.

Γ. Δ. Βέργος

  

1.     Το βάζο με το γλυκό.

   Πατριώτισσά μας, είχε το γιο της στο γυμνάσιο Λαγκαδίων, στη δεκαετία του 1950, και πήγε μια μέρα να τον δει και να του πάει «τίποτα» (αυτή τη λέξη χρησιμοποιούσαν συχνά οι πατριώτες). Πήρε, λοιπόν, το γαϊδούρι της, φόρτωσε τα σακούλια με τα τρόφιμα και τα σκουτιά του παιδιού, πέρασε την Τρανηβρύση, ανέβηκε το βουνό (λεσιά λέγαμε το σημείο που αρχίζει η κατηφοριά), κατέβηκε την «τσικούλα», πέρασε το ποτάμι «μπούφη» και τον Αγιονικόλα και πήρε την ανηφοριά για τον «Αγιώργη».

ΓΔΒ-ΒΑΖΟ ΜΕ ΓΛΥΚΟΕκεί έμενε ο γιος με άλλα παιδιά σε ένα νοικιασμένο σπίτι, που ήταν της κυρά-Μαρίας. Κατέβηκε μερικά σκαλάκια και χτύπησε την πόρτα της σπιτονοικοκυράς. Ήταν μεσημέρι, αλλά το Γυμνάσιο δεν είχε ακόμη σχολάσει. Ανοίγει η σπιτονοικοκυρά, καλοδέχεται την πατριώτισσα και την βάζει να κάτσει στην άκρη του κρεβατιού. Αφού είπαν διάφορα για τις οικογένειές τους, το χωριό και τα Λαγκάδια, η κυρά-Μαρία σηκώθηκε, πήγε στη κουζίνα και επέστρεψε με ένα μικρό βάζο γλυκό και ένα κουταλάκι, για να την φιλέψει τη μουσαφίρισσα (συνήθως το γλυκό ήταν κυδώνι). Συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, να προσφέρει η νοικοκυρά το βάζω με το γλυκό και να τρώει ο επισκέπτης μια-δυο κουταλιές, χωρίς πιατάκι (ακόμα και στις μέρες μου, δεν έβαζαν οι νοικοκυρές πιατάκι, συνήθως γιατί δεν είχαν…).

Το πήρε η καλή μας πατριώτισσα και άρχισε να τρώει τη μια κουταλιά μετά την άλλη. Κάποια στιγμή έρχεται και ο γιός από το Γυμνάσιο και η μάνα αφήνει το βάζο στο τραπέζι, για να χαιρετήσει το παιδί. Αμέσως μετά ξαναπαίρνει το βάζο και συνέχισε …τις κουταλιές. Το παιδί, της έκανε νόημα να σταματήσει, αλλά αυτή τίποτα, μέχρι που τελείωσε το γλυκό στο βάζο. Ήπιε η καλή σου και το νερό και έβγαλε το συνηθισμένο ήχο ευχαρίστησης, που βγάζουν συχνά κάποιοι, όταν τους αρέσει αυτό που φάγανε και ήπιανε.

Η κυρά-Μαρία παρακολουθούσε και είχε μείνει …«κόκαλο».

Γυρνάει μετά η πατριώτισσα στη σπιτονοικοκυρά και της λέει: 

 

   -Μπράβο ρε κυρά-Μαρία, πολύ ωραίο ήταν το γλυκό σου, τι να σου πω πόσο μου άρεσε. Και είχα μια λιγούρα, η μαύρη... ήταν ότι έπρεπε.

   Η κυρά Μαρία βέβαια δεν της είπε τίποτα. Ο γιος της όμως, αργότερα, όταν ήταν πλέον μόνοι τους, της τα έψαλε για τα καλά:

   -Τι έκανες ρε μάνα, γιατί το έφαγες όλο το γλυκό;

   -Άσεμε παιδάκι μου, αφού μου το έφερε η γυναίκα, να την προσβάλω, να μην το φάω; Ήταν και ωραίο!... και πεινούσα κιόλας!...

                                                                

2.     Τα σοκολατάκια.

   Νεαρός πατριώτης πήγε να χαιρετίσει τον «κουμπάρο», που είχε την ονομαστική του γιορτή (τον «κουμπάρο» τον είχε παντρέψει ο θείος του νεαρού, και γι αυτό λεγόσαντε όλοι «κουμπάροι»). Χτύπησε, λοιπόν, την πόρτα και τον υποδέχτηκε η σύζυγος, ενώ ο εορταζούμενος καθόταν σε μια καρέκλα στη «σάλα» του σπιτιού. Αφού χαιρετηθήκανε και είπαν τα σχετικά για την περίπτωση, η «κουμπάρα» σηκώνεται και επιστρέφει με ένα μπολ γεμάτο με φοντάν, (είδος από σοκολατάκια της εποχής). Το άφησε στο τραπέζι και είπε:


ΓΔΒ-ΦΟΝΤΑΝ-Να σε φιλέψουμε «κουμπάρε».

Ο νεαρός έφαγε ένα, έφαγε δύο, έφαγε τρία και συνέχισε μέχρι που χόρτασε. Ήπιε και το ποτήρι με το νερό που του έφερε η «κουμπάρα» «ευχαριστήθηκε» και ευχήθηκε ξανά.

Όταν σηκώθηκε να φύγει, λέει το «κουμπαρόπουλο»:

   -«Κουμπάρα» μου, δεν μπορώ να φάω άλλα, θα βάλω τα υπόλοιπα στην τσέπη μου....

   Κόκκαλο και η «κουμπάρα» και ο «κουμπάρος»....

 

3.     Οι χαρτοπετσέτες και οι οδοντογλυφίδες.

Ήταν την εποχή που πρωτοήρθε το αυτοκίνητο στο χωριό, στη δεκαετία του 1950. Ο μαστρο-Μήτρος (τυχαίο το όνομα) δούλευε στις οικοδομές στην Τρίπολη και πηγαινοερχότανε στο χωριό. Μια φορά είπε να πάρει μαζί του και το νεαρό Λια, που ήταν και συγγενής του, να κάνουν κάποιες δουλειές στην πόλη και να δει και το παιδί την «Τριπολιτσά», αφού ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαινε στη μεγάλη πόλη.

 

Πράγματι, πήραν το αυτοκίνητο και σε 2-3 ώρες φτάσανε στην Τρίπολη. Κάνανε τις δουλειές που είχανε και ο μπάρμπας «ξενάγησε» το παιδί στους δρόμους της πόλης και στα αξιοθέατα. Ο Λιας έμεινε με το στόμα ανοιχτό, με αυτά που έβλεπαν τα μάτια του (μεγάλα κτίρια, αυτοκίνητα, καλοντυμένος κόσμος και τόσα άλλα που δεν είχε ξαναδεί…).

Ήταν πια μεσημέρι και σε κανά δυο ώρες θα έφευγε το αυτοκίνητο πάλι για το χωριό.

-Δεν πάμε ρε Λιά να φάμε κάτι, μη γυρίσουμε νηστικοί στο χωριό; λέει ο Μήτρος.

-Ναι μπάρμπα να πάμε. Δεν έχω βάλει τίποτα στο στόμα μου.

ΓΔΒ-ΜΠΟΛΙΑΓΔΒ-ΜΠΟΛΙΑβΠράγματι πήγαν σε ένα υπόγειο, εκεί κοντά στην πλατεία του Αγίου Βασιλείου, και παράγγειλαν μια μερίδα ο καθένας και ένα μισόκιλο κρασί.

 

Αφού φάγανε, φωνάζει ο Μήτρος το σερβιτόρο:

   -Φέρε και καμιά οδοντογλυφίδα και καμιά χαρτοπετσέτα…

   Αμέσως πετάγετε και ο Λιας, που δεν είχε χορτάσει από αυτό που έφαγε και λέει:

   -Φέρε μου κι εμένα μια μερίδα από το καθένα…  

Κόκαλο ο σερβιτόρος.

Δεν είχε ξανακούσει ο Λιας για οδοντογλυφίδες και χαρτοπετσέτες. Όταν ο πατέρας του είχε πρόβλημα με τα δόντια, έπαιρνε ένα ξυλάκι από ρίγανη και τα «σκάλιζε». Όσο για πετσέτα είχαν στο σπίτι τους μια «μπόλια» (ντρίλινη πετσέτα), συνήθως όμως σκουπιζόσαντε με τα χέρια τους και τη ...«μανίκα τους»…

 

(ΧΙΜ)