.Αναδημοσίευση από το facebook της Μαρίνας Διαμαντοπούλου-Τρουπή.

Οι Πλαπουταίοι επικεφαλής της Επανάστασης στη Γορτυνία, 20 Μαρτίου 1821, από το χωριό Παλούμπα, περιοχή Λιοδώρας της επαρχίας Καρύταινας (σύμφωνα με την τότε διοικητική διαίρεση), “...μετέβησαν (την 20 Μαρτίου) εις την Κώμην Μπέτζι καλουμένην, με ανοικτήν της ελευθερίας σημαίαν…”

(Η κώμη Μπέτζι είναι το σημερινό Αγιονέρι).

Αξίζει να διαβάσουμε ολόκληρο το κείμενο, ειδικά οι Γορτύνιοι.

Ο Αμβρόσιος Φραντζής, πρωτοσύγκελλος της πρώην Χριστιανουπόλεως επαρχίας Αρκαδιάς (Αρκαδιά λεγόταν η Κυπαρισσία), στο έργο του “Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος (1715-1835)”, περιγράφει:

.

“Οι δε αδελφοί Πλαπούται Δημήτριος και Γεωργάκης, υιοί του Κώλια Πλαπούτα, διαδεχθέντες την υπηρεσίαν του Πατρός των, φθάσαντος εις γηραιάν ηλικίαν,

 

(o Κώλιας Πλαπούτας διέπρεψεν ως εις των περιφήμων Κλεπτών Πελοποννήσου. Ούτος με το υπό την οδηγίαν του σώμα καταδιώκων τους Λαλαίους, τους περιώριζεν εις την πόλιν των, χωρίς να δύνανται να πράττωσιν ό,τι επεθύμουν κατα της επαρχίας Καρυταίνης. Ο Κώλιας Πλαπούτας είχε διορισθή παρά της Οθωμανικής εξουσίας καπόμπασης (αρχηγός δηλ.) επί των κλεπτών των κλεπτόντων ζώα, και άλλα τοιαύτα, όστις έχων υπό την οδηγίαν του εν σώμα υπομισθίων στρατιωτών, διετήρει την ησυχίαν και ευταξίαν, εμποδίζων τας αρπαγάς των ζώων, και άλλα είδη κλοπής. Αφού δε εγήρασεν ο Κώλιας διεδέχθησαν την υπηρεσίαν αυτήν οι δύο υιοί του Δ. Και Γ. Πλαπούται, οι και Κωλιόπουλοι)

 

αναδειχθέντες δε μιμηταί του πατρός αυτών, και οπαδοί της πολυπειρίας και ικανότητος του, και ως τοιούτοι μυηθέντες τα της φιλικής εταιρίας, ο μεν Δημήτριος διαμένων εις την Ζάκυνθον και διατελών αξιωματικός εις την Αγγλικήν υπηρεσίαν, ο δε Γεωργάκης κατηχηθείς παρ’ αυτού, ελθόντος από την Ζάκυνθον (το 1819 Μαρτίου 17), έμενον αμφότεροι εις Παλούμπα (Κώμην της Καρυταίνης) την πατρίδαν των. Έχοντες δε βεβαιότητα ότι την 25 Μαρτίου(1821) έμελλε να εκραγή η Ελληνική επανάστασις καθ’ όλα τα μέρη, και ειδότες καλώς τας υπονοίας και τους φόβους των Οθωμανών, συννενοηθέντες μετά του Θ. Κολοκοτρώνη και τινών άλλων, συνήθροισαν εκ της ιδίας αυτών Κώμης, Παλούμπα, 50 οπλοφόρους, λαβόντες δε πρώτον τας ευχάς του γέροντος πατρός των, και προσκαλέσαντες τον ιερέα, έψαλον εν τω μέσω της Κώμης των Λιτανίαν, και ούτως ασπασάμενοι τας αγίας εικόνας και αλλήλους των, μετέβησαν (την 20 Μαρτίου) εις την Κώμην Μπέτζι καλουμένην, με ανοικτήν της ελευθερίας σημαίαν, όθεν έγραψαν και εις τους κατοίκους των λοιπών Κωμών, δια να εξέλθωσιν όλοι οπλοφόροι εις την Κώμην Μπέτζι, λέγοντες ότι έφθασεν η στιγμή, το στάδιον της δόξης ηνοίγη, και η πατρίς ελευθερούται από τας χείρας των τυράννων, και ότι ένεκα τούτου να προφθάσωσι μίαν ώραν προτήτερα.

Μέχρι δε της 21 Μαρτίου συνήχθησαν εις την Κώμην Μπέτζι 860 περίπου Έλληνες οπλοφόροι με σημαίας ανοικτάς από κάθε Κώμην, προς τους οποίους οι Πλαπούται (και οι έχοντες ανύπαρκτα επιχειρήματα, ως είχον και άλλοι εις τας άλλας επαρχίας), ωμίλησαν με την χωρικήν αυτών ρητορικήν, ούτως:

.

“Αδελφοί, όσα βλέπετε ανέλπιστα, μη θαρρείτε ότι είναι τρελλά και ανόητα πράγματα. Αυτά οπού βλέπετε έξαφνα, πληροφορηθήτε με ολην την αλήθειαν, ότι τα γράφουν τα βιβλία μας, και αν δεν πιστεύετε τους λόγους μας, ρωτάτε και τους ιερείς οπού τα γνωρίζουν, να σας τα ειπούν. Οι δε εκεί παρόντες επτά ιερείς εβεβαίωσαντα παρά των Πλαπουταίων λεχθέντα, προσθέτοντες ότι εγνώριζον μεν και αυτά, και άλλα περισσότερα, αλλ’ ότι δεν ήτον δυνατόν να φανερώσωσιν εις άλλην προτητέραν εποχήν όσα τοις παρίστανον τα εξ ουρανού πίπτοντα φυλλάδια, καθότι τότε εδύναντο να λάβωσι μέτρα οι Οθωμανοί, και να θανατώσωσι τους αδελφούς Χριστιανούς εις τόσα άλλα μέρη”.

.

Προσέθετον δε να λέγωσι τόσον οι ιερείς, καθώς και οι Πλαπούται, και άλλοι εξ αυτών φρόνιμοι, ότι εντός λίγων ημερών η θάλασσα θα γεμίσει από καράβια εις βοήθειαν των Ελλήνων, και η ξηρά από Ευρωπαϊκά στρατεύματα με θησαυρούς χρημάτων να πλήρώνουν δια τα αναγκαιούντα δια τους Έλληνας, και ότι πολλά σύντομα θέλουν φθάσει και αι δια την Κωνσταντινούπολιν ειδήσεις, καθότι εκεί υπάρχει όλη η δύναμις, ότι θα κυριευθή από τους Έλληνας, και ότι θα συλληφθή και ο Σουλτάνος παρά των Ελλήνων ζωντανός, ή θα θανατωθή.

Ταύτα ακούσαντες οι συναθροισθέντες χωρικοί απήντησαν προς τους Πλαπουταίους, προς τους ιερείς και λοιπούς πλασματοποιούς, ούτως “όταν τα πράγματα είναι όλα εις τον τόπον τους βαλμένα, διατί δεν ερχονται εδώ με ημάς και τα γεροντόπουλα;” (εννοούντες τους Δελιγιανναίους), οι δε απήντησαν ότι είναι έτοιμοι, και ότι θέλουν έλθει σύντομα, και την αυτήν στιγμήν έγραψαν προς τους αδελφούς Δελιγιανναίους δια να συνέλθωσι και αυτοί εκεί. (Τον εκ Λαγκαδίων Ιωάννην Δελιγάννην πατέρα των αδελφών Δελιγιανναίων χρηματήσαντα προεστώτα της επαρχίας Καρυταίνης, επωνομάζον πάντες, Γέροντα, μετά δε την καταδρομήν αυτού, η οικογένεια του ωνομάσθη Γεροντόσπητον, οι δε υιοί του, Γεροντόπουλα).

 

Μετά δε τας ομιλίας αυτάς πάραυτα απέστειλαν εις τας πλησιεστέρας του Μπέτζι Κώμας 35 οπλοφόρους Έλληνας, οίτινες απελθόντες συνέλαβον τους Οθωμανούς εκείνους, όσοι διάτριβον εις αυτάς με υπηρεσίας, άλλοι μεν ως ενοικιασταί προσόδων, άλλοι ως Κεχαγιάδες, και άλλοι ως Αγροφύλακες 9 τον αριθμόν, τους οποίους αφοπλίσαντες, διεύθυναν ασφαλώς εις την Πρωτεύουσαν της Καρυταίνης, συνοδεύσαντες αυτούς έως τον ποταμόν Ατζίχολον, οίτινες μεταβάντες εκείθεν εις την Καρύταιναν, συνηνώθησαν με των λοιπών εν αυτή διαμενόντων Οθωμανών. Εν τούτοις όμως οι Πλαπούται παρήγγειλαν εις τους εννέα αυτούς Οθωμανούς να είπωσι προς τους εν Καρυταίνη κατοίκους ολίγους ομοεθνείς των, να παραδώσωσιν εις τους Έλληνας τα όπλα των, και ν’ απέλθωσιν ασφαλώς όπου ευχαριστούντο, καθότι άλλως ήθελον περάσει εν στόματι Ελληνικής μαχαίρας.

Λαβόντες δε οι αδελφοί Δημήτριος και Αναστάσιος Δελιγιανναίοι τα παρά των Πλαπουταίων και λοιπών γράμματα, πάραυτα (την 22 Μαρτίου) μετέβησαν εις το Μπέτζι φέροντες μεθ’ αυτών και 80 δεκάρια φυσεκίων, ως προσφοράν εις το εκείσε συναχθέν Ελληνικόν στρατιωτικόν σώμα, και ως σημείον της ομοδόξου αποστασίας, οι δε εκείσε συνηγμένοι Έλληνες ιδόντες το γρήγορον φθάσιμον των Δελιγιανναίων, και τα οποία έφερον φυσέκια. Επείσθησαν καθ’ όλα όσα τοις είχον ειπή οι Πλαπούται και οι Ιερείς, ότι ήσαν αληθή. Διαμένοντες δε αυτόσε ολίγον οι Δελιγιανναίοι, επέστρεψαν εις τα ίδια, και συνάξαντες εκ του τμήματος Περαμεριάς της επαρχίας Καρυταίνης 400 περίπου οπλοφόρους, ετοποθέτησαν εις το Ρένεσι πλησίον του Μπέτζι, αλλ’ επειδή οι Δελιγιανναίοι ήσαν απειροπόλεμοι, διώρισαν Καπιτάνους, τον Σπήλιον Γρίβαν, τον Γιαννάκον Στασινόπουλον και τον Παπαδόπουλο, εις ους απεφάσισαν και μισθοδοσίαν, συννενοούμενοι εν ταυτώ και με των Πλαπουταίων ως εμπειροπολέμων και πρακτικών.

 

(Ταύτα πάντα εγίνοντο όχι μόνον μεταξύ Πλαπουταίων, Δελιγιανναίων, και Κολοκοτρωναίων, αλλά και μεταξύ των πρωτίστων όλων των κατά την Πελοπόννησον επαρχιών με όλην την ειλικρίνειαν, την αθωότητα, και την συμφωνίαν, καθότι όχι μόνον η ιδιοτέλεια δεν είχε λάβει κανενός είδους χώραν, αλλ’ ούτε και η επάρατος διαφθορά της σποράς των ζιζανίων είχε λάβει την αρχή της, όθεν και μεταξύ πάντων διέτρεχεν η αληθής και ειλικρινής αγάπη, η ομόνοια, και η προς τους ανωτέρους υποταγή και η ευπείθεια με όλας τας απαιτούμενας βάσεις του αποφασιστικού μέτρου).

 

Μετά δε την εις Ρένεσι τοποθέτησιν των οι Δελιγιανναίοι συννενοούμενοι μετά των Πλαπουταίων, έκαμαν έναρξιν εις το να εργάζωνται δια τας προόδους της εναντίον των Οθωμανών καταδιώξεως από τα θέσεις Μπέτζι και Ρένεσι, όπου είχον τοποθετηθή τα δύο στρατιωτικά σώματα”. Τα γεγονότα που ακολούθησαν στα δυτικά της Γορτυνίας, τις επόμενες ημέρες μετά την σύσταση των δύο στρατιωτικών σωμάτων σε Μπέτσι και Ρένεση, με τους Λαλαίους τουρκαλβανούς και την απόκρουση τους στον Πύργο Ηλείας από τους γιούς του Κολοκοτρώνη.

.

Και συνεχίζει ο Αμβρόσιος Φραντζής:

“Μετά δε την εις Ρένεσι τοποθέτησιν των οι Δελιγιανναίοι συνεννοούμενοι μετά των Πλαπουταίων, έκαμαν έναρξιν εις το να εργάζωνται δια τας προόδους της εναντίον των Οθωμανών καταδιώξεως από τας θέσεις Μπέτζι και Ρένεσι, όπου είχον τοποθετηθή τα δύω στρατιωτικά σώματα. Όθεν επειδή διέτριβον εις τινας πλησιεστέρως κειμένας Κώμας ολίγοι τινές Λαλαίοι, εξ ων οι μεν όντες ιδιοκτήται Κωμών, οι δε ενοικιασταί προσόδων, οι δε συνάκται του κεφαλικού φόρου (του χαρατζίου, ούσης εποχής του Μαρτίου Μηνός), ενησχολούντο έκαστος εις τας υποθέσεις των, οι Πλαπούται νομίσαντες ότι εκπληρούν χρέος φιλικόν, έγραψαν εις αυτούς ν’ αναχωρίσωσιν εις την πατρίδα των, Λάλα, τουναντίον δε ότι θέλουν καταδιώξει αυτούς μέχρι θανάτου.

 

Εγκρίναντες δε να γραφή το γράμμα αυτό δια χειρός ενός εκ των Δελιγιανναίων, ως όντων πεπαιδευμένων, επειδή οι Δελιγιανναίοι δεν ηθέλησαν (δια ποιους λόγους και δοξασίας αγνοείται) ούτε το γράμμα να γράψωσιν, ούτε μετά των άλλων να συνυπογράψωσιν αυτό, γράψαντες οι Πλαπουταίοι με το χωριατογράψιμον των το, περί ου ο λόγος, γράμμα, το απέστειλαν προς τους ρηθέντας Λαλαίους, οίτινες λαβόντες το γράμμα, ανεχώρησαν πάραυτα εις την πατρίδα των, οι δε δύω Δελιγιανναίοι έχοντες υποθέσεις αναγκαίας, αναεχώρησαν εςι τας οικίας των, ειδοποιήσαντες εγγράφως εις τους Πλαπουταίους την αιτίαν της αναχωρήσεως των, προσκαλέσαντες εν ταυτώ και ένα εκ των δύω Πλαπουταίων δια να μενη οδηγός εις το υπ’ αυτούς στρατιωτικόν σώμα μέχρι της επιστροφής των. Και επί τούτω μεταβάς ο Δ.Πλαπούτας, έμεινεν αρχηγός επί κεφαλής του σώματος εκείνου, ο δε Γεωργάκης Πλαπούτας του εις το Μπέτζι σώματος.

Αφ’ ού δε οι ρηθέντες Λαλαίοι αναχωρήσαντες επέστρεψαν εις το Λάλα, ειδοποίησαν δε και εις τους λοιπους Λαλαίους την ένοιαν του προς αυτού σταλέντος γράμματος και τα κινήματα των Ελλήνων, λαβόντες εκ τούτου αιτίαν άπαντες οι Λαλαίοι, και βεβαιωθέντες ότι τω όντι ήτον επανάστασις Ελληνική, (την 3. απριλίου) εξεστράτευσαν κατά της επαρχίας του Πύργου.

 

Ιδόντες δε οι πρόκριτοι των Πυργείων την των Λαλαίων ορμήν, και συσκεφθέντες μετά του Πάνου Θ. Κολοκοτρώνη, και του αυταδέλφου του Γεναίου(εξελθόντων τότε εκ της Ζακύνθου εις τον Πύργον της Ίλιδος), ωχυρώθησαν εντός των στερεών οικιών της πόλεως, εσωθεν των οποίων αντέκρουον με πολλή γενναιότητα τους Λαλαίους, οίτινες κατά πρώτον επιχειρήσαντες έκαυσαν πολλάς οικίας της ρηθείσης πόλεως, τελευταίον δε ιδόντες ότι εφονεύθησαν παρά των εν ταις οικίαις οχυρωθέντων Ελλήνων πολλοί εκ των Λαλαίων, ετράπησαν εις φυγήν, αφίσαντες την νίκην εις τους Πυργείους Έλληνας, επί κεφαλής των οποίων ήσαν ο ατρόμητος και ορμητικός Χαραλάμπης ο Βιλαέτης, ο Λυκούργος Κρεστενίτης, ο Παπ. Σταθόπουλος, ο Λύσανδρος Βιλαέτης, ο Χριστόδουλος Άχολος, οι Καμπασαίοι, και άλλοι διάφοροι καπιτάνοι, και οι ρηθέντες αυτάδελφοι Πάνος και Γενναίος Κολοκοτρώναι”.

 

(ΧΙΜ)