.

Το μικρό καλάθι.

Ήταν η εποχή που το χωριό είχε πολύ κόσμο (στο σχολείο θυμάμαι είμαστε 172 παιδιά στην 6η τάξη -1956-) και οι τσιγγάνες ήσαν συχνοί επισκέπτες στα χωριά, προσπαθώντας να πουλήσουν διάφορα πράγματα, να ξεγελάσουν ενδεχομένως κάποιους ευκολόπιστους, αλλά και να πουν …τη «μοίρα».

Πανέξυπνες συνήθως, με τις χαρακτηριστικές εντυπωσιακές ενδυμασίες τους, τα βραχιόλια τους και άλλα «αξεσουάρ», γύριζαν 2-3 μαζί μέσα στο χωριό με την πραμάτεια τους, πάρα πολύ πιεστικές, για να μπορέσουν να πουλήσουν και να βγάλουν και αυτές ένα κομμάτι ψωμί.

 

Θα ήμουν λιγότερο από 10 χρονών, περί τα μέσα της δεκαετίας του 1950, που πήγαινα με τη μάνα μου –ζαλωμένη αυτή το βαρέλι και γώ μια τέσα στο χέρι- στη βρύση του «Δημοκοίτη», να φέρουμε νερό.

Στη μέση της διαδρομής, νάσου 3 τσιγγάνες, κουνιστές και λυγιστές, με πολλά καλάθια στα χέρια τους, το ένα μέσα στο άλλο. Κοντοσταθήκαμε λίγο να τις δούμε και αυτές αμέσως ήρθαν προς το μέρος μας.

Της μάνας μου της άρεσαν τα καλάθια και ήθελε να πάρει ένα. Ρωτάει λοιπόν, την τσιγγάνα:

 

-Πόσο κάνει αυτό το μικρό καλάθι;

-Για σένα κυρά μόνο 3 (και δείχνει τα 3 μεσαία δάχτυλα). Εσύ καλή γυναίκα, νοικοκυρά από σπίτι, ξέρω ΄γω, το βλέπω στα μάτια σου. Θα σου δώσω το καλάθι και θα σε πω και τη μοίρα σου.

-Αυτό το μικρούλι 3 δραχμές; Λέει ξαφνιασμένη η μάνα μου.

-Μικρό το λες ετούτο κυρά; Για τήρα καλά. Μικρό είναι το μάτι σου, αλλά βλέπει ούλο τον κόσμο. Είναι μεγάλο το καλάθι και τυχερό, βάλει πολλά πράματα μέσα, κυρά… Απαντάει η τσιγγάνα.

Τι να πει η μάνα μου. Μάλλον φοβήθηκε μην την μπλέξει η τσιγγάνα και αμέσως έστριψε. Με αρπάζει από το χέρι και κατευθείαν στου δημοκοίτη, για το «έρημο» νερό.

 

Χ. Ι. Μαραγκός

.