριό Παλούμπα. Σε μια γειτονιά άνοιξα «τις πραμάτιες μου» (οι κάσες-ντουλάπες, ήταν πάντα φορτωμένες στο μουλάρι και τις άνοιγα όπως ήταν, χωρίς δηλαδή να τις κατεβάσω) και αμέσως ήρθαν μερικές κοπέλες χαμογελαστές να δούνε «τι καλά πουλούσα».

Ήρθε και μια κυρία, ηλικίας γύρω στα 50, που φορούσε ένα φόρεμα, μεταποιημένο «κομπινεζόν». Μόλις την είδαν οι κοπέλες, κα-κα-κα τα γέλια και κάποια της λέει:

 

-Ρε θειά, τι φοράς εκεί; Αυτό είναι κομπινεζόν κι εσύ το φοράς για φουστάνι;

-Γιατί, τι έχει παιδάκι μου; Και τι είναι το κομπινεζόν;

-Αυτό ρε θειά, το φοράνε οι γυναίκες από μέσα, για μισοφόρι.

-Τι λες καημένη μου, καινούριο σκουτί να το φορέσω για μισοφόρι; Δεν μας τα λες καλά....

 

(Το «σκουτί», της το είχε στείλει κάποιος συγγενής της από την Αθήνα, -κομπινεζόν ζέρσεϋ, γυαλιστερό, ραντέ- και αυτή του πρόσθεσε μανίκια και το έκανε φόρεμα και το φορούσε!!).

(Πρόσφατα είδαμε στην τηλεόραση μια εκπομπή μόδας, που μια σχεδιάστρια προσπαθούσε να προβάλει ως κανονικό φόρεμα, ένα είδος κομπινεζόν. Λέτε η θεια από του Παλούμπα να προηγείτο της εποχής της κατά 60 χρόνια;;)

 

4. Η ΠΡΟΠΟΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΑ

Την εποχή του εμφύλιου, 1947-48, γινόταν κάποιος γάμος στο χωριό μας. Το βράδυ στο τραπέζι, ο γαμπρός κάλεσε και δύο αντάρτες, που ήσαν στο χωριό.

Όταν λοιπόν ήρθαν στα κέφια, μετά από αρκετά ποτηράκια κρασιού, άρχισαν οι προπόσεις και οι ευχές στους νεόνυμφους και τα άλλα σχετικά.

Σηκώνεται λοιπόν ο ένας αντάρτης και λέει:

 

-Αυτό το ποτήρι να το πιούμε στη υγειά του Δημοκρατικού Στρατού.

 

Μετά από λίγο, σηκώνεται ένας άλλος καλεσμένος που ήταν και αυτός πιωμένος «από τους αλλουνούς», σηκώνει το δικό του ποτήρι, και λέει:

 

-Αυτό το ποτήρι, ρε παιδιά να το πιούμε στην υγειά του βασιλιά μας, τον ξεχάσαμε!

 

Πετάχτηκαν επάνω οι αντάρτες, πετάχτηκαν και οι ποιο ψύχραιμη από την άλλη πλευρά, άρχισε μεγάλη φασαρία, αλλά σύντομα αποσοβήθηκε μια «γαμπριάτικη σύρραξη», αφού τους βεβαίωσαν ότι αυτός ήταν οπαδός τους, και λόγω του ποτού τα είπε αυτά!.

Τσούγκρισαν τα ποτήρια, ευχήθηκαν στο γαμπρό και τη νύφη και …όλα καλά.

(Στο χωριό μας πάντως δεν υπήρχαν ιδιαίτερες αντιθέσεις, μεταξύ των δύο πλευρών).

 

5. Η ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΚΑΙ Η «ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ»

Μόνιμος κάτοικος της Αθήνας ο Λιάς, συνάντησε μια μέρα τυχαία τον πατριώτη του Μήτρο, που είχε καιρό να τον δει.

Κάτσανε λοιπόν να πιουν ένα καφέ και να πουν τα δικά τους.

Κάποια στιγμή, ρωτάει ο Μήτρος το Λια:

 

-Τι γίνεται ρε Λια, πάς καμιά βόλτα στο χωριό;

-Τι να κάνω να πάω ρε; απάντησε αυτός. Ο κόσμος εκεί μου φαίνεται κακός, κι εγώ δεν τα μπορώ αυτά, ούτε καλημέρα δεν σου λένε.

- Δεν πειράζει ρε Λια, πες τους εσύ.

-Τι λες ρε Μήτρο; Πώς να τους πω καλημέρα;

-Γιατί θα χάσεις τίποτα;

-Βέβαια θα χάσω. Δεν μπορώ να ματαλάβω. Μου είπε ο παπάς πως αν δεν λέω καλημέρα στον γείτονα, δεν με κοινωνάει. Τι να κάνω πια να πάω στο χωριό, αν δεν με κοινωνήσει ο παππάς;

 

6. ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΚΑΙ Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ

ΓΔΒ-ΓΑΙΔΟΥΡΙΈνα απόγευμα συναντάει ο Λιας το φίλο του Μήτρο, στο κεντρί της κάτω εκκλησιάς, στο χωριό μας Σέρβου. Ο Μήτρος ήταν μουσκλωτός, με πρησμένο το ένα μάγουλο και γδαρσίματα στο πρόσωπο:

 

- Τι έπαθες ορέ Μήτρο;

ρωτάει ο Λιας.

-Άστα ρε Λιά, δε μου πήγε καλά η μέρα σήμερα. Δε βλέπεις το μάγουλο πρησμένο; Ένα έρημο δόντι με έχει αλαλιάσει. Πόνος τι να σου πω. Ούτε του οχτρού σου.

-Και τι έκανες ρε;

-Τι να κάνω. Έπρεπε να το βγάλω. Σκέφτηκα να πεταχτώ μέχρι τα Λαγκάδια, αλλά σε αφήνουν οι δουλειές;

-Γιατί δεν πήγες στη Σοφιά, που έχει την τανάλια και βγάζει τα δόντια;

-Ξέρω γω, δεν πήγα, είπα να κάνω τη δουλειά μόνος μου. Πήρα το παλιογάιδουρο και πήγα σιαπέρα να ξεθολώσει λίγο το μυαλό μου και να σκεφτώ πως θα το κάνω.

-Και τι έκανες τελικά;

- Τι έκανα; Ένωσα τα λουριά των παπουτσιών μου και με τη μία άκρη έδεσα το δόντι, με μια κλωστή. Την άλλη άκρη την έδεσα στο σαμάρι του γαιδουριού, στο κολιτσάκι.

-Τι λες ρε τρελέ; Και μετά;

-Μετά κρατήθηκα από μια κλάρα πουρνάρι και έδωσα μια γερή κλωτσιά στο γάιδαρο… Φεύγει γρήγορα ο γάιδαρος, αλλά εγώ δεν μπόρεσα να κρατηθώ, γιατί έσπασε η κλάρα, και έπεσα με το κεφάλι στα καπούλια του ζωντανού και μετά κατά (γ)ης. Έτσι γδάρθηκα στο πρόσωπο. Ευτυχώς βγήκε το δόντι. Τ΄άκουσες τώρα; Τ΄άκουσα να λες.

-Και μη χειρότερα Μήτρο μου.

 

(χιμ)