.

Γ. Δ. Βέργος.

   Τι να πρώτο-θυμηθεί κανείς από τη ζωή στο χωριό μας Σέβου, από την εποχή που άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος στη χώρα (1946), μέχρι σήμερα. Τότε εγώ ήμουνα 9 χρονών.

Με αφορμή και το γεγονός πως αυτή την περίοδο είμαστε κλεισμένοι όλοι στα σπίτια, λόγω κορωνοϊού, σκέφτηκα να γράψω κάποια πράγματα που μου έρχονται στο μυαλό και έζησα ως παιδί, εκείνη την περίοδο του εμφυλίου (1946-1949). Έτσι, για να περνάει κάπως και η ώρα, και να ξεφεύγουμε λίγο από τον κατακλυσμό των αρνητικών ψυχοπλακωτικών ειδήσεων και των θανάτων, από τον ασύμμετρο πόλεμο με αυτόν τον παγκόσμιο φονικό ιό.

Πάντως, για …πόλεμο θα σας μιλήσω και εγώ.

Στο μικρό αυτό άρθρο δεν πρόκειται να αναφερθώ στον εμφύλιο γενικά στη χώρα μας, ούτε να εκφράσω προσωπική άποψη για το ποιοι είχανε περισσότερο η λιγότερο δίκιο, από τη μία ή την άλλη πλευρά. Έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες από ειδικούς, από όποια σκοπιά και αν το δει κανείς. Καθένας μπορεί να τις μελετήσει και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

Δικός μου σκοπός είναι να περιγράψω μόνο ότι θυμάμαι και έχω πληροφορηθεί, για ένα συγκεκριμένο θέμα, που έχει σχέση με την περιπέτεια λίγων πατριωτών, που τότε είχαν «απαχθεί» από το χωριό, δραπέτευσαν στη συνέχεια κατέφυγαν για ασφάλεια στην κοντινή Δημητσάνα (ήταν υπό τον έλεγχο του στρατού), ως «ανταρτόπληκτοι».

Έχω τη γνώμη πως αυτή η καταγραφή συνεισφέρει κάτι στην ιστορία του χωριού μας, μετά την παρέλευση εβδομήντα και πλέον ετών και καλό είναι να το διαβάσουν, κυρίως οι νεότεροι πατριώτες, που είχαν την τύχη να μη ζήσουν εκείνη την τραγική για τη χώρα περίοδο.

Όπως είναι γνωστό, την περίοδο του εμφυλίου, είχαν συμβεί πολλά άσχημα γεγονότα, τόσο από τη μία όσο και την άλλη πλευρά, και λίγο-πολύ σε όλη τη χώρα. Ευτυχώς στο δικό μας χωριό είχαμε ελάχιστα τέτοια συμβάντα, σε σχέση με τα δραματικά και συνάμα τραγικά γεγονότα, που συνέβησαν κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα. Οι πατριώτες μας κοίταζαν περισσότερο τις δουλειές τους και πως θα τα βγάλουν πέρα με τη φτώχεια και τις στερήσεις, κυρίως πως θα μεγαλώσουν καλύτερα τα παιδιά τους.

   Πολλοί από τους νέους πατριώτες ήταν επιστρατευμένοι την περίοδο του εμφυλίου. Όχι μόνο όσοι είχαν σειρά να υπηρετήσουν τη θητεία τους, αλλά και περί τους είκοσι με τριάντα ακόμη, που ήσαν μεγαλύτεροι και τους λέγαμε «επίστρατους». Κάποιοι από αυτούς ήσαν οικογενειάρχες, ακόμη και με παιδιά.

Από την άλλη πλευρά, ξέρουμε ότι εκείνη την εποχή υπήρχε και ο γνωστός ‘’Δημοκρατικός Στρατός’’ (το ένοπλο τμήμα του αριστερού κινήματος της χώρας, το οποίο αναπτύχθηκε στην περίοδο της κατοχής για να πολεμήσει τον κατακτητή και στη συνέχεια επιδίωξε να αλλάξει το πολιτικό καθεστώς, με σκοπό την βελτίωση της ζωής των ανθρώπων). Ο στρατός αυτός συγκέντρωνε στις τάξεις του πολλούς νέους και νέες, αλλά και μεγαλύτερους (κυρίως άντρες).

Από το χωριό μας, είχαν καταταγεί εθελοντικά στις τάξεις αυτού του στρατού δυο νεαροί τότε 16-17 χρονών, που είναι ακόμη εν ζωή, και τους εύχομαι να είναι καλά. Απ’ όσο γνωρίζω, όταν έληξε ο πόλεμος, ο ένας πέρασε από Στρατοδικείο και καταδικάστηκε, αν δεν κάνω λάθος σε θάνατο, χωρίς βέβαια να εκτελεστεί αυτή η ποινή.

Ο «Δημοκρατικός στρατός» στη χώρα, προσπαθούσε να ενισχύσει τις δυνάμεις του και πέραν των εθελοντών, με ένα είδος αναγκαστικής επιστράτευσης νέων, οι οποίοι δεν ήθελαν να καταταγούν στις τάξεις του.

Αυτό συνέβη και στο χωριό μας.

Ένα απόγευμα του Οκτώβρη του 1948, ήρθε στο χωριό μυστικά (το σούρουπο) μια ομάδα ανδρών, περί τους 30-40, (οπλισμένοι σαν αστακοί, που λέει και η παροιμία), με επικεφαλής έναν «καπετάνιο» από τη Λυσσαρέα, που ήταν ανθυπολοχαγός του ‘’Δημοκρατικού Στρατού’’ και που το παρατσούκλι του ήταν «Μπουρμπουτσέλος Σωτήρης». Αποστολή τους ήταν να επιστρατεύσουν όσους νέους έβρισκαν στο χωριό και να τους οδηγήσουν στο στρατηγείο τους.

Ο «Μπουρμπουτσέλος» ήταν συγγενής του θείου μου, του αείμνηστου Θοδωρή Τρουπή (Αλούπη). Με το που ήρθε στο χωριό πήγε κατ΄ ευθείαν στο μαγαζί του θείου και του είπε να διώξει τα παιδιά του, αγόρια και κορίτσια, γιατί το βράδυ θα έκαναν επιστράτευση.

Πράγματι, ο θείος μου κινητοποιήθηκε γρήγορα και έδιωξε το γιό του Νίκο που ήταν τότε 17 χρονών, και όσα άλλα παιδιά μπόρεσε να ειδοποιήσει στο χωριό, και τα έστειλε πάνω στο βουνό και δεν ξέρω που αλλού.

Όταν νύχτωσε ποιο πολύ, μερικοί από τους άντρες του «Μπουρμπουτσέλου», πιάσανε τους δρόμους που έβγαζαν από το χωριό (Τρανή Βρύση, Άγιο Ανδρέα, Νεκροταφείο, το δρόμο στο κάτω χωριό προς Λυκούρεση και ίσως κάπου αλλού) και οι υπόλοιποι πήγαν στην αγορά και μάζεψαν όλους όσους βρήκαν στα μαγαζιά.

Τους συγκέντρωσαν στο καφενείο που ήταν απέναντι από το μαγαζί του θείου μου (κληρονόμων σήμερα Ν. Θ. Σχίζα) και ο «Μπουρμπουτσέλος» αφού τους μίλησε πρώτα για τους σκοπούς του «δημοκρατικού στρατού» και τα σχετικά, έβγαλε στη συνέχεια ένα χαρτί από την τσέπη του και άρχισε να διαβάζει κατεβατό με ονόματα νέων πατριωτών, που έπρεπε να καταταγούν και να ενισχύσουν τις τάξεις αυτού του στρατού. Όποιος από τα ονόματα που διάβασε δεν ήταν παρόν, έδωσε εντολή να πάνε οι άντρες του με συνοδεία στα σπίτια τους και να τους φέρουν στο καφενείο.

Έτσι και έγινε.

Τελικά κατάφεραν να πιάσουν μόνο πέντε, γιατί οι περισσότεροι από όσους διάβασε είχαν καταφέρει να φύγουν στο βουνό ή να κρυφτούν κάπου.

Αυτοί οι πέντε ήσαν: 

1.     Χρήστος Γ. Κωνσταντόπουλος, (Μουργάκος)  

2.     Φώτης Ι. Λιατσόπουλος, (Λιατσόγιαννη)   

3.     Νίκος Αναστ. Παπαθωμόπουλος, (Παυσανία)  

4.     Δημήτριος Ν. Παπανικολάου  

5.     Παρασκευάς Δ. Σχίζας (Μητσαινούλας). Ο μόνος επιζών σήμερα, που μου επιβεβαίωσε και αυτά που γράφω.

Αυτοί που κατάφεραν και γλύτωσαν ήσαν περισσότεροι. Πρώτος ήταν ο Ηλίας Αθ. Σχίζας, ο επί πολλά χρόνια πρόεδρος του χωριού, ο οποίος όταν πήγαν στο σπίτι του να τον πιάσουν πήδησε από το παραπόρτι ή τη μπαλκονόπορτα (ύψος περίπου δυο-τρία μέτρα) και κρύφτηκε στα πουρνάρια και στη συνέχεια κουτρουβαλίζοντας έφτασε κάτω από το σπίτι του αείμνηστου Φώτη Δημόπουλου (Σκορδή), προς το ρέμα. Θυμάμαι τους πυροβολισμούς που του έριξαν, χωρίς ευτυχώς να τον τραυματίσουν και χωρίς να καταφέρουν να τον συλλάβουν.

Άλλους πατριώτες που είχαν στον κατάλογο για επιστράτευση, όπως μου είπε ο ξάδερφός μου Νίκος Θ. Τρουπής (Αλούπη), ήσαν οι εξής:

Εν ζωή άντρες:  

1.     Νίκος Θ. Τρουπής

2.     Αναστάσιος Γ. Γεωργακόπουλος

3.     Δημήτριος Γ. Δημόπουλος (Σιώκου)

4.     Παναγιώτης Γ. Δημόπουλος (Σιώκου)

5.     Παρασκευάς Ανδρ. Στρίκος

Αείμνηστοι:

6.     Παρασκευάς Β. Βέργος

7.     Νίκος Γ. Δάρας

8.     Λεωνίδας Αν. Παπαθωμόπουλος

Κορίτσια:

  9.     Ασήμω Γ. Γεωργακοπούλου 

10.  Γιαννούλα Γ. Δάρα (αείμνηστη)

11.    Ρίνα Θ. Τρουπή (Αλούπη).

   Αυτούς θυμήθηκε ο Νίκος. Ίσως να ήταν και κάποιος άλλος, που θα μπορούσα να τον προσθέσω σε αυτόν τον κατάλογο, αν με πληροφορήσει σχετικά κάποιος πατριώτης.

    

Όπως μου είπε ο συλληφθείς Παρασκευάς της «Μητσιαινούλας», που μιλήσαμε τηλεφωνικά, τους πήραν εκείνο το βράδυ τους πέντε, όπως ακριβώς τους πιάσανε, και όλη τη νύχτα περπατούσαν προς τα Τρόπαια, που ήταν το αρχηγείο τους (δεν θυμάται που ακριβώς).

Το ίδιο θυμάμαι και εγώ που το συζητούσαν τις επόμενες ημέρες οι άντρες, στο μαγαζί του πατέρα μου.

Εκεί στο «στρατόπεδο» τους έδωσαν «στρατιωτικά ρούχα» και προσπάθησαν να τους μυήσουν στο πνεύμα και τους σκοπούς του «Δημοκρατικού στρατού».

Επειδή όμως,

«το σκυλί με το ζόρι μαντρί δεν φυλάει»,

οι πέντε «απαχθέντες» πατριώτες σκέφτονταν πως θα βρουν ευκαιρία να την κοπανίσουν, κατά το κοινώς λεγόμενο.

Έτσι και έγινε.

Μετά από μερικές μέρες (ίσως και μήνα) δραπέτευσαν (όχι όλοι μαζί), και γύρισαν στο χωριό νύχτα. Ο Παρασκευάς, όπως μου είπε, δραπέτευσε πρώτος.      

Ήξεραν βέβαια οι «δραπέτες» πως οι άντρες του «Δημοκρατικού στρατού» θα επέστρεφαν στο χωριό και θα έπαιρναν εκδίκηση. Όμως δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά, γιατί δεν το σήκωνε η συνείδησή τους. Στο χωριό προφανώς δεν μπορούσαν να μείνουν γιατί θα τους ξανάπιαναν, και ποιος ξέρει ποια θα ήταν η τύχη τους. Έτσι αποφάσισαν να φύγουν όπως-όπως αμέσως από το χωριό, για τη Δημητσάνα που ήταν υπό τον έλεγχο του στρατού και να προφυλαχτούν ως «ανταρτόπληκτοι».

Εκείνο το βράδυ.

Ήταν αργά τη νύχτα όταν ήρθε στο σπίτι μας η γυναίκα του Νίκου Παπαθωμόπουλου, ή αείμνηστη Βάσω (ήταν ανιψιά της μάνας μου) και κατατρομαγμένη μας είπε:

«ελάτε γρήγορα να μαζέψτε τα πράγματα, ότι μπορείτε, γιατί ήρθε ο Νίκος και φεύγουμε αμέσως για τη Δημητσάνα».

Η Βάσω είχε το γιό της τότε, τον Τάσο, μωρό δυο-τριών μηνών.

Σηκώθηκαν λοιπόν οι γονείς μου αμέσως και εγώ από κοντά και πήγαμε στο σπίτι της. Μαζέψαμε ότι μπορούσαμε στα γρήγορα, κυρίως ρούχα, τρόφιμα και τα ζωντανά και τα πήγαμε στο σπίτι μας.

Εκεί στο σπίτι της ξαδέρφης, θυμάμαι πως βρήκαμε, εκτός από το Νίκο τον άντρα της, το Μήτσιο του Παπανικολάου και το Χρήστο τον Κωνσταντόπουλο. Αυτοί οι τρεις είχαν δραπετεύσει μαζί και θα φεύγανε μαζί για τη Δημητσάνα.

Πράγματι, πήραν ότι μπορούσαν στον ώμο και μαζί με τη γυναίκα του και το παιδί του ο Νίκος και τη γυναίκα του ο Χρήστος, φύγανε όλοι βιαστικά νυχτιάτικα για τη Δημητσάνα, που απέχει από το χωριό περί τα 15 χιλιόμετρα.

Ήταν αργά τη νύχτα και ο καιρός χειμωνιάτικος.

Νοέμβρης μήνας.

Όπως μου έλεγε η Ελένη, κόρη του Νίκου, της είχε πει η μάνα της, πως εκείνη τη νύχτα που πήγαιναν για τη Δημητσάνα, έκανε πολύ κρύο και είχε ρίξει και χιόνι. Το μωρό, ο Τάσος, από το κρύο έκλεγε και δεν μπορούσε η μάνα του να το μωρώσει με τίποτα. Τότε της λέει ο Νίκος κάποια στιγμή, με σιγανή φωνή που μόλις έβγαινε από το στόμα του:

«ή μώρωσέ το ή πνίχτο,

θα μας ακούσουν και χαθήκαμε όλοι».

Τελικά έφτασαν στη Δημητσάνα εξουθενωμένοι και κάπου βρήκαν καταφύγιο.

Οι γονείς του Νίκου πήγαν στη Δημητσάνα μετά μερικές μέρες, αφού άδειασαν εντελώς το σπίτι. Εκεί φιλοξενήθηκε όλη η οικογένεια στο σπίτι του αείμνηστου Παναγή Γ. Δημόπουλου, που ήταν πρώτος ξάδερφος της Βάσως.

Στη Δημητσάνα είχαν πάει για προστασία πολλοί από το χωριό μας, όπως και από άλλα χωριά του Δήμου Ηραίας. Αυτούς τους λέγαμε «ανταρτόπληκτους». Μετά τη λήξη του εμφυλίου, όλοι αυτοί επέστεψαν στα χωριά τους.

Η εκδίκηση.

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι άντρες του «δημοκρατικού στρατού» πράγματι επέστρεψαν μετά μερικές ημέρες στο χωριό μας και πήραν εκδίκηση.   Πήραν ότι μπορούσαν από τα σπίτια αυτών που δραπέτευσαν, αλλά και από τα σπίτια άλλων που ανήκαν στο αντίθετο στρατόπεδο.

Από το σπίτι του Μήτσιου του Παπανικολάου (είχαν φύγει όλοι για τη Δημητσάνα) πήραν το γουρούνι από την αυλή, το κατέβασαν αποκάτω στην αυλή του σπιτιού του Κ. Γκούτη, (ήταν ακατοίκητο) και εκεί το έσφαξαν.

Θυμάμαι που είχαν αδειάσει δυο σπίτια των αείμνηστων Σπήλιου Δημόπουλου και Κωνσταντή Σχίζα (Πετρούλια), διότι ήταν τα παιδιά τους στη Χωροφυλακή. Τους πήρανε όλα τα ζώα, γίδια, πρόβατα, μουλάρια και ότι άλλο είχαν στα σπίτια τους. Όπως μου είπε ο πατριώτης μας Γιάννης Σταύρου Βέργος, για τη μεταφορά των ζώων του Σπ. Δημόπουλου αγγάρεψαν τον πατέρα του και το θείο του (αδερφό του πατέρα του) Νικόλα Διον. Βέργο. Μετέφεραν το κοπάδι   σε μια μακρινή περιοχή στο χωριό Βλόγγος, που εκεί είχαν κάποια έδρα. Λεπτομέρειες γράφει ο Γιάννης σε άρθρο του, που έχει αναρτήσει o ίδιος στην ιστοσελίδα servou.gr, με τίτλο ‘’ΤΑ ΔΥΟ ΤΣΙΓΑΡΑ’’.

   Ας είναι αιωνία η μνήμη των πατριωτών που έζησαν αυτή τη δοκιμασία και δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή. Ας είναι καλά και όσοι είναι εν ζωή και καλό θα είναι να διηγούνται την περιπέτειά τους αυτή στα εγγόνια τους, να μαθαίνουν και αυτά την ιστορία του χωριού μας.

………………………………

Το καταλάβατε;

Είμαστε μαθητές τότε του δημοτικού σχολείου.

Δασκάλα μας, που μας έκανε καθημερινά σχεδόν μάθημα, ήταν η καλοσυνάτη Βάσω Σωτηροπούλου, από τη Ζάτουνα. Κάποιες φορές μας έκανε μάθημα και ο Γ. Αναστασόπουλος, εξαιρετικός άνθρωπος και δάσκαλος από το χωριό μας, που ήταν διορισμένος από την πλευρά του «δημοκρατικού στρατού».

Κατά περιόδους έρχονταν στην τάξη του σχολείου κάποιοι «ανώτεροι» και μας ρωτούσαν σχετικά με τα μαθήματα και γενικά για τη ζωή στο χωριό.

Επειδή η δασκάλα μας ήξερε πως ήσαν τα πράγματα και ήθελε να προλάβει κάποια απάντηση παιδιού, που θα δημιουργούσε ενδεχομένως πρόβλημα στο χωριό, σκέφτηκε να μας «δασκαλέψει».

Μας λέει λοιπόν:

Ακούστε όλα τα παιδιά με προσοχή.

«Αν έρθει κάποιος στην τάξη και σας ρωτήσει αν σας κάνει μάθημα ο δάσκαλος κύριος  Αναστασόπολος εσείς θα απαντήσετε ως εξής:

Αν ακούσετε εμένα και του πω μόλις μπει στην τάξη,

«καλώς το σύντροφο»,

και σας ρωτήσει για το δάσκαλο, θα του πείτε ότι έρχεται κάθε μέρα και μόνο σήμερα δεν ήρθε, γιατί είχε κάποια δουλειά.

Αν όμως με ακούσετε να του πω

«καλώς τον κύριο προϊστάμενο»

εσείς θα του πείτε, αν σας ρωτήσει, πως μόνο μια φορά ήρθε στο σχολείο και έκανε μάθημα.

Το καταλάβατε;

Ναι...

Το καταλάβατε;

Ναι…

(Ας είναι αιωνία η μνήμη και των δύο αυτών δασκάλων μου, εκείνης της πέτρινης εποχής) 

………………………………………………

Ας ευχηθούμε όλοι οι πατριώτες, ποτέ πάλι η πατρίδα μας να μη ζήσει τέτοια δοκιμασία, όπως αυτή του εμφυλίου.

Επί πλέον, τώρα που περνάμε την μεγάλη δοκιμασία με τον κορωνοϊό, να ευχηθούμε να είναι σύντομη αυτή η περιπέτεια και με όσο το δυνατόν λιγότερους θανάτους και με τη μικρότερη δυνατή οικονομική καταστροφή.

Εφαρμόζουμε με θρησκευτική ευλάβεια και με κάθε λεπτομέρεια τις οδηγίες των ειδικών και πάνω απ΄ όλα ανταποκρινόμαστε απόλυτα στη σύσταση «ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ».

.

ΤΑ ΠΑΡΑΣΗΜΑ

.ΤΑ ΔΥΟ ΤΣΙΓΑΡΑ

(χιμ)