Όταν ήμουν μαθητής στο Δημοτικό είχα δάσκαλο τον Νικόλα Σχίζα. Ένα απόγευμα που έφερνα στον ώμο ένα σακί άχυρα για να φάνε τα μουλάρια που θα 'ρχονταν από το αλέτρι με πε­ριγελούσαν τα παιδιά με τις λέξεις "χελώνα, χελώνα, χε­λώνα! "Αφήνω το σακί χάμω, παίρνω μια πέτρα, την πετάω, χτύπησα ένα παιδί στο μέτω­πο κι έβαλε τις φωνές και η μάνα του το είπε στη μάνα μου και κείνη θυμωμένη μου είπε:

Αχ! αχ! τι έκανες ρε Γιάννη.

Κι εξεστόμισε την μό­νη και βαρειά κατάρα της κονταρεμένο... δηλαδή κοντά ραμμένο, πότε να μεγαλώ­σεις. 

Έκανε ακόμη παράπονα και στο Δάσκαλο η μάνα μου. Την άλλη μέρα, ο κυρ-Δάσκαλός μου Ν. Σχίζας αφού μου έκανε σφοδρές παρατηρήσεις, μ' έβαλε γονατιστό, με τα γόνατα απάνω σε 4-6 σπυριά αραβοσίτου και μ' άφηκε εκεί αρκε­τή ώρα ώσπου μ' έπιασαν τα κλάματα από τον πόνο και μου λέει:

"Σήκω βρε Γιάννη, βρε στραβόξυλο και αύριο πρωί θα φέρεις γραμμένο στο τετράδιο δέκα φορές τις δύο αυτές σελίδες από το ανα­γνωστικό σου και φεύγα από μπρος μου να μην σε τσακίσω στο ξύλο".

Το 'γραψα και τα πήγα και μου είπε:

"Κάθισε και πρόσεχε γιατί άλλη φορά θα σε στείλω με τα γιδοπράβατα του πατέ­ρα σου, τ' ακούς;"

(Από σημειώσεις του αείμνηστου γιατρού Ι. Δημόπουλου. Δημοσιεύθηκε στο 95ο φ. Αρτοζήνου).