ΑΛΩΝΙΑ

(Στο χωριό Σέρβου τα έφτιαχναν απλά/εμπειρικά,

ενώ στους κάμπους της Αρκαδίας τα κατασκεύαζαν με ειδική τέχνη)

 

 

Βασίλειος Κωνσταντή Σχίζας

 

 

Η κατασκευή του αλωνιού είναι επίπονη εργασία και θέλει επιδεξιότητα από τους κατασκευαστές. Οι καλύτεροι μαστόροι (κρέκονες στη συνθηματική γλώσσα τους) αλωνιών ήσαν οι «Λαγκαδινοί» και σ΄ αυτό το γενικό πλαίσιο ξεχωριστή θέση είχαν οι Σερβαίοι κρέκονες της πέτρας (πετράδες). Σημειώνεται ως «Λαγκαδινοί Μαστόροι», νοούνται οι χτίστες της πέτρας από όλα τα μαστοροχώρια γύρω από τα Λαγκάδια, με πρώτο μετά τα Λαγκάδια του Σέρβου. Οι Σερβαίοι και οι Λαγκαδινοί κρέκονες είχαν άριστη συνεργασία!

 

 

Από τους τελευταίους των κρεκόνων, τον Σερβαίο Ηλία (Λιά) του Αγγελή Παγκράτη, μεταφέρουμε αφηγήματα και περιορισμένα βιογραφικά σημειώματα, τα οποία αναφέρονται στην εν γένει ζωή των Σερβαίων μαστόρων και ευρύτερα της μαστοριάς (κρεκονιάς).

Από το «Πανεπιστήμιο της Κρεκονιάς!», οι μαστόροι έμαθαν πολλά πράγματα εκτός από την κύρια δουλειά τους που ήταν τα χτισίματα με πέτρες. Και αυτό γιατί έπρεπε να κάνουν όλες τις δουλειές για να έχουν απασχόληση όλες τις ημέρες που ήσαν ξενιτεμένοι, μακριά από το χωριό τους.

Ήταν μαστορόπουλο πρωτόβγαλτο ο Ηλίας Παγκράτης, στο τέλος της 10ετίας του 1950, όταν η κομπανία του (η μαστοροπαρέα/κρεκονοπαρέα) ήταν στο χωριό Κάνδαλος (Ζέλι) στη λίμνη Τάκα Αρκαδίας. Σε μια ανάπαυλα της δουλειάς τους, άκουγε παλιές αναμνηστικές διηγήσεις των μαστόρων. Στο χωριό Σκληρού λοιπόν, (είναι απέναντι από του Σέρβου, δυτικά της Ανδρίτσαινας), δούλευαν κάποια χρονιά της γερμανικής κατοχής, αείμνηστοι Σερβαίοι μαστόροι, και μεταξύ αυτών ο Μαστροκώστας (Κωνσταντής Βασ. Σχίζας) και ο Μαστρομιχάλης (Μιχάλης Δημ. Κωνσταντόπουλος), και έφτιαχναν ένα αλώνι! (σ.σ. Με την αφορμή που μου έδωσε ο Ηλίας Παγκράτης, σημειώνω πως ο Κωνσταντής Σχίζας είναι ο πατέρας μου και αναφέρω το όνομά του στο παρόν σημείωμα τιμώντας ελάχιστα τη μνήμη του!).

Εντυπωσιασμένος λοιπόν ο «εκκολαπτόμενος» κρέκονας, Ηλίας, γιατί άκουγε παραδόξως, πως οι μαστόροι πετράδες φτιάχνουν και αλώνια, ζήτησε αμέσως να μάθει τα μυστικά της κατασκευής τους!

 

Αλώνι

 

Πέτρινο αλώνι σε σχετικά καλή κατάσταση.

 

Τα αλώνια, λοιπόν, τα έφτιαχναν κατά το δυνατόν κοντά στα χωράφια τους και σε σημεία όχι απάνεμα (υπήνεμα), αλλά σε τοποθεσίες που να φυσάει ο άνεμος/νοτιάς, για να διευκολύνεται το λίχνισμα και έτσι να χωρίζουν το άχυρο από τον καρπό, το σιτάρι. Επέλεγαν τοποθεσίες όπως μικρά υψώματα, μικρά διάσελα, μικρά καταράχια, πλαγιές σε ρεματιές που σχηματίζονταν ρεύματα αέρα κ.λπ.).

Δημιουργούσαν μια επίπεδη επιφάνεια στο έδαφος, τουλάχιστον 20 επί 20m, όχι κατ’ ανάγκη ακριβώς τετραγωνισμένη. Στη μέση, (στο υποτιθέμενο κέντρο) της επίπεδης επιφάνειας, έβαζαν (έμπηγαν) στέρεα ένα πολύ δυνατό πάσσαλο, δύο (2) μέτρα περίπου ύψος. Αυτός ο πάσσαλος θα είναι το στιχερό στο τελείωμα χτισίματος (πλακόστρωσης) του αλωνιού.

Από τον πάσσαλο έδεναν ένα μακρύ ράμμα. (Το ράμμα είναι μακρύς σπάγκος, που έχει πάντα ο μάστορας στα εργαλεία του). Στα 5, 6, 7, 8 … μέτρα μάκρος του σπάγκου από τον πάσσαλο, αναλόγως το μέγεθος του αλωνιού που ήθελαν να φτιάξουν, χάραζαν κύκλο με περιστροφή, που θα είναι η περιφέρεια τού υπό κατασκευή αλωνιού.

Στην ορεινή Γορτυνία, τα αλώνια ήσαν μικρά, γιατί τα σιτάρια ήσαν λίγα, και τα αλώνια τα κατασκεύαζαν απλά/εμπειρικά. Τοποθετούσαν τις πέτρες αρχίζοντας από το κέντρο, τον πάσαλο, και συνέχιζαν γύρω–γύρω, ως έξω την περιφέρεια.

Στου Σέρβου, αλώνιζαν κατά κανόνα μόνο σιτάρια (γεννήματα). Ο θερισμός γινόταν τον μήνα Ιούνιο (Θεριστή) και το αλώνισμα τον Ιούλιο (Αλωνάρη).

Στους κάμπους της Αρκαδίας, τα αλώνια τα έχτιζαν με ειδική τεχνική.

Αφού χάραζαν την περιφέρεια, όπως είπαμε, με τον ίδιο τρόπο χάραζαν και ένα κύκλο με κέντρο τον πάσσαλο και ακτίνα ένα (1) μέτρο περίπου. Κατόπιν, οι μαστόροι (κρέκονες) έστρωναν με πέτρες αυτό το εσωτερικό στρογγυλό/κυκλικό κομμάτι γύρω από το στιχερό, το οποίο έλεγαν αφαλό του αλωνιού.

Την κυκλική εξωτερική περιφέρεια του αλωνιού την έλεγαν σφεντόνα και είναι σε αλφαδιά με τον αφαλό. (Αλφαδιά είναι η οριζόντια ευθεία που επιτυγχάνεται με το ράμμα και τη χρήση του οργάνου, αλφάδι).

Αν υποθέσουμε ότι η ακτίνα του αλωνιού ήταν οχτώ (8) μέτρα, τότε στη μέση της ακτίνας, δηλαδή στα τέσσερα (4) μέτρα,έστρωναν με πέτρες (πλάκες κατά το δυνατόν), γύρω-γύρω μια λωρίδα πλάτους δύο (2) μέτρων περίπου, με τρόπο ώστε να είναι δέκα (10) με δεκαπέντε (15) πόντους πιο χαμηλά από την οριζόντια αλφαδιά του αφαλού και της σφεντόνας. Κατόπιν, γέμιζαν (έστρωναν) τα υπόλοιπα μέρη που απέμεναν, εσωτερικά 2,5 και εξωτερικά επίσης 2,5 μέτρα, από τη δίμετρη λωρίδα. (Δηλαδή, 1mο αφαλός + 2m η μεσαία λωρίδα + 2,5m μεταξύ αφαλού και μεσαίας λωρίδας + 2,5m μεταξύ μεσαίας λωρίδας και σφεντόνας= 8m, που είναι η ακτίνα του αλωνιού.

Το χτίσιμο αυτών των δύο (2) μερών, (πλάτους 2,5m το καθένα), γινόταν με κλίση 10 εως 15 εκατοστών από τον αφαλό προς τη δίμετρη κεντρική λωρίδα, και ομοίως με την ίδια κλίση και το μέρος από τη σφεντόνα προς τη δίμετρη λωρίδα. Με απλά λόγια, το τεχνικό αλώνι είχε δύο κλίσεις, η μία από το κέντρο (αφαλό) προς το μέσον της ακτίνας του και η άλλη από την περιφέρεια (σφεντόνα), επίσης προς το μέσον της ακτίνας του. (Αυτά κατά προσέγγιση).

Με τον τρόπο αυτό, δημιουργείτο αντίσταση των ζώων στη φυγόκεντρη δύναμη και έτσι βοηθιούνταν, αφού έτρεχαν γύρω–γύρω από τις εννέα (9) το πρωί έως τις τρεις (3) μετά το μεσημέρι. Επίσης, ελαχιστοποιείτο η συγκέντρωση στον αφαλό άχυρων ή καλαμιών και σταχυών, αλλά και μειωνόταν η εκτίναξή τους εκτός αλωνιού με τα πόδια των ζώων.

Είχαν υπολογίσει σε κάθε ζώο (κατά κανόνα μουλάρι στη Γορτυνία και άλογο στους κάμπους της Αρκαδίας), αντιστοιχούσαν για το αλώνισμα 30 δέματα (κουντούρες) θερισμένο σιτάρι. Αν π.χ. οι κουντούρες ήσαν 150 τότε στο αλώνι έβαζαν (150:30) = 5 ζώα. Αλώνισμα με πέντε (5) ζώα το χαρακτηριζόταν «βαρύ αλώνι».

 

Αλώνισμα

 

Όταν για το αλώνισμα χρειάζονταν πέντε (5) ζώα (μουλάρια στην ορεινή Γορτυνία και άλογα στους κάμπους της Αρκαδίας), τότε το αλώνι χαρακτηριζόταν «βαρύ αλώνι».

 

 

Οι ιδιοκτήτες των ζώων λέγονταν αγωγιάτες και αμείβονταν για την εργασία τους όπως και για το μουλάρι ή άλογό τους με το αγώι, το οποίο ήταν κάποιες οκάδες από το γέννημα (σιτάρι), που έβγαζαν (παρήγαγαν) από το αλώνισμα.

Ο καλός αγωγιάτης έπρεπε να έχει πεταλώσει (καλιγώσει) το ζώο με καινούρια πέταλα γιατί με φθαρμένα (πολυφαδιασμένα) καρφιά, τα ζώα (ζα) γλιστρούσαν στις πλάκες του αλωνιού και έτσι φοβόντουσαν και καταπονούνταν, ενώ τα καινούρια καρφιά στα πέταλα «αγκιστρώνονταν» καλύτερα στις πέτρες, αλλά και κοβόταν καλύτερα η καλαμιά.

Τα ζώα τα έδεναν από το λαιμό, το ένα δίπλα στο άλλο, και με τριχιά, από τη βάση του στιχερού. Η τριχιά είχε τόσο μάκρος ώστε το εξωτερικό κατά την περιστροφή ζώο να είναι εσωτερικά της σφεντόνας.

Στο στιχερό έδεναν μια άλλη τριχιά με τις άκρες της, αρκετά χαλαρά, τη μία στη βάση και την άλλη στην κορυφή του. Αυτή την τριχιά την έλεγαν «αέρα» και ήταν οδηγός με την εξής έννοια. Αν έστω τα ζώα έτρεχαν αριστερόστροφα, ο «αέρας» μαζευόταν σιγά–σιγά γύρω από το στιχερό σε ορισμένο χρόνο ανάλογο της χαλαρότητας που όριζαν οι αγωγιάτες και με ειδική διασύνδεση μαζευόταν στη συνέχεια και η μεγάλη τριχιά που ήταν δεμένα τα ζώα, τα οποία με τη μειούμενη περιστροφή κατέληγαν κοντά στο στιχερό. Τότε άλλαζαν τη φορά των ζώων σε δεξιόστροφη, μέχρις ότου με την αυξανόμενη περιστροφή κατέληγαν στη σφεντόνα, οπότε άρχιζε η μειούμενη περιστροφή με κατάληξη πάλι στο στιχερό, κ.ο.κ. Το εξωτερικό ζώο κουραζόταν περισσότερο από τα εσωτερικά και πολλές φορές ζαλιζόταν και παραπατούσε (τρέκλιζε).

Και για τους μαστόρους κατασκευαστές αλωνιών η δουλειά ήταν κουραστική γιατί δούλευαν σκυφτοί ή γονατιστοί και οι πέτρες/πλάκες είχαν ακανόνιστο σχήμα, οι δε αρμοί μεταξύ τους έπρεπε να έχουν το πλέον ελάχιστο φάρδος.

Στου Σέρβου, υπήρχαν πολλά αλώνια (υπολογίζονται γύρω στα πενήντα (50), τα οποία σήμερα είναι χορταριασμένα, εγκαταλειμμένα και σιγά–σιγά καταστρέφονται.

Θα μπορούσε κάποιο αλώνι που είναι πλησίον του χωριού και πολύ κοντά στο δρόμο περιπάτου των επισκεπτών και των αποδήμων Σερβαίων, οι οποίοι κατακλύζουν το χωριό κατά τη θερινή περίοδο, να επισκευαστεί και να συντηρείται. Να το επισκέπτονται όσοι θέλουν και να προκαλούνται συζητήσεις για το παρελθόν του χωριού και για τη ζωή των περασμένων γενιών. Είναι κομμάτι του λαϊκού πολιτισμού μας.

Κυρίως, όμως, μη ξεχνάμε το χρέος μας, δηλαδή να στήσουμε αναμνηστική περικαλλή στήλη προς τιμή των αείμνηστων μαστόρων μας, των «χρυσοχέρηδων», που έχτισαν λαμπρά οικοδομήματα και άφησαν σαν κληρονομιά μεγάλη πολιτιστική παράδοση.

Μην εγκαταλείπουμε αυτή την κληρονομιά να απορροφηθεί στη χοάνη των εν γένει «Λαγκαδινών Μαστόρων» και να ξεχαστεί στο πέρασμα του χρόνου!

 

Αλώνισμα - Βαλτεσινίκο 2018

 

Αλώνισμα στο Βαλτεσινίκο, καλοκαίρι 2018.

Φωτό: Arcadia portal

 

 

(EKM)