Γ. Δ. Βέργος

Εκείνα τα δύσκολα χρόνια, μετά  τον  ατυχή πόλεμο του 1897 με τους Τούρκους,  το χωριό μας ήταν  μια φτωχή  αγροτοκτηνοτροφική περιοχή, με κατοίκους που μπορεί να έφταναν και τους χίλιους. Κάθε οικογένεια, συνήθως πολυμελής, είχε τα χωράφια της, τα ζωντανά της και όλα τα μέλη της δούλευαν σκληρά από το πρωί μέχρι το βράδυ, για να  «τα βγάλουν πέρα».   Βέβαια, οι περισσότεροι άντρες του χωριού γνώριζαν καλά τη μαστορική τέχνη (ασημότεχνη, τη λέγανε) και την επεξεργασία της πέτρας και αυτό ήταν ένα σημαντικό προσόν.  Έτσι,  Μια-δυο φορές το χρόνο ταξίδευαν σε «ομάδες», τα λεγόμενα μπουλούκια (προς τη Μεσσηνία συνήθως)  με τα γαϊδουρομούλαρα τους, για να φτιάξουν κάποιο σπίτι, καμιά μάντρα κλπ και να φέρουν λίγα  φράγκα στο σπιτικό τους,  λίγο λάδι και ότι άλλο είχε ανάγκη η οικογένεια και μπορούσανε να βρούνε, εκεί στα ξένα.  

Εκείνη την δύσκολη εποχή,  ένα αιώνα και πλέον  από σήμερα, όταν κάποιος πατριώτης είχε μεγάλη οικονομική ανάγκη, να παντρέψει π.χ. το κορίτσι του, δανειζόταν  λίγα  χρήματα από κάποιον συγγενή του, συγχωριανό του, που είχε αυτή τη δυνατότητα. Το δάνειο αυτό δινόταν συνήθως για ένα χρόνο και με τόκο πολύ καλό, πάνω από 10% (τοκογλυφικό) και με πρόβλεψη για «υπερημερίες».   Μάλιστα,  στο χωριό μας  υπήρχαν 2-3 πατριώτες, που έκαναν συστηματικά αυτή τη δουλειά.  Λέγεται, πως ένας από αυτούς είχε σκάψει βαθειά το σκαμνί του (ήταν από κορμό μεγάλου δέντρου), έβαζε   εκεί  μέσα τα χρήματά του και καθόταν επάνω, χωρίς να  το  υποψιάζεται  κάποιος!  Σε περίπτωση που   ένας πατριώτης δεν μπορούσε να βρει δανειστή στο χωριό, πήγαινε σε άλλο χωριό, συνήθως στη Δημητσάνα ή τα Λαγκάδια που ήσαν κωμοπόλεις και  εκεί εύρισκε   ανθρώπους   να τον δανείσουν. 

Αυτό έκανε και ο πατέρας του παππού μου.

Ο παππούς μου, που φέρω και το όνομά του «Γεώργιος Δ. Βέργος» γεννήθηκε στο χωριό μας το 1888 και πέθανε  φαντάρος στο Νοσοκομείο της Πάτρας, από τις κακουχίες του Α΄ παγκοσμίου πολέμου σε ηλικία 30 ετών, το 1918. Ήταν παντρεμένος με τη γιαγιά μου (η οποία δεν ξαναπαντρεύτηκε) και είχαν αποχτήσει και ένα παιδί, τον πατέρα μου, που μεγάλωσε  με τη μάνα του  μέσα στη μεγάλη φτώχεια και το πολύ τούραγνο.  Ο πατέρας του παππού μου, γεννημένος το 1847 (εγγονός του πρώτου Βέργου-Βέργου που πήγε στο χωριό), είχε δύο ακόμη αγόρια και 4 κορίτσια. Επειδή βρέθηκε στην ανάγκη, προφανώς για να παντρέψει κάποιο κορίτσι, πήγε στη Δημητσάνα και δανείστηκε 254 δραχμές (6 Νοεμβρίου 1897, όπως φαίνεται  στο έγγραφο που ακολουθεί) με επιτόκιο 12% για ένα χρόνο,  συν τους τόκους υπερημερίας.  Μάλιστα, έγινε και συμβολαιογραφική  πράξηστο συμβολαιογράφο Κουρή.

Το δάνειο προφανώς δεν πληρώθηκε και στο αρχικό κεφάλαιο προστέθηκαν και τόκοι υπερημερίας.  Έτσι  υπερτετραπλασιάστηκε σε 20 χρόνια και ξεπέρασε  τις χίλιες δραχμές. Στο διάστημα αυτό πέθανε ο δημητσανίτης δανειστής και πέθανε και ο πατέρας του παππού μου. Αφού πέρασαν κάποια χρόνια,   ένας από τους  κληρονόμους του δανειστή έκανε τότε αγωγή (1917,  20 χρόνια δηλαδή μετά το δάνειο) στους κληρονόμους του πατέρα του παππού μου, δηλαδή στον δικό μου παππού  και στα δύο αδέρφια του…  Υπήρχε βέβαια και η συμβολαιογραφική πράξη που κατοχύρωνε το δανειστή και τους κληρονόμους του και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί.

Η γιαγιά μου πλήρωσε στις 21 Μαρτίου 1921, το μερίδιο που της αναλογούσε. Τρία  χρόνια δηλαδή μετά το θάνατο του άντρα της  που πέθανε το 1918,  πούλησε ότι «είχε και δεν είχε» και εξόφλησε το δανειστή με το ποσόν των 415 δραχμών, ποσό που αντιστοιχούσε στο 1/3 της οφειλής.  (Δείτε  στη συνέχεια την …εξοφλητική απόδειξη). Από τα άλλα δύο αδέρφια του παππού μου, ο ένας πέθανε το 1919 από φυματίωση, μαζί με τη γυναίκα του.

Δεν ξέρω αν κάποιος μπορεί να εκτιμήσει την αξία αυτών των χρημάτων εκείνη την εποχή, σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα.    Ίσως, θα μπορούσε να γίνει κάποια εντελώς στοιχειώδης προσέγγιση, λαμβάνοντα κανείς υπόψη του το μαστορικό μεροκάματο τότε,  με το αντίστοιχο σημερινό.  Ένας μάστορας    εκείνη την εποχή πληρωνόταν   με  μεροκάματο 4-5 περίπου δραχμές, σύμφωνα με όσα αναφέρω σε άλλο άρθρο μου.  Με αυτό ως δεδομένο,  το χρέος  της γιαγιά μου αντιστοιχούσε  χοντρικά  σε 100 μεροκάματα. Αυτά τα μεροκάματα σήμερα, με 60-70  ευρώ το αντίστοιχο ημερομίσθιο του μάστορα, αντιστοιχούν σε 6.000-7.000 ευρώ.  Κάθε άλλο, παρά  ευκαταφρόνητο ποσό,  για μια πολύ φτωχή οικογένεια!  Αν μη τι άλλο, η γιαγιά μου απαλλάχτηκε από αυτό το τρομερό βάρος!

Αυτά συνέβησαν στο χωριό μας  Σέρβου, πριν  από 100  και πλέον  έτη.

  (XIM) 

ΒΕΡΓΟΣ ΑΓΩΓΗ
ΒΕΡΓΟΣ ΑΓΩΓΗ 2
ΒΕΡΓΟΣ ΑΓΩΓΗ 3