Γ.  Δ.  Βέργου. 

Πριν τη δεκαετία του 1950,   η παντρειά ενός ζευγαριού στο χωριό μας (και σε όλη την ελληνική επαρχία) κανονιζόταν από τους γονείς των δύο πλευρών, χωρίς να το γνωρίζουν από την αρχή –κατά κανόνα- οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, κυρίως η υποψήφια νύφη, η γνώμη της οποίας δεν ελαμβάνετο και πολύ υπόψη.   Όχι πως δεν υπήρχαν και τότε γάμοι από έρωτα, αλλά εξαιρετικά σπάνια.  Είναι γνωστές και περιπτώσεις, που ο υποψήφιος γαμπρός ήταν φαντάρος και ελάμβανε επιστολή από τους γονείς του, πως τον αρραβώνιασαν με την τάδε!

Μπορεί αυτά να ακούγονται «φοβερά και τρομερά» στους σημερινούς νέους, όμως αυτή είναι η πραγματικότητα. Έτσι ήταν η ζωή τότε στα χωριά. Σήμερα έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο…

Θα σας διηγηθώ μια σχετική ιστορία στο χωριό μας που συνέβη λίγα χρόνια πριν το 1950.
Ο Λιας (όλα τα ονόματα που αναφέρω είναι φανταστικά), καλός νοικοκύρης και τσοπάνης από το χωριό μας,   ήταν φίλος με το Μήτρο, που ήταν τσοπάνης και έμενε σε περιοχή   1-1.30 ώρα μακριά από το χωριό. Ως τσοπάνηδες και οι δύο, συναντιόντουσαν με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά το χειμώνα και στον Αρτοζήνο τα καλοκαίρια. Είχε μια κόρη ο Λιάς (Αργυρώ) και ένα γιο ο Μήτρος (Προκόπη).    
Στην κουβέντα απάνω, λέει ο Λιας στο Μήτρο:
   -Ρε Μήτρο, τι λες, δεν παντρεύουμε τα παιδιά μας να γίνουμε και συγγενείς;
   -Δεν είναι άσχημο, ρε Λια,

του απάντησε αυτός.

   Ο Προκόπης με την Αργυρώ δεν γνωρίζονταν (εδώ τεριάζει η παροιμία που λέει: "Γουρούνι στο σακί") διότι η Αργυρώ δεν πήγαινε στα γίδια. Έμενε στο σπίτι, έκανε τις δουλειές του νοικοκυριού  και έφτιαχνε τα προικιά της . Τα κανόνισαν λοιπόν οι δυο πατεράδες να παντρέψουν τα παιδιά τους, χωρίς καν να ρωτήσουν τα ίδια. Ήταν μάλιστα καλοκαίρι και κανόνισαν ο γάμος να γίνει σύντομα, πριν κατέβουν με τα κοπάδια στα χειμαδιά. Έτσι αποφάσισαν «εκ του προχείρου» και συμφώνησαν ο γάμος να γίνει κάποια κοντινή Κυριακή.

Ήρθε λοιπόν αυτή η Κυριακή, σχόλασε η Εκκλησία στο χωριό μας, και οι συγγενείς και φίλοι της νύφης ροβόλησαν προς το σπίτι της. Έντυσαν οι άλλες κοπέλες του χωριού την υποψήφια νύφη με το πιο καλό της φόρεμα (τότε δεν φορούσαν λευκό νυφικό), για να εντυπωσιάσει και το γαμπρό. Οι συγγενείς της έριχναν τις «χάρες» στο ώμο (κάποια πετσέτα προσώπου, ένα τσεμπέρι, κάποια γυάλινη κανάτα, μια μεσίνα, ή κάτι άλλο) και οι νέοι και νέες άρχισαν το χορό και τα τραγούδια, περιμένοντας  το γαμπρό και τους συμπεθέρους.

(Οι γάμοι στο χωριό μας εκείνη την εποχή γίνονταν πάντα Κυριακή απόγευμα. Όταν όμως ο γαμπρός ήταν ξενοχωρίτης, ο γάμος γινόταν μεσημέρι,  ώστε να προλάβουν οι συμπέθεροι να επιστρέψουν στο δικό τους χωριό με τη νύφη και να χορέψουν και αυτοί στο δικό τους σπίτι. Μαζί με τη νύφη έπαιρναν και τα προικιά, ενώ στους γάμους μέσα στο χωριό, τα προικιά τα έπαιρναν το Σάββατο. Θυμάμαι το 1952-53, που έγινε ένας γάμος στο χωριό μας, με νύφη από τα Κακουρέικα,   που απέχει περισσότερες από πέντε ώρες. Ξεκίνησαν πολύ πρωί την όλη διαδικασία οι συμπέθεροι για να έρθουν στο χωριό μας και γύρισαν πίσω γύρω στις πέντε το απόγευμα, στο δικό τους χωριό για να συνεχίσουν.  Ευτυχώς …ήταν καλοκαίρι).  .

Όμως,   η ώρα περνούσε και οι συμπέθεροι …πουθενά.   Πήγε δώδεκα, μια, και στο βουνό (από εκεί θα έρχονταν οι συμπέθεροι) δεν φαινόταν …ψυχή. Η ανησυχία φούντωσε πως κάτι κακό συνέβη. Σταμάτησαν το χορό και τα τραγούδια, επικράτησε παγωμάρα και κάποιοι συγγενείς αποφάσισαν να βγούνε προς το βουνό, ενδεχομένως να πάνε και μέχρι το σπίτι του συμπέθερου,   να δουν τι γίνεται.

Τελικά, ρωτώντας, έφτασαν στο σπίτι του υποψήφιου γαμπρού. Χτυπούν την πόρτα και μια ηλικιωμένη «κακοπερασμένη» γυναίκα τους άνοιξε:

-Που είναι ο Μήτρος και ο Προκόπης θεια,
ρωτάνε τη γυναίκα.
-Τι τους θέλτε (θέλετε), παιδάκι μου, εγώ είμαι η γυναίκα του Μήτρου.   Είναι και οι δύο στα πράματα (γίδια και πρόβατα), με κάτι χασάπηδες να πουλήσουν μερικά στέρφα, να λιγοστέψουν λίγο για να βγάλουμε το χειμώνα... Δεν φτάνει η φάγνα (τροφή) για ούλα.
   -Τι λες ρε θεια;
Λένε οι δικοί μας αγριεμένοι.
Σήμερα δεν παντρεύεται ο Προκόπης; Εμείς περιμένουμε από το πρωί στο σπίτι της νύφης, όπου χαλάει ο κόσμος από το χορό και τα φαγιά… Τι  είναι αυτά που μας λες…
-Τι να σας πω, παιδάκι μου. Ο Προκόπης δεν το ήξερε.
Απαντάει εκείνη και συνεχίζεται ο διάλογος:
   -Προχτές μας το είπε ο πατέρας του, ο νοικοκύρης μου. Αλλά είχε κλείσει από καιρό με το χασάπη για να ρθει και δεν μπορούσε να το αναβάλει. Αν δεν τον εύρισκε σήμερα ο χασάπης, θα πήγαινε αλλού.  
Δεν είχε και κουστούμι να φορέσει ο Προκόπης, , πώς να πάει έτσι σε γάμο… Δεν τον πήραν δα και τα χρόνια. Θα ειδούμε τι θα κάνουμε «σιαπέρα» (αργότερα)…
-Τι να σου πούμε ρε θεια, αυτά πράγματα είναι πρωτάκουστα. Γιατί δεν ειδοποιούσε από χτες, προχτές   και να μη γινόμαστε και εμείς στο χωριό ρεζίλι…
-Δεν ευκαιρούσε ρε παιδάκι, τις ξέρετε τις δουλειές   με τα πράματα… τα χωράφια… Που μένει ώρα για άλλες δουλειές…   θα ιδούμε αργότερα…   τι να σας ειπώ κι εγώ η δόλια…  
Πρέπει τώρα να πάω να βράσω κάτι να φάνε όταν έρθουν από τις δουλειές…  Να πάτε στο καλό…

(Τι να πει και η θειά. Άλλα λόγια να αγαπιόμαστε, που λένε).

Φύγανε στενοχωρημένοι οι δικοί μας, ήρθαν στο χωριό και είπαν τα κακά μαντάτα. Βουβαμάρα. Όλοι τα βαλαν με τον πατέρα της κοπέλας,   που δεν έκανε σωστές συμφωνίες.
Ο γάμος αυτός δεν έγινε ποτέ…
Πάντως κατάλαβαν όλοι στο χωριό και προπαντός οι γονείς, πως δεν μπορούν να αποφασίζουν για το γάμο και τη ζωή των παιδιών τους, χωρίς να ενημερώνουν –πριν απ΄ όλα- τα ίδια τα παιδιά και να έχουν τη σύμφωνη γνώμη τους.
.

Σχετικά με ανάλογες περιπτώσεις γάμων που δεν έγιναν και η νύφη έμεινε στα «κρύα του λουτρού» λέγεται και το γουστόζικο ανέκδοτο:

                                         Η νύφη φτερνίστηκε και ο γάμος σχόλασε

(κάποιοι χρησιμοποιούν αντί του φτερνίστηκε τον αόριστο του «πέρδομαι», στη δημοτική, φυσικά).  

Πάντως, στον ελληνικό κινηματογράφο έχουμε παρακολουθήσει με πολύ διασκέδαση αρκετές περιπτώσεις γάμων, που η νύφη το μετάνιωσε και «έστησε» τον δυστυχή  γαμπρό  και τους καλεσμένους στην εκκλησία….. 

Στο δικό μας χωριό συνέβη το αντίθετο!!  

(ΧΙΜ)