Από το ιστολόγιο της Μαρίνας Αθ. Μαραγκού-texnografia.

 

Είναι όροι που πολλές φορές μας ενοχλούν, γιατί ακούγονται περιφρονητικά ή κοροϊδευτικά. Και όμως, μας προσδιορίζουν, και είναι δικά μας εθνικά ονόματα. Στη μακρόχρονη ιστορία του ελληνισμού οι έννοιες αυτές δεν είχαν πάντα το ίδιο εύρος, συχνά οι όροι που τις δήλωναν παραμερίστηκαν ή υποκαταστάθηκαν από άλλους, γεγονός που οφείλεται στις ιστορικές περιπέτειες, στις ιδεολογικές διαφοροποιήσεις που είτε προκλήθηκαν από αυτές τις περιπέτειες είτε συνδέθηκαν με την εμφάνιση νέων κοσμοθεωρητικών ρευμάτων. Εκφράζουν όμως και αυτοί την υπόσταση του ελληνισμού και τελικά έχουν ταυτιστεί άρρηκτα με αυτόν.
 
Κατά τον Αριστοτέλη Γραικοί είναι το παλαιότερο όνομα των Ελλήνων. ΣταΜετεωρολογικά (352α) διαβάζουμε ότι την εποχή του κατακλυσμού του Δευκαλίωνα περίτην Ελλάδα την αρχαίαν κατοικούσαν οι καλούμενοι τότε Γραικοί, τώρα δε Έλληνες. Αυτήν την τοποθετεί, μάλιστα, στην Ήπειρο και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή της Δωδώνης και του Αχελώου. Παρά το μυθολογικό περιεχόμενο του χωρίου δεν πρέπει να προσπεράσουμε άκριτα τον Αριστοτέλη. Εξάλλου και η βασική συλλογιστική για την προέλευση και την εγκατάσταση των Ελλήνων στον ελληνικό χώρο τοποθετεί τον κύριο τόπο της καθόδου τους στη Δυτική Ελλάδα. Και ο Ησίοδος στους Καταλόγους κάνει μνεία ενός επώνυμου ήρωα, του Γραίκου, γιου του Δία και της Πανδώρας του Δευκαλίωνα. Συν τοις άλλοις, κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο λυρικός ποιητής Αλκμάν (7ος  αι. π.Χ.) χρησιμοποιούσε το εθνικό αυτό όνομα, όπως φαίνεται από τον στίχο: «Γραίκες των Ελλήνων μητέρες», το οποίο όμως άλλοι ερμηνεύουν διαφορετικά, ότι δηλαδή σχετίζεται με τη λέξηγραυς=γρια, το οποίο μετασχηματίζει όπως το γυναίκες.
 
Στο Πάριο Χρονικό ή Πάριο μάρμαρο [επιγραφή στην αττική διάλεκτο (264/263 π.Χ.) όπου αναφέρονται διάφορα γεγονότα της ελληνικής πολιτιστικής ιστορίας] γράφεται επίσης ότι ο Έλληνας, ο γιος του Δευκαλίωνα, βασίλευσε στη Φθιώτιδα και ονόμασε Έλληνες αυτούς που πρότερον λέγονταν Γραικοί.
Η λέξη παρελήφθη από τους Λατίνους, ως Graeci, και από εκεί εισήχθη και στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες (αγγλ. Greeks, γαλλ. Grecs, γερμ. Griechen, ιταλ. Greci). Από τους Ρωμαίους πλάστηκε ως υποκοριστικό ο όρος Graeculus και χρησιμοποιήθηκε από τον Κικέρωνα για να δηλώσει τον μιμούμενο τα ελληνικά ήθη και γενικά εκείνον που προσπαθούσε να ακολουθήσει τον ελληνικό πολιτισμό. Σύντομα ωστόσο η λέξη απέκτησε μειωτική σημασία δηλώνοντας τον επιπόλαιο ή τον τυχοδιώκτη, χαρακτηρισμό που οι Ρωμαίοι απέδιδαν σε ελληνίζοντες συμπατριώτες τους. Με τη μειωτική σημασία η λέξη πέρασε και στην Ελληνική ωςγραικύλος, για να δηλώσει τον μηδαμινό ή τιποτένιο Γραικό ή τον υποταγμένο και προσκυνημένο.
 
Εν τω μεταξύ, η λέξη Έλληνες απαντάται ήδη από τον Όμηρο, δηλώνοντας ασαφώς περισσότερο τη Στερεά Ελλάδα (Πελοπόννησος είναι το Άργος),  ενώ βαθμιαία επεκτείνεται περιλαμβάνοντας όλη την αποικιακή εξάπλωση του ελληνισμού, και κατόπιν χρησιμοποιείται πια από τον αρχαίο και τον ελληνιστικό κόσμο.
 
Η μετάβαση από τον αρχαίο ελληνορρωμαϊκό κόσμο στον βυζαντινό σηματοδοτεί την υιοθέτηση μιας νέας ορολογίας με την οποία εκφράζεται ο ελληνικός κόσμος, επειδή με το όνομα Έλληνας εννοείται πλέον ο ειδωλολάτρης. Ο υπήκοος της αυτοκρατορίας είναι πλέον Ρωμαίος, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας βασιλεύει «των Ρωμαίων» και οι ίδιοι ονομάζουν το κράτος τους Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την Κωνσταντινούπολη Νέα Ρώμη. Έτσι, στη δημώδη γλώσσα η λέξη, μετασχηματισμένη, μας δίνει μια νέα ορολογία για τους Έλληνες και τον ελληνισμό. Ρωμιός, Ρωμιά, ρωμαίικος, ρωμιοσύνη. Εξάλλου, η λέξη Ρωμανία, ήδη σε χρήση από τους χρόνους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δηλώνει τώρα την κληρονόμο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Και η λέξη Ελλάς διατηρείται μόνο ως διοικητικός προσδιορισμός (Επαρχία της Ελλάδος, Ελλαδικόν θέμα).
 
Στην οθωμανική περίοδο οι χριστιανοί υπήκοοι του σουλτάνου, οι ραγιάδες, ονόμαζαν για πολύ καιρό τους εαυτούς τους Ρωμαίους (Ρουμ). Η οθωμανική αυτοκρατορία χώριζε τους υπηκόους της σε θρησκευτικές κατηγορίες, μέσα σε αυτές ήταν και το μιλέτι (θρησκευτική κοινότητα) των Ρουμ. Ήταν Ρωμιοί, ποίμνιο πνευματικό του Πατριάρχη των Ρωμαίων που έδρευε στην Κωνσταντινούπολη. Από τις γλώσσες που μιλούσαν, εκείνη που γραφόταν πιο εύκολα και που η Εκκλησία χρησιμοποιούσε ήταν τα «ρωμαίικα», τα νέα ελληνικά δηλαδή. 
 
Εν συνόψει, οι λέξεις Γραικός και Ρωμιός και οι συν αυταίς μετά την πτώση της Βασιλεύουσας εξακολούθησαν να είναι σε χρήση. Η έννοια Έλληνας, όπως προειπώθηκε, είχε πολύ κακοπάθει στα χρόνια του Βυζαντίου, καθώς όριζε τους παγανιστές «εθνικούς». Εμφανίζεται ξανά στα κείμενα των ύστερων Βυζαντινών διανοουμένων, τον 14ο αιώνα, και μετά χάνεται πάλι.Επανεμφανίζεται με τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό και κερδίζει βαθμιαία την πρωτοκαθεδρία, σηματοδοτώντας την ωρίμαση του φαινομένου που συνοπτικά ονομάζουμε νέο ελληνισμό και ενοποιεί το πολυποίκιλο μωσαϊκό των Ρωμιών στην κατεύθυνση της επαναστατικής επιβολής του ελληνικού κράτους.  Κατά τον αγώνα του 1821 το έθνος μάχεται για την ελευθερία Ελλάδος και Ελλήνων. Το ίδιο κηρύσσεται και στο «Προσωρινόν πολίτευμα της Ελλάδος» στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου.
 
Μαρ.Μαρ.
 
(XIM)