.

Γεωργίου Δ. Βέργου.

Έ φ α γ ε   … μ έ σ α   

ΓΔΒ-20-8-18 σκύλος
ΓΔΒ-20-8-18-γιαούρτι

  Εκείνα τα χρόνια γινόταν κάποιο έργο κοντά στο χωριό μας. Ένας πατριώτης είχε φτιάξει μια πρόχειρη κατασκευή, σαν τις σημερινές καντίνες, για να τρώνε εκεί οι εργάτες. Εκτός από τα χωριάτικα φαγητά που έφτιαχνε, είχε και επί πλέον και ντόπιο  γιαούρτι, ως «επιδόρπιο».

Πήγαν, λοιπόν, ένα μεσημέρι τα παιδιά να φάνε και στο τέλος ζήτησαν και λίγο γιαούρτι.

 

Αμέσως, απαντάει ο μάγειρας, και απευθυνόμενος στο παιδί που είχε για βοηθό, του λέει:

-Πήγαινε και γιαούρτι στους μαστόρους.

Πάει το παιδί να βάλει γιαούρτι και βλέπει το σκυλί τους, το μούργο, να έχει βάλει το κεφάλι του μέσα στη λεκάνη και να …απολαμβάνει το περιεχόμενο.

 -Δεν έχουμε γιαούρτι, λέει το παιδί στους μαστόρους, αφού πρώτα έδωσε μια κλωτσιά στο μούργο.

 -Έχουμε, πετάγετε το αφεντικό, που μυρίστηκε τη δουλειά, αφού άκουσε το παιδί να λέει στο σκύλο «χάσου από δω».

 -Αφεντικό ...το σκυλί.... λέει μουδιασμένα και χαμηλόφωνα το παιδί, να μην τον πάρουν χαμπάρι οι ανθρώποι…

   -Σκάσε ρε ...πήγαινε το γιαούρτι στα παιδιά και γρήγορα.

   -Εντάξει αφεντικό το πάω, ...αλλά να ξέρεις.... 

 

Έ φ α γ ε   μ έ σ α !...

 

(Η φράση αυτή λεγόταν πολύ συχνά στο χωριό εκείνα τα χρόνια, και υποδήλωνε κάποια «λαμογιά», που κρυβόταν πίσω από κάποια ενέργεια). 

 

   Τ ο   π ρ ο ξ ε ν ι ό 

 

   Ο Μήτρος, είχε πάει στη Μεσσένια για δουλειά. Καλογνωρίστηκε εκεί με το αφεντικό και πίνανε τα ποτηράκια τους. Στην κουβέντα απάνω ρωτάει το αφεντικό το Μήτρο, μήπως έχει κανένα καλό παιδί στο χωριό, να του δώσει την ανιψιά του.

Αμέσως το μυαλό του Μήτρου πήρε στροφές και σκέφτηκε το γιο του φίλου του Λια. Κάτι έχω, λέει στο αφεντικό και κανονίσαμε να πάει τον υποψήφιο γαμπρό να γνωρίσει την υποψήφια νύφη και να κουβεντιάσουνε.

Επειδή ο υποψ. γαμπρός ήταν λίγο αφελής, λίγο αμόρφωτος και λίγο «άβγαλτος», ο Μήτρος στο δρόμο του έδινε κάποιες συμβουλές. 

 

-Πρόσεχε να μη λες άσχετα πράγματα, να σκέφτεται τι θα πεις, και οι κουβέντες να είναι στρογγυλές και μετρημένες.

- Όταν μας βάλουνε να φάμε, μη φας πολύ (είχε, βλέπετε, αυτή την κακή συνήθεια) να φας λίγο, και να παρακολουθείς και τους άλλους πως τρώνε. Εγώ θα κάθομαι δίπλα σου, και όταν σου πατήσω το πόδι να σταματήσεις αμέσως το φαί.

-Κι αν δεν χορτάσω, μπάρμπα, τι να κάνω;

   - Μη στενοχωριέσαι, του λέει ο Μήτρος. Η μάνα σου έχει βάλει στο σακούλι ψωμί και τυρί. Με τρόπο θα πας στο υπόγειο του σπιτιού και θα φας όσο θέλεις.

 

Πήγαν, λοιπόν, στο χωριό στο σπίτι του αφεντικού. Αφού γίνανε οι απαραίτητες συστάσεις, μετά κάθισαν στο τραπέζι να φάνε και να μιλήσουνε.

Λέγανε, λοιπόν, διάφορα για τα χωριά και τις δουλειές, αλλά ο υποψ. γαμπρός καθόταν αμίλητος. Γυρνάει τότε ο Μήτρος και του λέει:

 

  ΓΔΒ-20-8-18-υπόστεγο -Τι λές κι εσύ γαμπρέ;

   - Τι να ειπώ κι εγώ, λεϊμόνια, πορτοκάλια, πατάκες, αβγά! («στρογγυλές» κουβέντες, όπως τον είχε ορμηνέψει ο Μήτρος).

Μόλις άρχισαν το φαγητό, και ήπιαν το πρώτο ποτήρι κρασί, ο υποψ. γαμπρός αφήνει το κουτάλι κάτω και σταματάει να τρώει (κατά λάθος ο Μήτρος του είχε πάτησε το πόδι).

Βλέποντας αυτό ο Μήτρος και οι άλλοι, παραξενευτήκανε και τον τον προτρέπανε να φάει, αλλά αυτός τίποτα. Επέμενε:

   -Δεν πεινάω έχω φάει, τους έλεγε.

 

   Αφού τελείωσαν τελικά το φαγητό, και οι γυναίκες άρχισαν να μαζεύουν τα πιάτα, με τρόπο ο υποψ. γαμπρός σηκώνεται και πάει στο υπόστεγο (για ξύλινη κατασκευή για τα ζώα), βγάζει το ψωμί και το τυρί από το σακούλι, και άρχισε να τρώει, όπως τον είχε ορμηνέψει ο …συμπεθεροφτιάχτης.

Εν τω μεταξύ, ο καιρός είχε χαλάσει και άρχισε να βρέχει. Ο αδερφός της νύφης, σηκώνεται από το τραπέζι και πάει στο παράθυρο (ήταν πάνω από το υπόστεγο) να δει τι γίνεται με τη βροχή.

-Ρίχνει του καλού καιρού, λέει στους άλλους που ήσαν μέσα, εννοώντας προφανώς τη βροχή.

Και τότε ακούστηκε μια δυνατή φωνή από το υπόστεγο:

   -Κι αν ρί(χ)νω κι αν δε ρί(χ)νω, από το αμπάρι μου το ρί(χ)νω!

 

(ήταν η φωνή του υποψ. γαμπρού που νόμισε πως το «ρίχνω» αφορούσε αυτόν, για τους μπουκιές που έτρωγε).

Τα μαζέψανε και φύγανε, και μην τον είδατε το Μήτρο με το γιο του Λια…  

 

Ε υ τ υ χ ώ ς   π ο υ   έ μ α θ ε   το   π α ι δ ί   χ ο ρ ό. 

ΓΔΒ-20-8-18-τσοπανόπουλο

 

Δύο χωριανοί μας, τσοπάνηδες, μακρινοί συμπέθεροι, συναντήθηκαν την άνοιξη, όταν γύρισαν από τα χειμαδιά στο χωριό, και πάνω στην κουβέντα ρώτησε ο ένας συμπέθερος τον άλλο:

 

-Πως πήγε συμπέθερε, η σοδειά φέτος στα χειμαδιά:

 

-Πως να πάει ρε συμπέθερε, λίγο καλύτερα πάντως, από πέρυσι.

 

- Εσύ πως τα πήγες;

 

-Εγώ συμπέθερέ μου, δεν πήγα καθόλου καλά. Δεν έμεινε τίποτα από τα γίδια.

 

- Αχ δύστυχε. Έπεσε καμιά αρρώστια;

 

-Όχι ρε συμπέθερε, άστα, που να στα λέω…

 

-Τι έγινε ρε σύ; Με κάνεις να ανησυχώ. Για λέεγε.

 

-Μην ανησυχείς

 

Να μη στα πολυλογώ, ...το ευτύχημα είναι ότι το παιδί, ο Λιάκος μου …έμαθε χορό!

 

 

(τα ‘φαγε το τσοπανόπουλο τα γίδια στα …χοροπηδάδικα).

.

(χιμ).

 

(Τα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα είναι συγκεκριμμένα άτομα -γνωστά σε πολλούς πατριώτες- που για προφανείς λόγους δεν μπορούν να αναφερθούν τα πραγματικά τους ονόματα).