Ηλία Χειμώνα (1945-2010)

Παλαιούς έλεγε η μάνα μου όσους έζησαν στην προηγούμενη από αυτήν γενιά και ακόμη παλαιότερα. 

 Για αυτούς τους ανθρώπους οι γονείς μας, μας έλεγαν ιστορίες που είχαν ακούσει ή είχαν ζήσει και που τους είχαν κάνει εντύπωση. 

Μερικές από αυτές τις ιστορίες θα σας διηγηθώ για τη ζωή στο μικρό χωριό μου, τους Αράπηδες, τα περασμένα χρόνια, τότε που αυτό έσφυζε από ζωή. Παρόμοιες ιστορίες φαντάζομαι ότι θα έχουν και τα άλλα χωριά και ότι οι ιστορίες μου θα γυρίσουν τη μνήμη των αναγνωστών πίσω, σε χρόνους δύσκολους αλλά και όμορφους.

 Μερικές από αυτές τις ιστορίες θα σας διηγηθώ για τη ζωή στο μικρό χωριό μου, τους Αράπηδες, τα περασμένα χρόνια, τότε που αυτό έσφυζε από ζωή. Παρόμοιες ιστορίες φαντάζομαι ότι θα έχουν και τα άλλα χωριά και ότι οι ιστορίες μου θα γυρίσουν τη μνήμη των αναγνωστών πίσω, σε χρόνους δύσκολους αλλά και όμορφους.

 Ο βροντόφωνος γερο-Νικολάκης

Ο γερο-Νικολάκης (Νικόλαος Χρονόπουλος του Κωνσταντή, 1864-1930), πατέρας του Γιάννη Χρονόπουλου (Ντρουμεκόγιαννη) και παππούς του Νίκου και του Κώστα Χρονόπουλου, ήταν βροντόφωνος. Λέγανε λοιπόν γι΄ αυτόν διάφορες ιστορίες για τη δυνατή φωνή του. Μια μέρα, ένας Ψαραίος που έβοσκε τα γίδια του στου Κροϊτόφ (βρύση που βρίσκεται στην πλαγιά της Γκούρας απέναντι από τους Αράπηδες) έλεγε ότι τον άκουσε που κουβέντιαζε με τη γυναίκα του «Γριά, γύρισε η κατσούλα μας. Ψψψ, έλα δω μωρή, που ήσουνα τόσες μέρες...»

Μια άλλη φορά, ο σύγχρονος του Νικολάκη ο Λιαδάμης (Ηλίας Παναγόπουλος του Αδάμ, 1867-1935) σπουδαίος μάστορας πετροπελεκητής, είχε ετοιμόγεννη τη γυναίκα του Αυτές τις ημέρες όμως είχε πιάσει μια δουλειά στο Τρόπαια (πελέκαγε τις πέτρες για το καμπαναριό) που δεν μπορούσε να την αναβάλει. Συνεννοήθηκε λοιπόν με τον Νικολάκη (που τότε δεν πρέπει να ήταν ακόμη γέρος), να βγει στην Κοντηλάκα την κορυφή, μέρος από το οποίο φαίνονται τα Τρόπαια και να τον φωνάξει να τον ενημερώσει όταν γεννήσει η γυναίκα του. Για να βεβαιωθεί ο Νικολάκης ότι τον άκουσε, αυτός θα απαντούσε με μια πιστολιά. Πράγματι, όταν γέννησε η γυναίκα, βγήκε ο Νικολάκης στην Κοντηλάκα και φώναξε; "Λιά. .. Ώ ρε Λιά...." Με τη δεύτερη φωνή ακούστηκε η πιστολιά από τα Τρόπαια. Τον είχε ακούσει ο Λιαδάμης 

Ο Δάμης και ο κουμπάρος του ο Πλαπούτας

O Δάμης (Αδάμ Παναγόπουλος, πατέρας του Λιαδάμη) ήταν και αυτός ονομαστός πετροπελεκητής. Στον Άγιο Κωνσταντίνο στους Αράπηδες, μια πλάκα που είναι τοποθετημένη στο δάπεδο έξω από τη νότια είσοδο της εκκλησίας έχει σκαλισμένο το όνομα του και τη χρονολογία που προφανώς πελέκησε την πέτρα "ΑδΑΜΙ 1892".

Σε κάποιο χωριό που δούλευε (ίσως στο Κούμανι) του άρεσε μια κοπέλα και της πρότεινε να την παντρευτεί. Αυτή δέχθηκε και την έφερνε στους Αράπηδες για να γνωρίσει το χωριό και τους δικούς του. Στο δρόμο, κάπου κοντά στο Κουκλαμά, συνάντησε έναν από τους Πλαπουταίους, με τους οποίους είχε κουμπαριά. Χαιρετήθηκαν λοιπόν και ο Δάμης του παρουσίασε με καμάρι την αρραβωνιαστικιά. Του Πλαπούτα του καλοάρεσε το κορίτσι και σκέφθηκε πως θα το κάνει να την ξεμοναχιάσει. Οι Πλαπουταίοι άλλωστε ήταν γνωστοί γυναικάδες και όποια τους άρεσε, έβρισκαν τρόπο, με την απάτη ή τη βία να ικανοποιούν τις ορέξεις τους. Προσποιήθηκε λοιπόν ότι χάρηκε και πρότεινε στο γαμπρό να γιορτάσουν το ευχάριστο γεγονός. Και επειδή γιορτή χωρίς φαγητό δεν γίνεται τον συμβούλεψε να πεταχθεί μέχρι τους Βλάχους να φέρει ένα κόκορα και κρασί να φάνε και να πιούνε.

Αφελής ο Δάμης πήγε να φέρει τον κόκορα και άφησε τη νύφη μόνη με τον Πλαπούτα. Όταν επέστρεψε βρήκε το άτυχο κορίτσι βιασμένο και κακοποιημένο. Την έφερε στους Αράπηδες, αλλά αυτή μετά μερικές ημέρες πέθανε, ίσως από την κακοποίηση ή και από τη ντροπή. Και ασφαλώς ο Πλαπούτας έμεινε ατιμώρητος, γιατί ποιος φτωχός χωριάτης μπορούσε τότε να τα βάλει με τον «άρχοντα. 

Το όνειρο της γιαγιάς Τασιούλας

Η γιαγιά μου από την πλευρά του πατέρα μου (Τασιούλα την έλεγαν), κόρη του Γιώργη Χρονόπουλου, παντρεύτηκε τον Δήμο Χειμώνα που ήρθε σώγαμπρος από το Πυρί και πήρε προίκα το πατρικό της σπίτι.. Απέκτησε 5 παιδιά αλλά έμεινε χήρα ενωρίς. Ο παππούλης μου, γυρνώντας από τη μαστοριά και ενώ είχε σχεδόν φθάσει στο σπίτι του, για άγνωστο λόγο έπεσε σε ένα βάτο εκεί κοντά, στην κάτω μεριά του δρόμου και ώσπου να τρέξουν να τον βγάλουν είχε πεθάνει. Άφησε τα παιδιά του ανήλικα και η γιαγιά μου ανέλαβε και το ρόλο του ανδρός της για να τα μεγαλώσει. Τότε δεν υπήρχε πρόνοια ούτε σύνταξη και η περιουσία ήταν λίγη.

Ένα βράδυ έχασε το μουλάρι της. Το είχε ξεβγάλει το πρωί στο βουνό μαζί με τα άλλα μουλάρια του χωριού να βοσκήσει και αυτό δεν γύρισε το βράδυ όταν γύρισαν τα άλλα.

Βγήκε να το ψάξει αλλά ήταν σκοτάδι και, αν και γύρισε σχεδόν όλο το βουνό, δεν το βρήκε γιατί με το φαναράκι με λάδι που είχε δεν έβλεπε μακριά. Τότε υπήρχαν λύκοι ακόμη στην Πελοπόννησο και ένα μουλάρι μόνο του στο βουνό δεν ήταν καθόλου ασφαλές τη νύχτα. Την έπιασε μαύρη απελπισία. Το μουλάρι ήταν απαραίτητο για την επιβίωση της οικογένειας που, χωρίς άντρα, δύσκολα τα έβγαζε πέρα. Χωρίς αυτό δεν μπορούσαν να σπείρουν, να αλωνίσουν, να κουβαλήσουν τα ξύλα, να πάνε στο μύλο και γενικά να κάνουν τις χοντρές δουλειές. Αλλά και στη μαστοριά το έπαιρνε ο θείος μου που ήταν γύρω στα 10-12 χρονών τότε και πήγαινε μαστορόπουλο.

Κουρασμένη και απελπισμένη όπως ήταν έγειρε στο στρώμα της και τις πρωινές ώρες φαίνεται πως την πήρε ο ύπνος. Κάποια στιγμή είδε τον άνδρα της που την άγγιξε στο κεφάλι και της είπε «μη στενοχωριέσαι γυναίκα, κοιμήσου εσύ ήσυχα και το μουλάρι το φυλάω εγώ απόψε». Ήταν τόσο ζωηρό το όνειρο που της φάνηκε σαν πραγματικό και ξύπνησε. Είχε αρχίσει να χαράζει. Έτρεξε στον Άγιο Κωνσταντίνο που ήταν θαμμένος ο άνδρα της. Πάνω στον τάφο του στεκόταν το μουλάρι και την κοίταζε. Δεν υπήρχε τίποτε εκεί να βοσκήσει ένα μουλάρι.

Η ιστορία μοιάζει απίστευτη, είναι όμως αληθινή. Τώρα, θα ειπεί κανείς ότι στη μεγάλη της στενοχώρια σκέφθηκε τον άνδρα της, ότι αν αυτός ζούσε θα την βοηθούσε και για το λόγο αυτό τον είδε στον ύπνο της. Πολύ λογικό. Όμως δεν ήταν πολύ παράξενο να γυρίσει το μουλάρι και να πάει να σταλίζει πάνω σε ένα τάφο και μάλιστα του πεθαμένου συζύγου της που είδε στον ύπνο της; Υπάρχουν και ανεξήγητα πράγματα.