Γ. Δ. Βέργος,   Χ. Ι. Μαραγκός.

   Οι καμπάνες στο χωριό μας έχουν κι αυτές τη δική τους ιστορία.  Κάθε φορά που χτυπούσε η καμπάνα του χωριού κάποιο μήνυμα έφτανε στα σπίτια των πατριωτών. Από το πολύ ευχάριστο μέχρι το πολύ-πολύ δυσάρεστο.

Χτυπούσε η καμπάνα σε διάφορες καταστάσεις, όπως:

-Σε μεγάλα ιστορικά γεγονότα, για να φέρει το μαντάτο,  καλό ή κακό, σε κάθε σπιτικό του χωριού. Έτσι συνέβη τον Οκτώβριο του 1940 που οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο και στη συνέχεια  στις μεγάλες επιτυχίες του ελληνικού στρατού,  στο Αλβανικό μέτωπο, όπως π.χ. την κατάληψη της Κορυτσάς και των Αγίων Σαράντα   Επίσης χτυπούσαν οι καμπάνες και το 1944 που οι Γερμανοί έφυγαν από την Ελλάδα και η χώρα άρχισε ξανά να ανασαίνει  τον αέρα της ελευθερίας.

kambanario 333
Η νεότερη καμπάνα στο Ναό Ζ. Πηγής Σέρβου.
Κατασκευάστηκε στο χωριό το 1946

-Σε έκτακτες και επείγουσες καταστάσεις του χωριού,  όπως πυρκαγιά ή κάποιο σοβαρό ατύχημα, ώστε να τρέξουν οι χωριανοί και να αντιμετωπίσουν το κακό. 

-Σε καθημερινή βάση, για να ενημερωθούν οι γονείς για την ώρα, ώστε να πάνε τα παιδιά στο σχολείο   πρωί και απόγευμα.  Σχολείο είχανε εκείνα τα χρόνια και το Σάββατο.

«Σήκω να πας στο σχολείο,  μη κοιμάσαι, χτύπησε η καμπάνα του δάσκαλου»,

έλεγε η μάνα στο παιδί

-Κάθε Κυριακή και γιορτή η καμπάνα χτυπούσε για να καταλάβουν οι χωριανοί  σε ποιο στάδιο βρίσκεται η λειτουργία, ώστε να προετοιμαστούν για να πάνε στην εκκλησία. Με την «τρίτη»  καμπάνα έπρεπε να ξεκινήσουν οπωσδήποτε από το σπίτι, αν δεν είχαν φύγει νωρίτερα,  ώστε να προλάβουν το ευαγγέλιο  και ενδεχομένως να αποφύγουν τα αρνητικά σχόλια κάποιων, για την καθυστερημένη προσέλευση…   Επίσης, η καμπάνα χτυπούσε όταν γινόταν εσπερινός, όταν υπήρχε λιτάνευση της εικόνας και το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής, με τον χαρακτηριστικό πένθιμο ήχο.  Τα Χριστούγεννα και το Πάσχα  οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, για το  γεγονός της  γέννησης και της ανάστασης του Ιησού Χριστού.

ΧΙΜ ΚΘ ΔΥΤ

 Μητροπολιτικός Ναός Κοίμησης Θεοτόκου με το καμπαναριό του.

Στο βάθος δεξιά διακρίνεται και η μικρή καμπάνα.

-Στην περίπτωση θανάτου, η καμπάνα χτυπούσε και ενημέρωνε τους πατριώτες, τόσο για το θλιβερό αυτό συμβάν,  όσο και για την ώρα που θα γινόταν  η εξόδιος ακολουθία. Ήταν χαρακτηριστικός αυτός ο ήχος σε συχνότητα,  ένταση  και συνδυασμό των ήχων της επάνω και της κάτω καμπάνας και διαφορετικός σε κάθε στάδιο της όλης διαδικασίας μέχρι την ταφή. Τα παιδιά που χτυπούσαν τις καμπάνες  ήξεραν πώς να τις χτυπούν, ώστε ο ήχος να αγγίζει τις καρδιές των ανθρώπων και να πουν το  «θεός σχορέστον». Μεγάλη υπόθεση και αντιπαλότητα για τα παιδιά  ήταν το γεγονός, ποια από αυτά θα χτυπούσαν  τις καμπάνες. Σε αυτό έπαιζε ρόλο και ο βαθμός συγγένειας του παιδιού με τον …αποδημήσαντα εις κύριον.  Κατά κάποιο τρόπο, αυτός που θα χτυπούσε περισσότερη ώρα την καμπάνα,  ήταν κυρίαρχος του παιχνιδιού!

-Συνηθισμένες περιπτώσεις, που  η καμπάνα  χτυπούσε (συνήθως απόγευμα) ήταν για κάποια ανακοίνωση-ενημέρωση.  Χαρακτηριστική ήταν η φωνή του αείμνηστου προέδρου Γιώκου Ντάρα, μετά το χτύπημα της μικρής καμπάνας της κάτω εκκλησιάς (Κοίμησης Θεοτόκου):

Ακούστε χωδ(ρ)ιανοί…

-Τέλος,  χτυπούσαν την καμπάνα τα παλιότερα χρόνια, όταν ο καιρός ήταν άσχημος και επρόκειτο να πέσει χαλάζι και να καταστρέψει τα αμπέλια στον ανθό, ώστε το ωστικό κύμα να απωθήσει -λέγανε- τη χαλαζόπτωση…

 

Η καμπάνα της «Πάνω εκκλησιάς». Ναός Ζωοδόχου Πηγής. 

arapides kamb 314

 Η καμπάνα στον συνοικισμό Αράπηδες

του Ι. Ναού Αγίου Κωνσταντίνου.

Από όσα γνωρίζουμε από την παράδοση, την πρώτη καμπάνα της  εκκλησίας  της Ζ. Πηγής φαίνεται πως την έφερε ο ιδρυτής του Ναού  Ι. Δάρας  από την Τεργέστη το 1872,  όταν  ανήγειρε το Ναό.  Ήταν μια παρόμοια καμπάνα σε μέγεθος,  σαν αυτή  που είναι τώρα.   Όπως έλεγαν οι παλαιότεροι  πατριώτες,  είχε πολύ δυνατό και γλυκό ήχο και την άκουγαν ακόμη και στη Αράχωβα και τον Αρτοζήνο,  όπου  εργάζονταν στα χωράφια τους.  Στις αρχές της δεκαετίας του 1940,  η καμπάνα παρουσίασε  σημαντικές ρωγμές,  από τα χτυπήματα και την μεγάλη παγωνιά.  Μάλιστα οι γονείς έλεγαν στα παιδιά  τους να μην πηγαίνουν από κάτω από την καμπάνα για να την χτυπήσουν, μήπως πέσει κανένα κομμάτι και τα χτυπήσει.

Η ραγισμένη καμπάνα ήταν πολύ σοβαρό πρόβλημα για το χωριό και έπρεπε να βρεθεί μια λύση.   Έτσι μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς,  αποφάσισαν  οι πατριώτες να την φτιάξουν από την αρχή.  Το χειμώνα του 1946  πρόσφεραν  ότι παλιά σκεύη είχαν από χαλκό (ταψιά τεντζερέδες  κλπ.) και τα συγκέντρωσαν στην «πάνω εκκλησιά».  Βρήκαν ειδικούς τεχνίτες (μάλλον από τη Στεμνίτσα) και συμφώνησαν την κατασκευή νέας καμπάνας στο μέγεθος και το σχήμα της παλιάς.   Το χυτήριο το έχτισαν με πέτρες και ειδικό χώμα στο ισόγειο του σπιτιού του αείμνηστου Ηλία Χ. Βέργου (Μπούκα),  που βρίσκεται δίπλα από το μαγαζί   του επίσης αείμνηστου Μήτσου Ρουσιά.   Εκεί έλιωσαν  την παλιά καμπάνα και τα χαλκώματα  που είχαν συγκεντρώσει οι πατριώτες.  Το  λιωμένο αυτό μέταλλο το έχυσαν σε ειδικό καλούπι που είχαν φτιάξει,  αντίγραφο της παλιάς καμπάνας. 

ΜΑΡΑΓΚΟΥ ΜΑΡΙΑ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΕΡΒΟΥ

 Το ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής

με την Τρανή βρύση.

Έργο Ζωγραφικής Μαρίας Μαραγκού

Αφού πάγωσε το μέταλλο μετά 2-3 μέρες, έσπασαν το καλούπι και κρέμασαν πρόχειρα την καμπάνα στο υπόγειο, για να ακούσουν τον ήχο. Μαζεύτηκε το χωριό έξω από το υπόγειο  και κάποιος μέσα χτυπούσε την καμπάνα.  Ωχ δυστυχία τους!   Ο ήχος δεν ήταν παρόμοιος με αυτόν της πρώτης καμπάνας  και  όλοι στεναχωρήθηκαν.  Τελικά,  μετά από συζητήσεις,  αποφάσισαν να λυόσουν ξανά  την καμπάνα και να την φτιάξουν από την αρχή, με καινούριο καλούπι.   Μάζεψαν πάλι όσα  παλιά χαλκώματα είχαν απομείνει και έφτιαξαν τη νέα  καμπάνα,  αυτή που είναι τώρα κρεμασμένη στο καμπαναριό της Ζωοδόχου Πηγής.  Επάνω γράφει το έτος κατασκευής της,  το 1946.

 Ήταν κάτι εντυπωσιακό για το χωριό εκείνη τη την εποχή.  Τα παιδιά,  όταν σχολούσε το σχολείο και πριν πάνε για το σπίτι  τους,   κάνανε ένα πέρασμα από εκεί, διότι ήταν κάτι πρωτότυπο, που ούτε καν  μπορούσανε να το φανταστούνε,  ότι αυτό έγινε στο χωριό τους!

 

   Μικρή και μεγάλη καμπάνα  της «κάτω εκκλησιάς».  Ναός  Κοίμησης   Θεοτόκου.

Όπως θυμούνται οι μεγαλύτεροι πατριώτες, η καμπάνα αυτή ήταν κρεμασμένη στο πουρνάρι, ένα τεράστιο δέντρο 200-300 χρόνων,   που ήταν στη νότια πόρτα της εκκλησίας προς το Ιερό.  Το πουρνάρι αυτό  το έκοψαν  οι πατριώτες όταν έγινε ο δρόμος για το Νεκροταφείο.  Τότε έστησαν το πρόχειρο μικρό καμπαναριό που είναι σήμερα στην πλατεία   και βρίσκεται  στη νότια πλευρά και σε απόσταση λίγα μέτρα  από το μεγάλο καμπαναριό.   Όμως και η σημερινή καμπάνα δεν είναι η πρώτη που έγραφε επάνω 1850 και η οποία έσπασε πάλι στην παγωνιά γύρω στο 1970.  Η καμπάνα του 1850, που παππάς  στο χωριό ήταν ο «Παπαδημήτρης» είχε πολύ πιο δυνατό και γλυκό ήχο, από τη σημερινή.  Την ονόμαζαν στο χωριό «η καμπάνα του δάσκαλου», διότι χτυπούσε κάθε μέρα για το σχολείο. Αυτή χτυπούσαν  όταν  ήθελαν να ανακοινώσουν  κάτι. Για τη μικρή αυτή καμπάνα υπάρχει πρόβλεψη  στο μεγάλο καμπαναριό να κρεμαστεί στον πρώτο θόλο.  Η καινούρια καμπάνα στο καμπαναριό που χτίστηκε τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980   είναι υπέρ-σύγχρονη με ηλεκτρονική λειτουργία και ρολόι (χτυπάει ανά μισή και μία ώρα).   Το ρολόι  είναι προσφορά  του Θ. Ν. Σχίζα και της οικογένειας του αείμνηστου δάσκαλου και προέδρου του Συνδέσμου, Μήτσου Σχίζα. Η καμπάνα είναι προσφορά του Χάκου Σχίζα;

Agiantrias Notioanatolika
 AGIOTH 1 300

 Τα ξωκλήσια του χωριού μας

Αγιαντριάς  (πάνω) και Αγιοθανάσης (κάτω)

Εκτός από τις 3  καμπάνες στους δύο Ναούς μέσα στο χωριό, υπάρχει η καμπάνα στο συνοικισμό Αράπηδες που είναι κρεμασμένη εντυπωσιακά στην αιωνόβια δρυ.  Επίσης καμπάνες υπάρχουν στο νεκροταφείο του χωριού και στα ξωκλήσια  όπως,  της αγίας Παρασκευής, του Αγιάννη, του Αγιοθανάση, του Αγίου Νεκταρίου,  του Αγιαντριά, του Αγιολιά  και του Αγιοδημήτρη στον Αρτοζήνο. 

Ο θάνατος, πέρα από κάθε αμφιβολία, είναι ίσως το πλέον θλιβερό γεγονός της ζωής του ανθρώπου.  Όμως,  για τα παιδιά του χωριού  εκείνη την εποχή,   που χτυπούσαν τις καμπάνες γι΄ αυτό το γεγονός, είχε και μία διαφορετική διάσταση.  Είχε σημασία δηλαδή  για τα ίδια τα παιδιά, ποιος θα χτυπήσει την καμπάνα.   Όταν λοιπόν μάθαιναν ότι πέθανε κάποιος έτρεχαν αμέσως τα παιδιά στις δυο καμπάνες της πάνω και κάτω εκκλησίας και έπιαναν σειρά. Τα μεγάλα όμως παιδιά, 14-15 χρονών, δεν άφηναν τα μικρότερα να την χτυπήσουν ή αν τα άφηναν μετά από  λίγα  χτυπήματα τα έδιωχναν.

Με αυτή την ευκαιρία,  της αναφοράς στις καμπάνες των Ναών του χωριού, ο Γ. Βέργος θυμήθηκε ένα σχετικό γεγονός,  που γνωρίζει «από πρώτο χέρι», από διήγηση συγγενικού του προσώπου.  Το γεγονός αναφέρεται σε εποχή 100 περίπου χρόνια,  πριν από σήμερα.  

   Σε κάποιον θάνατο χωριανού μας, είχε πάει κι ένα παιδάκι 8-9 χρόνων, ορφανό από πατέρα,  να χτυπήσει την καμπάνα.  Περίμενε-περίμενε  να έρθει η σειρά του,  όμως μάταια.  Τα μεγαλύτερα παιδιά δεν το άφησαν να χτυπήσει την καμπάνα και να αισθανθεί  και αυτό  ότι αισθάνονταν αυτά (ανωτερότητα;).  Αφού έγινε η κηδεία έφυγε περίλυπο και πήγε στη μάνα του κλαίγοντας. Η μάνα του θορυβήθηκε και το ρώτησε γιατί κλαίει, μήπως και το χτύπησε κάποιο μεγαλύτερο παιδί, πράγμα πολύ συνηθισμένο. Τότε το παιδί άρχισε να κλαίει με λυγμούς και πέφτοντας στην αγκαλιά της μάνας της λέει:

   -Όχι ρε μάνα δεν με χτύπησε κανείς, αλλά δεν με άφησαν τα μεγάλα παιδιά να βαρέσω την καμπάνα καθόλου, ενώ  ο(ύ)λα  τα άλλα παιδιά τη βαρέσανε και μερικά τρανά πολύ ώρα…

    -Δεν πειράζει παιδάκι μου… του λέει η μάνα του.  Άμα τρανίνεις (μεγαλώσεις) θα τη βαρέσεις κι εσύ…

  -Ναι ρε μάνα, έτσι θα κάνω…  Άμα τρανίνω και πεθάνεις εσύ,  δεν θα αφήσω κανένα παιδί να βαρέσει την καμπάνα,  θα τη βαράω μόνο εγώ.   Έτσι δεν πρέπει να κάνω μανούλα;

   -Έτσι πρέπει να κάνεις παιδάκι μου…  Έλα τώρα,  μην κλαις και κάτσε να σου βάλω να φας…

 

Ας είναι αιωνία η μνήμη  και της μάνας και του παιδιού.