.

Γ. Δ. Βέργος

      

   Ο Λιας κι ο Μήτρος από το χωριό μας (τυχαία ονόματα) ήταν συνομήλικοι και πολύ καλοί φίλοι. Ζούσαν στο χωριό και η καθημερινή τους ασχόλια ήταν οι αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες.

Όταν τέλειωσε ο πόλεμος του 1940 (πέντε παλληκάρια από το χωριό μας Σέρβου, σκοτώθηκαν στα πεδία των μαχών) και απαλλαγήκαμε από την επάρατη κατοχή των Γερμανών, ξεκίνησε δυστυχώς ο εμφύλιος.

Εκείνη την εποχή, κλήθηκαν και οι δύο φίλοι να καταταγούν στις τάξεις του στρατού, για να υπηρετήσουν την πατρίδα, ως επίστρατοι.

Έφυγαν, λοιπόν, από το χωριό για την Αθήνα, όπου θα γινόταν η κατάταξη. Στενοχωρημένοι, βέβαια, γιατί στο χωριό είχαν πολλές δουλειές, με ζωντανά, χωράφια κλπ, και ήταν δύσκολο να τα βγάλουν πέρα οι άλλοι της οικογένειας. Σκεφτόσαντε, λοιπόν, σε όλο το δρόμο, αν υπήρχε τρόπος να απαλλαγούν από την κατάταξη, και να γυρίσουν πίσω στο χωριό.

Αφού έφτασαν στην Αθήνα, πήγαν στα στέκια που σύχναζαν πατριώτες για να μάθουν νέα, να δουν τι γίνεται γενικά με την κατάσταση, και να πάρουν καμιά γνώμη για το θέμα που τους απασχολούσε. Πάνω στη συζήτηση για το θέμα αυτό με γνωστούς από το χωριό, πετάγεται ένας πατριώτης από τον Πειραιά και απευθυνόμενος με τρόπο στο Λια, του λέει.

 

-Λια, μπορώ να σου πω, ιδιαιτέρως;

-Ναι, μπάρμπα.

-Για το θέμα που λες της κατάταξης στο στρατό, έχω ένα γνωστό στην Επιτροπή που θα περάσετε και μπορώ να του μιλήσω. Έχεις τίποτα λιρίτσες να του τις βάλουμε κάτω από το χέρι, να σε απαλλάξει;

-Τι λες, ρε μπάρμπα, γίνονται τέτοια πράματα;

-Άσε συ τι γίνεται. Έχεις εγγλέζικο πράμα να γίνει η δουλειά;

-Για να κοιτάξω, ρε μπάρμπα. Μου φαίνεται κάτι έχω. Πουλήσαμε κάτι σφαχτά τις άλλες και κάτι πήραμε, για μια δύσκολη ώρα.

 

ΛΙΡΕΣΒάζει ο Λιας το χέρι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού και βγάζει από τη φόδρα ένα μικρό κουβάρι, δεμένο με ένα μακρύ σπάγκο, που το είχε δεμένο στο λαιμό του.

-Ε, τούτα έχω  ρε μπάρμπα, και δίνει στον Πειραιώτη το κουβάρι με τις λιρίτσες.

Το παίρνει με τρόπο ο μπάρμπας και βλέπει πράγματι ότι ήταν γνήσιο εγγλέζικο πράμα.

-Αύριο το πρωί, τέτοια ώρα θα είσαι εδώ Λιάκο μου, για να σου ειπώ πώς θα γίνει η δουλειά.

Έφυγε ο Λιας, ευχαριστημένος που δεν θα υπηρετούσε, και πήγε με το Μήτρο να πιούνε ένα κρασί, να του πει και τα ευχάριστα.

-Α, ρε τυχερέ, Λια, του λέει ο Μήτρος, εσύ τη βόλεψες τη δουλειά. Εγώ τι θα κάνω. Σε λίγες μέρες αρχίζουν τα στρατιωτικά καψώνια. Τουλάχιστον θα μου στέλνεις κανά τσιγάρο;

-Ότι μπορώ, αδερφέ, του απαντάει ο Λιας, βέβαιος ότι δεν θα υπηρετήσει.

 

Την άλλη μέρα το πρωί, κατευθείαν ο Λιας με το Μήτρο στον Πειραιά. Βρίσκουν τον καλό πατριώτη, που με χαμόγελο τους καλοδέχτηκε και τους κέρασε και καφέ. Αφού είπαν μερικές κουβέντες για το χωριό και άλλα σχετικά, λέει ο μπάρμπας.

-Άκου, Λιά, παιδί μου. Τον βρήκα τον άνθρωπο και μου είπε πως μπορεί να σε απαλλάξει, αλλά θα κάνεις κάποια πράγματα.

-Ό,τι μου πεις μπάρμπα.

-Πρέπει να κάνεις τον τρελό, του λέει εκείνος με σοβαρό τρόπο. Θα σε ρωτάνε π.χ. το όνομά σου και εσύ θα απαντάς κάτι άσχετο. Για παράδειγμα θα λες: Εγώ θα πα στα γίδια μου και διάφορα τέτοια. Έτσι, θα πάρεις τρελόχαρτο και δεν θα καταταγείς.

Φούντωσε ο Λιας με αυτά που άκουσε, αναψοκοκκίνισε, σηκώνεται πάνω και λέει θυμωμένα στον μπάρμπα.

-Εγώ τρελός δεν είμαι, ούτε θα κάνω τον τρελό. Θα το μάθουν στο χωριό και θα με κοροϊδεύουν για ψυχοπαθή. Να μου φέρεις τις λίρες μου πίσω.

-Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα, Λια, παιδί μου. Τις λίρες τις δώσαμε τώρα, δεν μας τις γυρίζουν πίσω.

Βάζει ο Λιας τα χέρια στο πρόσωπο και λίγο έλειψε να πέσει κατά γης.

 

Εκείνη τη στιγμή παρεμβαίνει ο Μήτρος, που παρακολουθούσε ήρεμα τη συζήτηση, και λέει:

-Γίνεται, μπάρμπα, να κάνω εγώ τον τρελό και αντί για τον Λια να μην πάω εγώ στρατό, αφού δεν μας επιστρέφουν τις λίρες;

-Τι να κάνουμε, ρε παιδάκι μου, ας γίνει έτσι να μη χάσουμε τις λίρες. Εγώ δεν έδωσα ακόμη το όνομα.

Έτσι και έγινε. Έμαθε καλά το μάθημα ο Μήτρος για την Επιτροπή και πήρε τελικά το τρελόχαρτο της απαλλαγής. Γύρισε στο χωριό, στα πράματά του και στα ζωντανά του, ενώ ο Λιας πέρασε από την Επιτροπή και κατατάγηκε στο στρατό, όπου υπηρέτησε την πατρίδα, κοντά δύο χρόνια. Ευτυχώς που γύρισε γερός!

 

 

Όσο για το Μήτρο, γύρισε στο χωριό και στα πράματά του και που και που έστελνε κανά χαριτιλίκι στο Λιά για την …εξυπηρέτηση που του έκανε!

Τ΄ακούς; Τ΄ακώ να λες (έτσι λέγαμε στο χωριό).

 

                                     **********

Εκείνη την εποχή που κλήθηκαν ο Λιας και ο Μήτρος να καταταγούν στο στρατό, ήρθε χαρτί και για άλλο τσοπανόπουλο, που το σπίτι του ήταν στο ανατολικό κομμάτι του χωριού.

Ήρθε ο χωροφύλακας στο καφενείο, με τα χαρτιά στο χέρι. Ρωτάει για τον «τάδε», για τον οποίο είχε χαρτί να καταταγεί στο στρατό.

Το ακούει ένας γείτονας του παιδιού και κατ΄ευθείαν …να πάρει τα «συχαρίκια». Φτάνει κάτω από το σπίτι και φωνάζει στη γυναίκα του σπιτιού:

-Πού είσαι, μωρή;

(οι γυναίκες στο χωριό είχαν όλες …το ίδιο όνομα, εκείνη την εποχή, και «απλογιόσαντε» στο άκουσμα της λέξης «μωρή»).

-Τ΄ έναι, ρε, απαντάει εκείνη.

-Ο χωροφύλακας έφερε χαρτί να πάει το παιδί στο στρατό.

Τι είπες; τον ρωτάει, τάχα πως δεν άκουσε. Και αμέσως μετά.

-Δεν αδειάζουμε εμείς, να πάει τώρα το παιδί στρατιώτης. Έχουμε τα «πράματα» (γιδοπρόβατα). Άλλη φορά…

 

(Δεν πρόκειται για ιστορίες, πρόκειται για γεγονότα.)

 

(χιμ)