Απο την ηθογραφία  των αναμνήσεων του χθες, 

στην ηθογραφία των βιωμάτων του σήμερα.

 

     Ένα παλαιό τραγουδάκι,  που ανεφέρετο  σε μία νέα,  που μπεζέρησε, με  κάποιον  Ενωμοτάρχη,  αφού του υπόσχεται ότι τον Μάη θα γίνει ο Γάμος τους  (τότε και η χαρά τους),  του λέει, επίσης,  ότι, τον Δεκαπενταύγουστο  (της Παναγιάς περνώντας), θα τον εγκαταλείψει  (τότε σ αφήνω, έχε γεια)!

     Ήδη και εμείς, οι εποχικά, τακτικοί και μη τακτικοί, επισκέπτες του χωριού, της Παναγιάς περνώντας, εγκαταλείψαμε το χωριό,  αφού αναβαπτιστήκαμε στην κολυμβήθρα των αναμνήσεων,  αφού συμπληρώσαμε την γνώση μας,  για ό,τι συνέβη στο χωριό και τους εκ Σέρβου καταγομένους,  αφού χρησιμοποιήσαμε, όσα η φύση ή η σύγχρονη τεχνολογία αγαθά έδωκε στην διάθεσή μας, για την διαβίωσή μας εκεί (χωριό).

.

     Με την φυγή μας  (από το χωριό),  επιστρέψαμε  στην, προ  της  διαμονής μας (στο χωριό), ρουτίνα  μας (καθημερινότητά μας).  Εκεί όπου, η επανάληψη, η ανία, η κούραση, η αβεβαιότητα, η απορία, ο τρόπος ζωής, τα θέματα υγείας και οικονομίας, η έλλειψη ποιότητας (περιβάλλοντος και  απασχόλησης),   δημιουργούν την αιτία,  για την οποία θέλουμε, τακτικά ή  μη, να αναζητούμε την γαλήνη του χωριού!

      Η χρησιμότητα των αντικειμένων και το πόσο συχνά χρησιμοποιούμε αυτά, προσδίδει την χρηστική αξία στο αντικείμενο και όχι το υλικό κατασκευής του π.χ. ξύλινο ή χρυσό, ως επίσης και το περιβάλλον, εντός του οποίου χρησιμοποιούμε αυτά (αντικείμενα),  προσδίδει εξ ίσου αξία.

     Ο άνθρωπος, ως χρήστης των αντικειμένων, επιδοτεί την αξία αυτών,  διαμορφώνει  το πλαίσιο καταξίωσης ή απαξίωσής τους, συντηρεί, διαφυλάττει και αναβαθμίζει (προορατικώς), τα χρηστικά αντικείμενα,  με στόχο την ευδαιμονία του, στην παγκόσμια κοινότητα, δημιουργώντας πολιτισμό.

.

    Συνεπής  προς τα παραπάνω  και  αφου επί σχεδόν  ένα μήνα (αθροιστικά),  έμεινα  στο χωριό  -ελπίζω να ξαναπάω σύντομα- θέλω να  μοιραστώ, δια της ιστοσελίδας, με τους  συμπατριώτες μας, ορισμένες σκέψεις και συναισθήματα,  αλλά και  περιγραφές,  από την πραγματικότητα του χωριού.   

      Το χωριό, των (άλλοτε)  800 κατοίκων και των, σήμερα καταγόμενων εξ αυτών,  που διαβιούν σε διάφορες περιοχές του κόσμου,  τουλάχιστον  1.200 ατόμων  (200 σπίτια επί 2 οικογένειες κατιόντων=400 Χ 3 άτομα ανά οικογένεια=1.200)  νοσεί πληθυσμιακά,  σε υποδομές, σε προοπτική μετεξέλιξης ως  θερέτρου αναψυχής ή τόπουεπίσκεψης  και διαμονής  Σαββατοκύριακου, τόσο απο  Σερβαίους,όσο και από  ημεδαπούς Έλληνες.  Για τουρισμό ούτε αναφορά, μπορούμε, να κάνουμε.

Η Πολιτεία, οι Τοπικές Αρχές και ο Σύνδεσμος του χωριού μας δεν μπόρεσαν  δυστυχώς   να ανασχέσουν την ερήμωση του χωριού,  φαινόμενο φυσικά, που αφορά  σε όλη σχεδόν την ελληνική ύπαιθρο. Ούτε καν σε επίπεδο συζήτησης πατριωτών, σε ότι μας αφορά, δεν έγινε κάτι,  για λόγους,  που εγώ τουλάχιστον αδυνατώ να εκτιμήσω. 

     Προφανώς, εντός μιας 15ετίας, ίσως και ενωρίτερα,  όταν και οι τελευταίοι πατριώτες που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο χωριό, θα διανύουν την 8η ή και 9η δεκαετία,της ζωής τους ή θα έχουν φύγει από την ζωή, το χωριό θα είναι έρημο κατοίκων.  Τα  παλαιάς κατασκευής ή και τα  επισκευασμένα, αλλά και νεόδμητα σπίτια  του χωριού,  δεν θα έχουν καμία χρηστική αξία, ως μη ανήκοντα σε κάποιο περιβάλλον και θα είναι υποκείμενα της φθοράς.  Παράδειγμα   το σπίτι του Αγγελή Π. Βέργου  (Αγγελάκου),  που φαίνεται από την Ράχη, η θέα του οποίου με στενοχωρεί αφάνταστα, γιατί σκέπτομαι,  ότι σε αυτό το σπίτι, γεννήθηκαν 6 παιδιά, έκλαψαν, παντρεύτηκαν, χόρεψαν, τραγούδησαν  και εκεί άφησαν την τελευταία πνοή τους, οι γονείς τους.

.

       Είμαι στο χωριό και  από το μπαλκόνι του σπιτιού μας  έχω καλή θέα,  βλέπω  όλο το επάνω χωριό, τα χωριά   Λυκούρεση, Ψάρι, την Ανδρίτσαινα και τα χωριά  της (Ζάχα, κλπ).   Ανακαλώ στην μνήμη μου  όσα έζησα  από παιδί,  περιδιαβαίνω (δια της σκέψης), στην γειτονιά, στους δρόμους του χωριού, σε ανθρώπους και ζώα, σε χωράφια και περιβόλια, σε βοσκοτόπια και σπαρμένα χωράφια,σε αλώνια,σε αμπέλια,σε στανοτόπια,σε ρεματιές,σε βουνοκορφές,σε συγχωριανούς μας  να πηγαίνουν στον μύλο, στα Λαγκάδια, στο Ρεκούνι, στης Σολωμίνας, σε θέρους (που τραγουδούσαν οι θερίστριες με τα δρεπάνια και τις τσεμπέρες τους) και ξελάσεις.   

θυμάμαι τις γυναίκες που έπλεναν στου Δημοκοίτη, στον Λεύκο, στην Τρανη-Βρύση (ο κόπανος ακούγεται ακόμα στα αυτιά μου), βλέπω  ξενοχωρίτες στην αγορά  (Λυκουρεσαίοι, Ψαραίοι, Μπουζαίοι κλπ),  τους Γανωματήδες (ένας Αραχωβίτης και ένας Μπουζαίος) να μαζεύουν χαλκώματα, τους Αλμπάνηδες να καλλιγώνουν τα γαιδουρομούλαρα  (με την τριχιά να συγκρατεί το πόδι του ζώου), τους γεωργούς με φορτωμένα τα αλέτρια (Σιδεριές  ή Ξυλάλετρα)  στα ζώα τους και τους Αμπελουργούς, με τον μούστο στα τομάρια, σε ένα ατελείωτο μελισσολόι.   

        Ακούω (στο μυαλό μου) την καμπάνα του δάσκαλου να χτυπάει και τα παιδιά με μια σειρίνα ξύλου ή ένα ξεροπούρναρο (τούφα)  στο χέρι, για την σόμπα, να πηγαίνουν στο Σχολείο. Δονείται η ατμόσφαιρα απο γέλια και παιδικές φωνές, γεμίζουν οι δρόμοι,  παντού γαυγίσματα σκύλων, νιαουρίσματα  γάτας και κακαρίσματα κότας , λάλημα πετεινών, βέλασμα γιδιών και ογκανισμοί (γκαρίσματα) γαιδάρων. Ένα χωριό που δεν κοιμάται,  δεν ησυχάζει!

        Η Εστία όλων αυτών (ανθρώπων και ζώων), είναι  το κάθε σπίτι του χωριού, εκεί που ακουμπάμε όλοι, εκεί που ονειρευόμαστε, εκεί που σχεδιάσαμε το μέλλον  μας, εκεί που γαληνεύει η ψυχή μας, εκεί  που στρέφουμε κάθε ημέρα την σκέψη μας και, ίσως,  δεν το ομολογούμε.

        Ανυπολόγιστη και ανεκτίμητη  η χρηστική αξία των σπιτιών μας, του πρώτου τόπου διαμονής μας, των πρώτων εμπειριών της ζωής μας,της πρώτης και ατελούς κοινωνικοποίησής μας, της πρώτης αντίληψης των διαφορών  των ανθρώπων, στη σκέψη, στη συμπεριφορά, στην οργάνωση της οικογένειας, στην άσκηση των καθηκόντων,στις κοινωνικές εκδηλώσεις,στην πρόβλεψη για το μέλλον.

.

        Ένα χωριό που πορεύτηκε, τα τελευταία,  σχεδόν  εκατό  χρόνια ,  ακμής και παρακμής του,  στηριχθέν,  όχι  στην  σημερινή εξάρτηση των ανθρώπων, από τα χρηστικά αντικείμενα (κινητό, αυτοκίνητο κλπ), αλλά στην ομοιομορφία του τρόπου ζωής και των κοινωνικών δεσμών, που αναπτύχθηκαν, μεταξύ των πατριωτών,  είτε με γάμους μεταξύ των μελών της κοινότητας,  είτε με  μετοίκηση σε τοπικές γειτονιές Σερβαίων (αμιγώς),  σε διάφορα αστικά κέντρα της Ελλάδος.

         Οταν οι Γάμοι, Σερβαίων γόνων, με μέλη της παγκοσμίου (μη Σερβαίικης) κοινότητας,  άρχισαν να πληθύνονται, τότε άρχισε και η έκπτωση του ενδιαφέροντος των νέων οικογενειών για το χωριό.  Τότε και ο ετεροκαθορισμός του (ενδιαφέροντος),  σήμανε το πρώτο βήμα παρακμής του χωριού, τότε, ίσως, χαράκτηκε,  ένας δρόμος  χωρίς γυρισμό, χωρίς μέλλον και χρήση,  όσων δημιουργήθηκαν και μαρτυρούν, την ακμή και παρακμή του.

.

         Καθήμενος, λοιπόν, στο μπαλκόνι και σκεπτόμενος  πάντα ταύτα,  επισημαίνω, ότι τον Αύγουστο   του 2022, για λόγους ιδιαίτερους ο κάθε ένας,  που δεν γνωρίζω,  απουσίασαν οι συνήθως ερχόμενοι στο χωριό, πατριώτες. 

Ενδεικτικά  θα αναφέρω  τους παρακάτω:

ο φίλος μου και γείτονάς μου Θοδωρής του Μάρκου (Βέργος), μετά της συζύγου του Κανέλλας,

ο γείτονάς μου Παρασκευάς   Λιατσόπουλος με την σύζυγο του Φρόσω,

 η γειτόνισσά μου Σταυρούλα Β. Μαραγκού,  με τον σύζυγό της Φώτη,

ο φίλος μου Γεώργιος Π. Κατσιάπης, με την σύζυγό του Σταυρούλα,

η Μαρία Μιχ. Κωνσταντοπούλου,

ο Δημήτρης Παρασχούδης και η σύζυγός του Γιαννούλα Π. Κωνσταντοπούλου,

η φιλενάδα μου Ελένη Φ. Δημοπούλου (Σκορδολένη),

ο  Τάσος Ν. Παπαθωμόπουλος  μετά της συζύγου του,

ο Γιάννης του Σταύρου Βέργου μετά της συζύγου του,

ο Ηλίας Ι. Σχίζας (Αραπάκης) μετά της συζύγου του,

ο Ηλίας Ι. Μπόρας (Υψηλάντης) μετά της συζύγου του,

ο Αθανάσιος Θ. Τρουπής (Νταλιακούρας) μετά της συζύγου του,

ο Κώστας Στ. Σχίζας μετά της συζύγου του,

η Διαμάντω Κ. Μπόρα μετά του συζύγου της,

ο Γιάννης Π. Κουτσανδρέας μετά της συζύγου του,

ο  Ντίνος Στ. Σχίζας μετα της συζύγου του και ο αδελφός του Μιχάλης συν γυναιξί και τέκνοις,

ο φίλος μου Γιάννης Κ. Ρουσσιάς και το ασκέρι του.

.

         Βεβαίως, η αναφορά των παραπάνω, δεν σημαίνει  ότι έσφαλαν, αλλά ότι, εκεί που άλλοτε στις 15 Αυγούστου όλοι οι Σερβαίοι  πανηγύριζαν την Κοίμηση της Θεοτόκου, τώρα, ίσως, λόγω κορωνοϊού ή άλλων  κωλυμάτων, αυξήθηκαν οι  μη προσελθόντες προσκυνητές και παραθεριστές. Θεωρώ ότι είναι μια μεταβολή, όπως, επίσης, ότι και  κατά την λιτάνευση της Εικόνας την παραμονή,  σημειώθηκε έκπτωση,  ως προς την διαδρομή και δεν πήγαμε  μέχρι την  Αγία Παρασκευή (Τρανή-Βρύση).

          Γενικώς, από τον  Δεκαπενταύγουστο του 2022,  μου λείπουν «Δυο  ζυγιές όργανα»,  «η Λεύκα με το μεγάφωνο»,  «το Κυπαρίσι της Πλατείας»,  «4 κύκλοι χορού» και η αστείρευτη διάθεση  για διασκέδαση νέων και νεανίδων,  μεσηλίκων και γερόντων. Ολα σε φθίση! Η ευμάρεια  έφερε ατονία σώματος και ψυχής,  αποπροσανατολισμό από τα συντελούμενα κατά το παρελθόν, δικαιολογημένα για τους  ηλικιωμένους και αδικαιολόγητα  για τους νέους.

         Αλλά, μέσα στην ατονία και την σύγχρονη έκπτωση αξιών, ηθών και εθίμων, εξαίρεται η φύση, ο ποώδης και ξυλώδης πράσινος  διάκοσμος  του χωριού,  εσωτερικά μεταξύ των σπιτιών και εξωτερικά με την οργιώδη και απροσπέλαστη  βλάστηση,  επειδή εκεί,  το ανθρώπινο χέρι και πνεύμα δεν  έκανε ακόμα  την παρέμβασή του!

         Τι ομορφιά, τι  ευχαρίστηση, τι σκέψεις, τι  συναισθήματα, αλλά και φόβους, νοιώθει κάποιος, βλέπων και μη παραβλέπων, πάντα ταύτα!

.

         Ποιά πρέπει να είναι η συμβολή μας, σε κάθε επίπεδο  εκτίμησης των παραπάνω;

          Αρκεί μια περιγραφική καταγραφή, του τότε και του σήμερα;

       Νομίζω πως όχι!

Γι αυτό πρέπει να  επανεκτιμήσουμε την αξία της ρήσης του  Αττικού αρχαίου ρήτορα Δημοσθένη  ότι,

«το φυλάξαι τ’ αγαθά, χαλεπώτερον του κτήσασθαι, εστιν».

.

      Με καθυστέρηση 2 μηνών,  λόγω καλοκαιριού.                                                                   

       Εν Γαλατσίω Αττικής, 15  Οκτωβρίου 2022

                                                         Αθανάσιος   Κων.  Γκούτης

.

(ΧΙΜ)

AGNANTg panoxorio2

Φωτογραφία του πάνω χωριού, από τη "Ράχη"

Κάπου στη δυτική πλευρά, πάνω ψηλά, είναι το σπίτι του αρθρογράφου μας

που καθόταν στο μπαλκόνι του και σκεφτόταν αυτά που θαυμάσια μας περιγράφει.