Από σημειώσεις του γιατρού Ι. Δήμου Δημόπουλου.

Dimopoulos1

"Καλά λες, βρε γριά, αλλά πως θα τα βγάλουμε πέρα; Χρειάζονται λεφτά.

Προχθές δεν πλήρωσα για κείνο το έ­ρημο χρέος στο Σαμαροβασίλη;.

Πληρώνω-πληρώνω και πάλι τα ίδια χρωστάμε".

Τ' ά­κουγα εγώ και βγήκα έξω.

Αντικρίζοντας δε την επάνω Εκκλησιά, έκαμα αυθορμήτως το σταυρό μου και είπα:

"Βοήθησε με Παναγιά μου να μάθω γράμματα να φύγω από το χωριό».

Ο αδελφός μου ο Αλέξης ε­πέμενε και την επομένη με πήρε καβάλα στο μουλάρι (άρρωστος από ελονοσία), με πήγε στα Λαγκάδια και μόνος μου εξετάστηκα από τον Ελ­ληνοδιδάσκαλο που μου είπε μπράβο και μπήκα στο Ελλη­νικό Σχολείο που φοίτησα για ένα χρόνο και τα άλλα δύο χρόνια με πήγε ο Αλέξης στην Κορώνη στο Σχολαρχείο, ό­που ασκήτευε ο αδελφός μου Δαυίδ, ιερομόναχος στην Ιε­ρά Μονή Χρυσοκελαριάς, δυο χρόνια μακριά από την Κορώ­νη και επί 48 χρόνια ηγούμε­νος της Ι. Μονής Βουλκάνου Μεσσηνίας. Στη συνέχεια, πήγα στο Γυ­μνάσιο Δημητσάνας, Κατά δε τις διακοπές, εργαζόμουν σε αγροτικές δουλειές.

Το 1909 μπήκα στο Πανεπιστήμιο και ζούσα με 25-30 δραχμές το μήνα που μου έ­στελνε ο πατέρας μου και άλ­λες 20 ο Δαυίδ από το μισθό του. Και τον Ιανουάριο του 1914 πήρα το δίπλωμα του γιατρού. Ακολούθησα δε το ιατρικό επάγγελμα, από την παρακά­τω αιτία.

Ήταν η εποχή που πέθανε από βρογχοπνευμονία ο δά­σκαλος μου γιατί ο φίλος του ο γιατρός που τον κάλεσαν από τη Δημητσάνα να τον επι­σκεφθεί, δεν ήρθε στο χωριό και χάσαμε τον καλό μας δάσκαλο. Μαθητής τότε εγώ του Γυμνασίου αρρώστησε ο πατέρας μου από οξεία νεφρίτιδα και άρχισε να χάνει το φως του, εξ΄αιτίας της νόσου. Πήγα τότε στον γιατρό και με κλάματα τον παρακάλεσα να πάμε στο χωριό με το μου­λάρι, που 'χε φέρει ο εξάδελ­φος μου Κ. Μπόρας, να δει τον άρρωστο πατέρα μου. Ο γιατρός όμως που ήταν παρακαλετός με κείνο το ύφος του, με με­ταχειρίστηκε πολύ άσχημα στο γραφείο του (βρισιές κλπ.) και από κείνη τη στιγμή μου 'ρθε στο νου να γίνω ο ίδιος γιατρός.

Μπαίνοντας στο χωριό, παρεκάλεσα με κλάματα την Α­γία Παρασκευή στην «Τρανή-Βρύση» να με βοηθήσει να γίνω γιατρός, να γιατρεύω τους δικούς μου.

Και, το όντι έ­γινα κι εγώ γιατρός, αντί Θεο­λόγος, που ήθελε ο αείμνη­στος αδελφός μου Δαυίδ.