Γεώργιος Δ. Βέργος

 

Υπήρχε κηροποιείο στο χωριό μας;

Ναι υπήρχε, όσο κι αν  σήμερα  μπορεί να φαίνεται σε κάποιους απίθανο και παράξενο.  

Ας πάρουμε  όμως τα πράγματα με τη σειρά. 

 

zoodoxos pigi
Ο Ι. Ναός της Ζωοδόχου Πηγής, 
που κατασκευάστηκε το 1872
και αποτελεί διατηρητέο μνημείο
για το χωριό μας  

Στη δεκαετία του 1940,  στο χωριό μας δεν πουλούσαν κεριά, γιατί  …δεν υπήρχαν  (πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος).  Όμως,  για τις ανάγκες  της Εκκλησίας  αλλά και της πίστης  του καθενός,  οι ηλικιωμένοι (γονείς, παππούδες, γιαγιάδες) που σε κάθε λειτουργία  σχεδόν  πήγαιναν στην εκκλησία,   έπρεπε «υποχρεωτικά»  να ανάψουν ένα κερί.

 Ας σημειωθεί πως  εκκλησιασμό είχαμε  τότε εκτός από κάθε Κυριακή και σε όλες τις εορτές των Αγίων, όχι μόνο των γνωστών και «μεγάλων»  αλλά και των «μικρών», όπως θα τους ονομάζαμε. Σε κάθε λειτουργία, λοιπόν,  όσοι μπορούσαν (άνδρες και  κυρίως γυναίκες), πήγαιναν στην εκκλησία, αλλά έπρεπε να έχουν το κεράκι τους ή το αντίτιμο σε χρήματα να ανάψουν από το παγκάρι της εκκλησίας.

Θυμάμαι πολλές φορές που κάποια γυναίκα πήγαινε στην εκκλησία και φώναζε τη γειτόνισσα να πάνε παρέα,  και αυτή της απαντούσε:

 

 -δεν θα πάω  σήμερα γιατί δεν έχω κερί.

Αν της έλεγε αυτή  πως θα πάρει στην εκκλησία,  της απαντούσε:

- δεν έχω λεφτά…

 και φυσικά δεν πήγαινε. 

 Η  ψυχική ανάγκη  και υποχρέωση, λοιπόν, των πατριωτών για ένα κερί στην εκκλησία έστρεψε το ενδιαφέρον τους  στην αυτοσχέδια παρασκευή κεριών,  από την κερήθρα των μελισσών.

 

Τα πρώτα κεριά από την κερήθρα του μελισσιού.

ΓΔΒ-γΚΟΥΒΕΛΙ
ΓΔΒ-αΚΥΨΕΛΗ
ΓΔΒ-βΚΕΡΗΘΡΑ
Το παλιό κουβέλι,
ένα είδος σύγχρονης κυψέλης
και η κερήθρα

 Όπως είναι γνωστό,  στο χωριό μας αρκετοί πατριώτες  είχαν μελίσσια, εκείνη την εποχή. Όχι βέβαια στη σημερινή μορφή, αλλά με ξύλινα τετράγωνα κουτιά,  που τα έλεγαν κουβέλια.  Από κάθε κουβέλι  (κυψέλη),  υπολογίζω πως έβγαζαν τρία ως πέντε κιλά μέλι.   Μαζί με αυτό  έβγαζαν και την  κερήθρα, ασφαλώς σε πολύ μικρότερη ποσότητα.  Την κερήθρα αυτή την  έπαιρναν  οι γυναίκες  και την έλιωναν  σε ένα κατσαρόλι στη φωτιά.  Όταν κρύωνε και μπορούσε να ζυμωθεί στα χέρια,  έβαζαν   κλωστές  (για φυτίλι) που είχαν από τον αργαλειό, και με το χέρι έπλαθαν το κερί  που χρησιμοποιούσαν στη λειτουργία,  στα  μνημόσυνα  κλπ. Τα κεράκια αυτά δεν ήταν μεγαλύτερα από 25-30 εκατοστά.

 Όσοι  πατριώτες δεν είχαν μελίσσια,  αγόραζαν κεριά από  αυτούς που είχαν,  με λεφτά ή έκαναν ανταλλαγή με είδος, όπως γάλα, τυρί ή και εργασία σε χωράφι  ή να σκάψουν στο αμπέλι, να θερίσουν κλπ.  

 

Μελίσσια στο χωριό μας είχαν αρκετοί πατριώτες. Τα ποιό πολλά  είχε ο   Σαμαρόγιαννης και Σαμαρολιάς  (τα κουβέλια τα είχαν στην περιοχή της λιμνίτσας προς τη βόρεια πλευρά), ο Τσαντίλης  (στην ίδια περιοχή, από τη νότια πλευρά), η μάνα του Μήτσιου και Θόδωρου Σχίζα  (στην περιοχή «Μούσγα»)  και στους Αράπηδες ο Μαρθολιάς.  Λιγότερα είχαν ο Βασίλης Βέργος, ο Γρέκης, νομίζω ο Γ. Σχίζας (Αρφάνης) και ο πατέρας μου (Μήτσιο-Βέργος)  κάποια στιγμή τα είχε φτάσει τριάντα. Τα τελευταία χρόνια,  ασχολούνται με μελίσσια  και οι πατριώτες  Νίκος Δ. Μπόρας, που διετέλεσε και πρόεδρος του χωριού  και ο Γιάννης Μιχ. Λιατσόπουλος.

 

Τα κεριά  από το «κηροποιείο»

Ας δούμε τώρα πως  οι νεοκόρισσες επεξεργάζονταν τα μισοκαμμένα κεριά  (υπολείμματα των κεριών που άναβαν οι πιστοί στην εκκλησία κλπ) και έφτιαχναν νέα κεριά, στο αυτοσχέδιο «κηροποιείο».

Όταν έσβηναν τα κεριά μετά το πέρας της λειτουργίας ή κάποιου μυστηρίου, η νεοκόρισσα τα μάζευε  και τα έβαζε όλα μαζί. Εκείνη την εποχή και για πολλά χρόνια νεοκόρισσα ήταν η Κατερίνη χήρα Ν. Τρουπή «Παπίτσαινα» (μάνα του Αλούπη και αδελφή της δικής μου γιαγιάς, από τη μεριά του πατέρα μου).   Όταν τα  συγκεντρωμένα καμένα κεριά ήσαν σε αρκετή ποσότητα τα έπαιρνε στο σπίτι της μαζί με το καζάνι της εκκλησίας,  που υπολογίζω να είχε διάμετρο περί τα 70 εκατοστά. 

 

 

Έβαζε λοιπόν,  το καζάνι στη φωτιά και έριχνε μέσα τα μισοκαμένα   κεριά, για να λιώσουν.  Σε μικρή απόσταση πάνω  από το καζάνι κρεμούσε  με  ένα τρίποδο ένα  μεταλλικό στεφάνι, σαν πολυέλαιο, λίγο μικρότερο από το άνοιγμα του καζανιού.  Στο στεφάνι αυτό  υπήρχαν γύρω-γύρω μικροί μεταλλικοί γάντζοι που ήταν κρεμασμένο το φυτίλι (η κλωστή)  γύρω από το οποίο θα σχηματιζόταν το κερί. Με μια κουτάλα έπαιρνε η γιαγιά από το καζάνι το λιωμένο κερί και το έριχνε πάνω σε κάθε κλωστή  και  σε λίγη ώρα αυτό στερεοποιείτο και  έτσι γινόταν ένα καινούριο κερί. Ανάλογα με το μήκος της κλωστής και την ποσότητα του λιωμένου κεριού που έριχνε πάνω, έφτιαχνε κεριά διαφόρων διαστάσεων  και χρηματικής αξίας.   

Στο τέλος  αυτής της διαδικασίας, στον πάτο του καζανιού, έμεναν οι κλωστές (τα φυτίλια) των λιωμένων κεριών με μικρή ποσότητα κεριού που δεν το «έπιανε» η κουτάλα. Σε αυτό έριχνε η «γρια-Παπίτσαινα» και άλλες κλωστές που κερωνόντουσαν και μας τις έδινε και  εμείς  τα παιδιά τις χρησιμοποιούσαμε  τα βράδια,  αντί για φακό.

 

Κεριά από παραφίνη.

LIMNITSA A - Αντιγραφή
LIMNITSA B - Αντιγραφή
b-nekrot.
Η "Λιμνίτσα" παλιότερα και επισκευασμένη
από  το Σύνδεσμο (2017).
Κάτω, η περιοχή στη νότια πλευρά 
της λιμνίτσας,  που είχε τα μελίσσια ο Τσαντίλης.
(Στο βάθος το  νεκροταφείο)

 Γύρω  στο 1950 έφεραν τα μαγαζιά του χωριού μας κεριά από παραφίνη. Αυτά τα κεριά  όταν άναβαν στην εκκλησία είχαν  μια άσχημη μυρωδιά,  που πολλές φορές ήταν ανυπόφορη.  Αντίθετα,  τα κεριά από το γνήσιο κερί της μέλισσας  είχαν πολύ ωραία μυρωδιά. Λίγο αργότερα άρχισαν να κάνουν τα κηροποιεία κεριά ανάμικτα με κερί και παραφίνη,  σαν αυτά που υπάρχουν και σήμερα.

 

«Καταραμένη φτώχεια»

 Η τιμή του κεριού στην εκκλησία, εκείνη την εποχή, συνήθως ήταν πενήντα λεπτά ή μια δραχμή. Μερικοί έριχναν ένα χαρτονόμισμα  της δραχμής ή ένα κέρμα των πενήντα λεπτών και έπαιρναν  αντίστοιχα  ένα  ή δύο κεριά.  Ο επίτροπος  βέβαια, προασπιζόμενος τα «συμφέροντα» της εκκλησίας, πρόσεχε με την άκρη του ματιού του τι έριχνε ο καθένας και προέβαινε σε ανάλογη «παρατήρηση»,  αν γινόταν κάποια παρασπονδία, γιατί τα κεριά ήσαν λίγα και οι ανάγκες της εκκλησίας πολλές.  και, τέλος πάντων, αυτό επέβαλε το συμφέρον του Ναού!. Συνήθως, αυτός που έκανε την «κουτσουκέλα» επέμενε ότι έριξε στο δίσκο περισσότερα χρήματα, γι’ αυτό πήρε δυο κεριά… και πως ο επίτροπος δεν είδε καλά!

Κάποιος πατριώτης, που συχνά έκανε αυτό το πράγμα και είχε δεχθεί την παρατήρηση του επιτρόπου, σκέφτηκε το εξής, κυρίως για να μην «κουβεντιαστεί» και κακοχαρακτηριστεί,   από τους συγχωριανούς του, που αφορμή ζητάγανε για κάτι τέτοιο… Έδωσε στο γείτονά του που πήγαινε στην εκκλησία ένα πενηνταράκι να βάλει και γι΄ αυτόν κερί, γιατί είχε τάχα μια δουλειά και δεν μπορούσε να πάει. Του επέστησε την προσοχή   να δει και ο επίτροπος ότι θα έριχνε δύο πενηνταράκια και θα έπαιρνε δύο κεριά και πως το ένα πενηνταράκι ήταν δικό του.  

Έτσι και έγινε. Πήγε στην εκκλησία ο Χριστιανός, έριξε τα δύο πενηνταράκια, πήρε τα δύο κεριά και κοιτάζοντας τον επίτροπο του λέει:

 

-Κοίτα εδώ, ρίχνω δυο πενηνταράκια και παίρνω δύο κεριά. Το δεύτερο πενηνταράκι μου το έδωσε ο γείτονας μου ο ….            

-Το βλέπω …ρε συ,

του είπε με νόημα ο επίτροπος.

-Τον ξέρω πια το γείτονα και από άλλες φορές… 
 
Κάπως έτσι ήταν τότε η εκκλησιαστική ζωή στο χωριό. Συνηθισμένα ήταν τα σχόλια για το ποιος πήγε ή δεν πήγε στην εκκλησία κλπ.
Πάντως κανείς δεν πήγαινε στην εκκλησία, ούτε άντρας ούτε γυναίκα αν δεν είχε λεφτά για κερί και δίσκο. Το θεωρούσε ντροπή και εκτός των άλλων θα σχολιαζόταν αρνητικά στο χωριό… Μεγάλη υπόθεση αυτό!
Καμιά φορά, πάντως, στο δίσκο ο επίτροπος έβρισκε και κανένα …κουμπί (πενία τέχνας κατεργάζεται…)
 

Κηροπλαστείο «Η μέλισσα...» στο Ναύπλιο, από το Σερβαίο Ι. Τρουπή (Λιακάκο). 

Στο Ναύπλιο  λειτουργεί και  σήμερα μία σχετική επιχείρηση πατριωτών, όπως μας ενημέρωσε ο Θ. Τρουπής (Γκράβαρης). 

Λέγεται «Κηροπλαστείο η μέλισσα-εκκλησιαστικά είδη Ναύπλιο». Αφοι Ι. Τρουπή και ΣΙΑ.

Η βιοτεχνία αυτή ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1940, από τον Ηλία Τρουπή που μετοίκησε το 1936 στην περιοχή. Ο Ηλίας ήταν εγγονός του Ηλία Τρουπή (1873), που είχε το παρατσούκλι «Λιακάκος», επειδή ήταν κοντός  Ήταν αδερφός του  Ρουσόγιαννη (Οι Ρουσαίοι λέγονταν πρώτα Τρουπαίοι) και μάλλον έμενε στη Σφυρίδα.  Παντρεύτηκε στο Λυκούρεση και η κατοικία του ήταν «απέναντι από τη ρεματιά της Γκούρας» όπου η οικογένεια είχε και νερόμυλο, όπως αναφέρει ο μακαριστός Παπα-Χρήστος Κομνηνός, στο βιβλίο του (ΛΥΚΟΥΡΕΣΗ ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ – ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΑΡΑΔΟΣΗ, 1996).  

 

(ΧΙΜ)