.Πριν λίγες ημέρες (15-4-22) δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα μας το άρθρο του ίδιου αρθρογράφου με τίτλο:

«Το έπος των δασικών έργων στο χωριό μας Σέρβου, 1969-1975»

(Αν κάνετε κλικ σε αυτό τον τίτλο μπορείτε να ξαναδιαβάσετε το άρθρο).

Συνέχεια αυτού του άρθρου αποτελεί  το σημερινό.

Με τα δύο αυτά άρθρα και ένα ακόμη που αναφέρεται σε άλλα γεγονότα και συνθήκες εκείνης της περιόδου (θα δημοσιευθεί προσεχώς), ο πατριώτης Θανάσης Γκούτης περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια και γλαφυρό τρόπο, μια εποχή στο χωριό, που θα μείνει για πάντα στην μακραίωνη ιστορία του τόπου μας.

ΧΙΜ

    Παραλειπόμενα των δασικών έργων στο χωριό μας Σέρβου 1969-1975                                       

Ο μπάρμπα-Γιώργης ο Σουλελές.

       Είναι γνωστό,  ότι ο μακαρίτης ο μπάρμπα Γιώργης ο Σουλελές  τα έτσουζε,  του άρεσε το κρασάκι,  όπως σε όλους μας,  και μάλιστα έκανε καλό κρασί,  που το είχε στο υπόγειο του σπιτιού  του Νικ. Η. Σχίζα (Κολοφυσούνα).

Ο μπάρμπα Γιώργης δούλευε στα Δασικά και κάθε πρωί  με το σακουλάκι του,  που περιείχε το φαγητό της ημέρας και απαραιτήτως το μπουκάλι με το κρασί,  έμπαινε στο Λεωφορείο,  που μας μετέφερε στο Τρανό πουρνάρι,  στις κολοσάρες,  εκεί που είναι οι ακακίες,  όπου και κατεβαίναμε. 

Μια ημέρα λοιπόν,  που την προηγουμένη το βράδυ τα είχε τσούξει αρκετά,  ανέβηκε στην πλατεία να πάρουμε το Λεωφορείο για την δουλειά.  Ήρθε το Λεωφορείο μπήκαμε μέσα,  στα πίσω καθίσματα,  για να κόψει ο εισπράκτορας τα εισιτήρια,  επειδή η διαδρομή ήταν σύντομη,  έναντι των κανονικών επομένων στάσεων.  Μόλις ο εισπράκτορας άρχισε να κόβει τα εισιτήρια, φτάνοντας στη θέση του Μπάρμπα-Γιώργη, ώρα 6.30΄πμ., τον βλέπει να έχει βγάλει από το σακούλι το μπουκάλι με το κρασί και να πίνει.  Καλά, του λέει ο εισπράκτορας,  πρωί-πρωί κρασί; Ναι, του απαντάει εκείνος,  σαν χωρατατζής,  που ήταν.

«Σήμερα είναι η Γιορτή του Κρασιού και πρέπει να πίνουμε όλη την ημέρα».

Ο μακαρίτης είχε ανάψει από το βραδινό  πιόμα και διψούσε.  Αφού δεν είχε νερό να ξεδιψάσει,  ήπιε το κρασί. Ξεδίψασε στην δουλειά από την βρύση με την κορύτα στου Κουργιαλή,  κάτω από τις ακακίες,  με ωραίο κρύο νερό,  από όπου όλοι πίναμε.

 

Η «Λέσχη» των επτά.

       «Λέσχη» ονομάστηκε, ευφυώς και ειρωνικά, κατά την κρίση  του,  από τον Κων/νο Χρήστου Βέργο, τον επονομαζόμενο και Νιόνιο,  η  ομάδα επιστασίας και αξιολόγησης,  της προόδου των έργων,  που αποτελείτο  από τούς  υπαλλήλους του Δασαρχείου Βυτίνης,  Κανελλόπουλο Κων/νο και Δημητρόπουλο Χρήστο και τον τότε  πρόεδρο της Κοινότητας  Σέρβου, Σχίζα Ηλία του Αθανασίου.

Η ομάδα αυτή  καθημερινώς,  στις 12.00-13.00 μμ., που ήταν  ώρα φαγητού και ανάπαυλας,  με συμμετοχή στο τραπέζι της και των:

Σχίζα Αθανασίου ή Πετρόμπεη, 

Τρουπή Νικολάου του Θεοδώρου,

Βέργου Νικολάου του Αριστείδη ή Μάρκου και

Τρουπή Γιαννάκου του Νικολάου

 -σε μέρος  σκιερό πχ κάτω από το γεφύρι στις ακακίες,  στο Τρανό πουρνάρι- 

έτρωγε και έπινε πλουσιοπάροχα,  ιδιαιτέρως με κρασί που έφερνε ο γερο Μάρκος ή ο Γιαννάκος του Καλπακίδη.  Εκεί  τους έπαιρνε ο ύπνος και άντε μετά,  εκτός των τριών πρώτων, οι οποίοι επέβλεπαν τα έργα, οι υπόλοιποι να ξαναδουλέψουν, για να δικαιολογήσουν  το μεροκάματό τους.

Η λέξη Λέσχη  χρησιμοποιήθηκε  για να καταδείξει το ομοτράπεζο και ομόγνωμο  της παρέας,  που διέφερε των άλλων εργαζομένων και παρέπεμπε  σε κλειστό κύκλωμα ανθρώπων ή στη Λέσχη Αξιωματικών του Στρατού,  δεδομένου ότι,  πάντα ταύτα  συνέβαιναν  επί επταετίας  Χούντας,  χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι παραπάνω  ήταν ομοϊδεάτες των χουντικών.

Ο μακαρίτης ο Νιόνιος,  ήθελε και αυτός να συμμετάσχει στη Λέσχη,  αλλά δεν τον καλούσαν,  γι αυτό και η αναφορά του σε Λέσχη  ισοδυναμούσε με άβατο,   τα μέλη της  οποίας ετύγχαναν ευνοίας, υπό των επιστατών!

                                                               

 Η  Σιών

      Στο δημόσιο δρόμο,  πιο πέρα από  την Κοκκινόβρυση,  με κατεύθυνση προς Δημητσάνα, υπάρχει  η τοποθεσία Ορνόβρυση,  όπου  τα φορτηγά του Δασαρχείου  εκφόρτωναν (άδειαζαν) πέτρα για κτίσιμο φραγμάτων στα ρέματα.  Τις  πέτρες αυτές οι πελεκάνοι-μάστορες τις λάξευαν, για να εδράζονται καλά στην καθ’ ύψος ανέγερση αυτών (των φραγμάτων) και μάλιστα τις έκαναν όμορφες,  που τις έλεγαν φατσόπετρες,  για να ομορφαίνει η φάτσα του φράγματος. 

Εκεί, λοιπόν, στην Ορνόβρυση,    μεταξύ των λαξευτών πέτρας,  δούλευε και ο μακαρίτης  Γεώργιος Πέτρου Σχίζας,  ο οποίος ήταν Θεοσεβούμενος, ήσυχος άνθρωπος,  με το γνωστό πρόβλημα υγείας. Τις πέτρες που λάξευε (πελέκαγε) και ήταν πράγματι πολύ καλοδουλεμένες, τις έβαζε την μία πάνω στην άλλη,  όπως στη ξερολιθιά,  για να μεταφορτωθούν  για τα φράγματα.

Μια ημέρα,   ο Δασικός υπάλληλος είπε  στον Κώστα Χρ. Βέργο,  να δουλέψει εκεί,  παρέα με τον Γιώκο τον Σχίζα,  μέχρι να πάει το φορτηγό να φορτώσουν τις πέτρες για τα φράγματα.  Εκείνος δεν ήθελε,  ζήλευε τον Γιώκο που έκανε σωστά την δουλειά του και για να τον εξοργίσει, του λέει:

«Τι κάνεις εδώ βρέεεεε,  την Σιών θα κτίσεις;»

 και με χέρια και πόδια, ρίχνει στο έδαφος τις πέτρες που είχε ετοιμάσει ο Γιώκος. Εκείνος στενοχωρήθηκε πάρα πολύ, τον πιάνει μια κρίση,  πέφτει κάτω και είδαμε και πάθαμε για να τον συνεφέρουμε.

 

Ο Εικοσιμίας  και το βυζί.

    Ο μακαρίτης ο μπάρμπα Ντίνος Παπαθωμόπουλος  ή Εικοσιμίας,  ως κτίστης πέτρας και πελεκάνος  που ήταν,  συνήθιζε σε κάθε φράγμα,  στην αρχή και το τέλος του κτισίματος, να σμιλεύει με το πικούνι  δυο φατσόπετρες,  να φτιάχνει απομίμηση γυναικείου στήθους. Ομολογουμένως ήταν καλλιτεχνικότατο  το λιθανάγλυφο και  ο μπάρμπας  έθετε  τις πέτρες στην πρόσοψη του τείχους,  σε ύψος που ήταν προσιτό στον κάθε ένα.   Όταν  έτρωγε το μεσημέρι και έπινε το κρασάκι του,  γιατί  ήταν και αυτός φίλος του κρασιού και χωρατατζής, έλεγε, όταν τέλειωνε:

«Τώρα πάω να πιάσω  βυζί»

 και μάλιστα προέτρεπε κάποιον (όνομα δεν αναφέρω), να πάει  και εκείνος.  Εκείνος, όμως, θεωρούσε προσβολή, στο πρόσωπό του ή και στην οικογένειά του,  την προτροπή του μπάρμπα –Ντίνου και αντέλεγε:    

δεν εντρέπεται,  μπροστά σε τόσους εργαζομένους,  να  ερωτολογεί.

 

 Ο  καλύτερος εργάτης

       Όταν σκάβαμε τα θεμέλια των  φραγμάτων στα ρέματα,  από την μία όχθη στην άλλη, συνήθως  δουλεύαμε τέσσερα ζευγάρια,  με λιθαροκασμά,  φτυάρι,  λοστό για τις πέτρες,  βαριά  παραμίνα και ότι άλλο εργαλείο χρειαζόμαστε.  Εγώ,  τις πιο πολλές φορές,  στα  θεμέλια δούλευα  με τον

Πετρουλόγιαννη ή τον

Μπαρμπα-Θανάση τον Ντάσκα ή τον

Γιώργη τον Χρονόπουλο (Σκράπα) ή τον

Παρασκευά Βέργο (Αλή) ή  τον 

μπάρμπα-Νικόλα Δημόπουλο (Νικόλη).  

Επιστάτης  μας  ήταν,  κατά κανόνα,  ο τότε πρόεδρος του χωριού,  αλλά σπανίως κατέβαινε εκεί που δουλεύαμε.  Από μακριά επέβλεπε και δεν είχε και καλή οπτική επαφή  με εμάς.

Μετά το  πρωινό πεντάωρο εργασίας και το μεσημεριανό φαγητό,  αφού είχαμε και λαγοκοιμηθεί,  δεν υπήρχε διάθεση για απογευματινή εργασία, μέσα στο κατακαλόκαιρο. Γνωρίζοντας ότι στη Λέσχη,  είχε προηγηθεί καλό φαγοπότι,  λουφάζαμε μέσα στο θεμέλιο και κάπου-κάπου,  έπεφτε και μια κασμαδιά ή φτυαριά. Ο  Επιστάτης μας ,  χωρίς να μας βλέπει,  όταν ξύπναγε φώναζε:

«δουλεύετε ρέεεεε...;»

Τότε σηκωνότανε όρθιος ο Παρασκευάς,  που ήταν και Μπατζανάκης του,   και πέταγε με την χούφτα του,  όχι με το φτυάρι, έξω από το θεμέλιο, χώμα.   Εάν τον έβλεπε, έλεγε:

«Μπράβο Παρασκευά,  ο καλύτερος εργάτης είσαι!!».

                                                                                                                            

Ο κροκόντειλας                                            

            Όταν πλησίαζε η ώρα να σχολάσουμε,  επειδή δεν δουλεύαμε όλοι κοντά στο Δημόσιο δρόμο και μερικοί δεν προλάβαιναν να  ανέβουν στην καρότσα του φορτηγού,  που μας μετέφερε στο χωριό,  έφευγαν τρία ή πέντε λεπτά νωρίτερα, από το χώρο της εργασίας.  Έτσι θα ήσαν εκεί έγκαιρα προς επιβίβαση,  διαφορετικά θα περίμεναν το δρομολόγιο του Λεωφορείου και έναντι εισιτηρίου  θα πήγαιναν στο χωριό.

Ο Παρασκευάς Βέργος (Αλής), ήταν ο πρώτος που έφευγε νωρίτερα και καθότανε στην καρότσα.  Γι αυτό  ο Κώστας Χρ. Βέργος,  σχολίαζε και έλεγε,  εις επήκοον απάντων:

«Με το γρρρ, γρρρ,  που έκανε η μηχανή του φορτηγού, 

πρώτος ο Παρασκευάς απάνου, σαν τον κροκόντειλα έκατσε»,

χωρίς βέβαια να έχει ιδεί κροκόδειλο…   ούτε στην τηλεόραση.  Δεν υπήρχαν άλλωστε τηλεοράσεις στο χωριό,  που μόλις το 1971 ηλεκτροδοτήθηκε! 

 

Η  νταμιζάνα με το κρασί.

              Εκεί που είναι οι ακακίες,  στο «Τρανό πουρνάρι»,  κάτω από τον Δημόσιο δρόμο,  ήταν μία βρύση με κορύτα,  η λεγόμενη του «ΚΟΥΡΓΙΑΛΗ», που  είχε κρύο και καθαρότατο  νερό  και γεμίζαμε τα παγούρια μας. Ενδεχομένως  τώρα,  μετά από τόσα χρόνια,  λόγω προσχώσεων,  να μην είναι ορατή  η βρύση,  αφού ούτε τσοπάνηδες,  ούτε γίδια υδρεύονται.  Εκεί, λοιπόν, «οι άνθρωποι της Λέσχης»,  που αναφέραμε πιο πάνω, έβαζαν την νταμιτζάνα με ψάθινο κάλυμμα,  που περιείχε κρασί,  να δροσιστεί  -καλοκαίρι γαρ-  για το μεσημεριανό συμπόσιο (τσιμπούσι).

Εμείς τότε, μερικά  παιδιά  (εγώ ο φίλος μου ο Ταρζάν (Γιάννης Στρίκος) ο ξάδελφος του Ηλίας Στρίκος  και ο Χρήστος Μπόρας) είμαστε 16-17 ετών.  Μία ημέρα που πήγαμε στη βρύση  βλέπουμε την νταμιτζάνα και αποφασίσαμε να αφήσουμε τους τροφίμους της Λέσχης χωρίς κρασί.   Έτσι,  με ιδέα δική μου, δράσαμε ως εξής:  Γεμίσαμε τα μπουκάλια μας με κρασί και την ποσότητα που αφαιρέσαμε  από την νταμιτζάνα  την συμπληρώσαμε με νερό.  Έρχεται το μεσημέρι, ώρα που τρώγαμε και κατά συνήθεια,  πήγε ο γέρο-Μάρκος,  να πάρει το κρασί  για τη Λέσχη. 

Οι συνδαιτυμόνες της Λέσχης,  μόλις  δοκίμασαν το κρασί στα ποτήρια τους, αντελήφθησαν  ότι  το κρασί ήταν  νερόκρασο και τα έβαλαν με τον προμηθευτή  του κρασιού,  για …νόθευση προϊόντος… 

Επειδή  ο προμηθευτής αμείβετο για το κρασί,  που  δεν θυμάμαι  αν ήταν ο Γιαννάκος ο Τρουπής ή ο γέρο-Μάρκος ή ο Νίκος του Αλούπη,   έγινε έντονη λογομαχία, μεταξύ των συνδαιτυμόνων. 

Εμείς,  μόλις ακούσαμε τον καυγά,  κεφωμένοι από το κρασί που ήπιαμε, αρχίσαμε να τραγουδάμε

«το ποτήρι το γεμάτο, δος του μια να πάει στον πάτο»,

«κέρνα μας “Μαυρομάτα μου»,

«στο τραπέζι που τα πίνω λείπει το ποτήρι σου» κλπ.

 

Εκείνοι κατάλαβαν  τι είχε γίνει  και όταν απέφαγαν,  ο Κώστας  Κανελλόπουλος (υπάλληλος του Δασαρχείου), με φώναξε να πάω στη  Λέσχη, δήθεν για δουλειά.  Στην πραγματικότητα ήθελαν  να με χειροτονήσουν,  αφού έμαθαν ποιός είχε την φαεινή ιδέα  της νοθείας του κρασιού!  Αντιληφθείς τον σκοπό της πρόσκλησης  δεν πήγα και τότε  προσπάθησαν  να με πιάσουν,  αλλά  τούς ξέφυγα.

Την επομένη ημέρα το θέμα  εθεωρήθη λήξαν,  διότι ο Κώστας με συμπαθούσε. Με τον Κώστα,  50 χρόνια  ΜΕΤΑ,  από καιρού εις καιρόν,  έχουμε τηλεφωνική επικοινωνία.  Θυμάται όλους και όλα,  όσα διημείφθησαν  την εποχή εκείνη  και παραμένει φίλος του χωριού μας,  του τέως προέδρου Ηλία Σχίζα και του Στρικογιαννάκη,  κατ εξοχήν!

 

Ψάρι ψητό στην περιοχή του Αη Γιώργη Σαρρά.

    Είναι Αύγουστος του 1971.

 Με το φορτηγό του Δασαρχείου  πήγαμε στο ποτάμι  Λούσιο,  κοντά στην γέφυρα του Σαρρά,  στην πλευρά προς το χωριό,  με τις Κοσκίνες τις τετράγωνες  να κοσκινίσουμε άμμο ποταμίσια για την λάσπη,  που δούλευαν οι κτίστες  στα πετρόκτιστα φράγματα. Στην ομάδα είμαστε:

Ο Πετρουλόγιαννης,

 εγώ, 

ο Γιώργος του Παπα-Σωτήρη,

ο Γιάννης ο Στρίκος και

 ο μπαρμπα-Θανάσης ο Ντάσκας.

 Ήταν Αύγουστος μεν,  αλλά στην ποταμιά το πρωί  που πηγαίναμε εμείς για δουλειά,  έκανε πάρα πολύ κρύο. Μέχρι να ανέβει ο ήλιος και να ζεστάνει η ατμόσφαιρα,  ανάβαμε φωτιά  να ζεσταθούμε.

Αφού κοσκινίσαμε, περίπου  2 ώρες,  αμμοχάλικο και είχαμε ζεσταθεί,  παίρνουμε με  τα παιδιά  την κοσκίνα και την βάζουμε σε ένα στενό σημείο  της κοίτης του Λουσίου  -τότε το ποτάμι κατέβαζε περισσότερο νερό,  από ότι σήμερα-  με σκοπό  να πιάσουμε ψάρια,  αν και ήταν μικρά,  μήκος περίπου 15 εκατοστά. Τα ψάρια δεν τα πιάσαμε εύκολα,  ούτε  πιάσαμε πολλά,  5 μεγάλα και 2 μικρότερα. Γυρίζουμε στη φωτιά που είχαμε ανάψει και θελήσαμε να τα ψήσουμε,  αλλά πως να απολεπίσουμε το λίγο και μικρό λέπι  που έχουν;   Τέλος πάντων,  τα ρίχνουμε  κάπως επιμελώς επάνω στη θράκα και με τα πιρούνια που τρώγαμε τα γυρίζαμε να μην καρβουνιάσουν.

Τα ψάρια αυτά,  του γλυκού νερού,  δεν είναι σαν τα θαλασσινά,  αλλά εμείς τα βλαχαδερά  δεν το είχαμε συνειδητοποιήσει και  από γεύση απογοητευτήκαμε. 

Μια γλυφίδα άνοστη ήταν, αλλά …τα φάγαμε!

Ήταν η πρώτη  και τελευταία,  για μένα,  δοκιμασία ψαρέματος!

Ο Πετρουλόγιαννης με τον μπάρμπα-Θανάση,  ούτε καν  δοκίμασαν.  Ίσως ήξεραν τι σημαίνει ψάρι γλυκού νερού!

 

Γεγονότα και καταστάσεις την περίοδο των δασικών έργων

Αθανάσιος Κ. Γκούτης.

 

(ΧΙΜ)